Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

αντικείμενα πόθου


Ο τίτλος του έργου, Kitab mufakharati al-jawari wa al-ghilman (Έπαινοι των σκλάβων-εταίρων και των εφήβων), είναι ενδεικτικός του ερωτικού περιεχομένου. Η λέξη mufakharati («έπαινοι») μαρτυρεί την εκτίμηση, τον σεβασμό και την καλήν εντύπωση για τις εταίρες και τους εφήβους που ζούσαν στο περιβάλλον του παλατιού.

Όσον αφορά τους τελευταίους, αναφέρονται με την ονομασία ghilman (πληθυντικός της λέξης ghulam), που σημαίνει «αγοράκι», «νεαρός», «έφηβος». Ορισμένοι συγγραφείς τον ταυτίζουν με τον ευνούχο, που προκαλεί ανομολόγητα πάθη.

Στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τον όρο ghulam χαρακτήριζαν τους νεαρούς στρατιώτες, οι οποίοι αποκαλούνταν και με άλλες ονομασίες (όπως oghlan, djuwan ή cheleb). Σε κάθε περίπτωση, όμως, πάντα ταυτίζονταν με το ghulam και συγκεκριμένα με το ghulam amrad («άτριχο αγόρι»), που συνειρμικά παρέπεμπε στο ερωτικό πάθος.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη ghalima, που αποδίδει την ενστικτώδη σεξουαλική επιθυμία. Αναπόφευκτα λοιπόν δημιουργείται η εικόνα του ghulam, μέσα στο σεράι ή στην αυλή των χαλίφηδων, να υπηρετεί τον αφέντη του και να ικανοποιεί κάθε ερωτική του επιθυμία.

Αυτός ο ίδιος όρος απαντάται συχνά στη βακχική ποίηση του Abu Nuwas, όπου γίνεται λόγος για τους νεαρούς άνδρες που παρασυρμένοι από τα πάθη τους διάγουν έκλυτη ζωή και περνούν τις νύχτες τους πίνοντας και γλεντώντας με τις σκλάβες του σεραγιού.

Λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη περιγραφή, ο al-Jahiz χρησιμοποιεί τη λέξη ghilman, εννοώντας προφανώς τους εφήβους που ζούν στην αυλή των χαλίφηδων όχι ως απλοί υπηρέτες, αλλά ως αντικείμενα πόθου του αφέντη τους.

Ομοίως, ο al-Jahiz χρησιμοποιεί και τη λέξη jawari («σκλάβες», «παλλακίδες»· πληθυντικός της λέξης jariya), με την οποία γινόταν αναφορά στο γυναικείο υπηρετικό προσωπικό του παλατιού και πιο συγκεκριμένα στις γυναίκες που ζούσαν στο χαρέμι.

Και αυτή η λέξη παραπέμπει σε σκηνές απόλυτα αισθησιακές και ερωτικές από τη ζωή του χαρεμιού. Εσκεμμένα ο al-Jahiz αποφεύγει να χρησιμοποιήσει κάποιες άλλες λέξεις, όπως wassifa («σκλάβα»), qayina («σκλάβα-τραγουδίστρια»), baghiya («πόρνη»), θέλοντας να είναι απόλυτα ακριβής και συγκεκριμένος.

Αλ. Φωτοπούλου, «Ο al-Jahiz, ή Ο πλούτος της αραβικής ερωτολογίας», πρόλογος στο al-Jahiz, Έφηβοι και εταίρες (μτφρ. Αλ. Φωτοπούλου, έκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2009, σσ. 25-27).
Τα λίγα αποσπάσματα αφήνουν την εντύπωση μιας μάλλον εν πολλοίς αδόκιμης μτφρ. παρά την περί του αντιθέτου διαβεβαίωση.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

εραστής εταιρών


[...] Αυτό που υποδεικνύει η λογική πέρα από προκαταλήψεις και συναισθήματα είναι το εξής: ότι η ευχαρίστηση που προέρχεται από την εταίρα είναι πιο έντονη και πιο μεγάλης διάρκειας, δεδομένου ότι η ελάχιστη διάρκεια της απόλαυσης μαζί της είναι σαράντα χρόνια. Και ό,τι θεωρείς προτέρημα στο αγόρι, η υπηρέτρια το κατέχει δυό φορές περισσότερο. Αν επιθυμείς να γλιστρήσεις ανάμεσα στους μηρούς της, θα συναντήσεις ευκίνητα οπίσθια και καπούλια πεταχτά, κάτι που δεν θα βρείς στο αγόρι. Αν επιθυμείς αγκαλιές, έχει πλούσια στρογγυλεμένα στήθη, κάτι το οποίο και πάλι υστερεί το αγόρι. Αν επιθυμείς τη γλυκύτητα της διείσδυσης, δεν τίθεται πλέον λόγος! Όταν διεισδύουμε στον έφηβο, ερχόμαστε σε επαφή με τόσες ακαθαρσίες και βρομιά, ικανές να ντροπιάσουν τη ζωή και να δηλητηριάσουν κάθε ευχαρίστηση. Αντίθετα, η υπηρέτρια διαθέτει βελούδινο δέρμα, ευκινησία στις κινήσεις, γοητεία στα χέρια και στα πόδια, ευκαμψία στα πλευρά και στο στήθος, είναι ανάλαφρη και ο ιδρώτας της μοσχομυρίζει. Όλα αυτά, καθώς και πλήθος άλλων προτερημάτων, λείπουν από τον έφηβο. [...]

*

Τα λόγια των ποιητών για τις χάρες των γυναικών είναι τόσο πολλά και ανεξάντλητα. Η γοητεία ενός αγοριού και η καθαρότητα του προσώπου του δεν διαρκούν πάνω από δέκα χρόνια. Μέχρις ότου αρχίζουν και σχηματίζονται τα γένια του και περάσει το στάδιο της εφηβείας παραμένει ελευθεριάζον, που άλλοτε αποτριχώνει και άλλοτε ξυρίζει τα γένια του, προκείμενου να προκαλέσει το πάθος σε άλλους άνδρες. Ο Θεός απάλλαξε τη γυναίκα από όλα αυτά και τής χάρισε ανώτερη ομορφιά και καθαρή γοητεία. Ίσως πεις ότι ανάμεσα στις γυναίκες υπάρχουν κάποιες που στολίζονται και καλύπτουν την ασχήμια τους, κάνοντας περίτεχνα χτενίσματα ή χρησιμοποιώντας άλλα μέσα [...]. Αν λοιπόν προβάλεις αυτό το επιχείρημα, θα σού απαντήσουμε: είναι πιθανόν κάποιες γυναίκες να καταφεύγουν σε τέτοιου είδους πρακτικές, όταν τα μαλλιά τους αρχίζουν να γκριζάρουν· αυτό δεν συγκρίνεται με την αποτρίχωση του προσώπου των εφήβων.

al-Jahiz, Έφηβοι και εταίρες (μτφρ. Αλ. Φωτοπούλου, έκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2009, σσ. 71,73, ήτοι επιχειρήματα εκ του τελευταίου απόλογου μεταξύ των εραστών από το «Βιβλίο εγκωμίων των εταιρών και των εφήβων» γραμμένο στη Βασόρα ή τη Βαγδάτη τον 9ο αιώνα).

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

πήρες ανάσα


Παλεύει ο νούς
τρικλοποδιά να βάλει·
καρδιά μου, κράτα

Κοιτώ το βράχο:
ίδιος με κόκκο άμμου·
το όλον ένα

*

Θολός χείμαρρος
μνήμες στα βράχια λένε:
ψυχή μου, μην κλαις

Το ρόδο ανθεί·
δεν γνωρίζω το λόγο
που ζωγραφίζει

*

Γλάροι φιλιούνται·
στη βάρκα ολόγυμνη
αγόρι κοιτάς

Πήρες ανάσα:
έστυψες το σύννεφο,
νερό δεν ήπιες

*

Κόκκινα χείλη:
καρπούζι και σταφύλι,
τί να δοκιμάσω;

*

Δύο οι όχθες
σαν χέρια σμίγουν βαθιά:
ποτάμι κρατούν

Στα μάτια κοιτώ·
την ψυχή σου γυρεύω
αλλού κατοικεί

*

Καρφώνω βαθιά
στο κορμί σου τη γλύκα·
θάνατο διώχνω

Να πλησιάσει
ο ένας τον άλλον· πώς·
φόβος, καρδιά μου

Στήθος ο τρούλος·
ξωκλήσι ερημικό:
σταυρός και ρώγα

*

Η ζωή φεύγει,
μεγαλώνουν οι σκιές
των κυπαρισσιών

*

Το χώμα πατώ
τους προγόνους θυμάμαι·
τα πόδια γυμνά

*

Μέσω του φωτός
η σκιά της αλήθειας:
άγρυπνη φύση

Γιάννης Δ. Στεφανάκις, βάθος ουρανού (έκδ. ΑΩ, Καλύβια Αττικής 2020, σσ. 12, 22, 46, 56, 58, 66, 67, 72, 76).

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ο τελικός (της Ελένης) κύκλος


Ι

[...]
κι εγώ, παρακαλώντας σιγανόφωνα, το ποίημα στα παράπλευρα
δρομάκια με αποθυμιά θ' αναζητώ
,
απ' τον υπερσυντέλικο αρχίζοντας και φτάνοντας μέχρι τον άκρο
μέλλοντα
πού 'ναι ο καθοριστικά τετελεσμένος.

[...]
Αφήγησες που πλέξαν άνθρωποι κακόψυχοι (καλού γούστου, ένε-
κα, δήθεν),
τολμούν να ισχυρίζονται ότι σε κάποιο κωλονήσι, την Λευκή,
η Ελένη, η δικιά μου Ελένη, ξενογαμιόταν με τον Αχιλλέα.
Ψέματα, ψέματα, ψέματα. Εγώ είμαι ο άντρας που στ' αληθεια
αγάπησε.

[...]

Κυρά, [...]
τα μάτια σου να με θωρούν
με την δορά του ζώου
·
κι ευθύς ν' αποξεχνιέμαι στο υπερούσιο.
Ξέρω πως είσαι η ζωγραφιά
πέρα και πάνω απ' το δικό μου βλέμμα - τότε λέω
(στ' αληθινά) Ελένη των ποιημάτων δεν υπάρχει,
υπάρχει η φεγγόβολη, η υπεράνω αυτών, η μοναδική μου. [...]


ΙV

[...]

Γιατί δεν μπόρεσα να εννοήσω πώς η αρκτική δασεία σου
είναι παρένθεση
που ξανοίγει σε τοπίο εξόχως μαγικό, μυρτιά πα-
ράκλησης,

στον ροδώνα της μη αιτιότητας, στην άτυπη σύναξη των προλέ-
ξεων,
εκεί ο Ήσκιος ο Αφαιρών μεταμορφώνεται στο πιο σγουρό
καλάμι,
που καμαρώνεσαι υπέρθετη κι ανάλλαγη
[...]

Γιατί δεν ώρμησα παράφορος, ξυπόλητος, γυμνός, στης πολιτείας
τους δρόμους,
με τ' όνομά σου τρόμο κι απειλή, με τ' όνομά σου χερουβείμ και
νάρδο,
γιατί δεν είπα, Ελένη! ν' ανατιναχτή κάθε κεκυρωμένη σύνταξη,
ν' ανθίσουν άστρα του βυθού και κήποι από φεγγάρι,
για να στηθή περήφανος σαν το μουνί σου ο κόσμος
[...]


Χ

Και πάντα να ψυχορραγής
τέσσερις το πρωί, σκληρά χαράματα
κοντά,
σε μιαν ολάδεια σάλα ψυχιατρείου·

μ' έναν φραπέ σε πλαστικό ποτήρι σύντροφό σου και παρηγοριά,
με φώτα πετρωμένα ηλεκτρονικά να σε ρυθμίζουν·

με την ρωγμή στο πρόσωπο και βουρκωμένα μάτια·

και μήτε κάποιας το κορμί, και μήτε κάποιας τ' όνομα·

μόνον τα ηλίθια παράθυρα, άψυχα κι απαθή, να σε παρατηρούνε,
χωρίς κουβέντα και φιλία, με δίχως καν εχθρότητα·

ξάφνω, σώμα φωτός δειλή σκιά κρυφοπερνώντας,
χάραξε το αμετάβατο σκοτάδι - πια καταδικό μου
.

Ηλίας Λάγιος, Φεβρουάριος 2001 (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 2002, σκόρπιοι στίχοι, σσ. 13-14, 14, 15-16, 21, 22, 31). Στίχοι από την ίδια εκτενή σύνθεση κι εδωδά.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

στην απειλή του κοινού μας δώματος


Άσυλο

ΙΙ

Εδώ παράδωσε την τόση ολίγη σου δύναμη, ψυχή μου, ανάπηρη, φτωχούλα, που κάποτε σε πίστευα αθάνατη, να επιστρέψω στον πραγματικό, σημερινό μου τόπο της οδύνης. Στρέψε, ο δακρυσμένος μου οφθαλμός, άφοβα να θεωρήσης τα σιδερένια κάγκελλα που φράζουν τα παράθυρα του ψυχιατρείου. Πες μου, πόσες πολλές φορές, δυστυχισμένε, κόλλησες, δίχως ελπίδα, ελάχιστο το πρόσωπο και την καμία μορφή σου στο σιδηρούν προσωπείον των παραθύρων; Θυμάσαι νά 'πεφτε έξω αγνό χιονόνερο, όμως εσύ δεν είχες μήτε χέρι μήτε χάρη να τ' αγγίξης. Δεσμώτη, ένας έκπτωτος άγγελος, με την δεξιά του σ' επιδέσμους φασκιωμένη, τέσσερις τα χαράματα εισήλθε στην απειλή του κοινού μας δώματος και προσπαθεί να παίξη την κιθάρα του. Σ' εμένα που δεν μπορώ να βαστάξω την δικιά μου οφειλή, ποιός μού φορτώνει το παραπέρα - την κόλαση των άλλων;

*

IV

Θάλαμοι, θάλαμοι, θάλαμοι. Μέσα στον καθέναν δύο, τρεις, πολλές λασπωμένες που, μια φορά κι έναν καιρό, γεννήθηκαν ανθρώπινες ζωές, βρίζουν άθεη πίκρα και το μονώτατό τους ριζικό και φτυσμένη καλοσύνη. Ακούστε, άρχοντες κι αρχόντισσες κι εσείς αρχοντοπούλες, ανατριχιάστε και ντραπήτε γιατί θα πώ την μαύρη ιστορία αυτού που εμφανίζεται μπροστά στον οποιονδήποτε ξεδιάντροπα γυμνός και μ' ένα ακρωτηριασμένο χάχανο άσεμνα επιδεικνύει τον πούτσο και τ΄αρχίδια του, βυθισμένος στην πιο μηδενισμένη λήξη. Ακούστε και χωθήτε ακόμη πιο βαθειάστο ασφαλισμένο λογικό σας, γιατί έπεται να ειπωθή ο σπαραγμός του στρεβλωμένου που τριγυρνάει ξερνώντας αποσπάσματα προτάσεων και κάθε τόσο μανιασμένος κοπανά τσακίζοντας και αιματώνοντας τ' αρσενικά του μέλη στους παγερά αδιάφορους τοίχους. Άκου, η γλώσσα μου, και ντράπου και αισχύνου, η γλώσσα μου, και το μάτι ας βρή ανάπαυση μόνη και απάντηση φωτιάς στα σιδηρόφρακτα παράθυρα. Κατά το ρήμα ουδενός, εν θλίψει μεγάλη.

*

VΙΙΙ

Κάνε αποφασιστικά το τελευταίο βήμα σου, καταποντίσου στις μίνες του υπάνθρωπου χαμού. Μη φοβού, ελαφρούτσικε, αυτός εδώ δεν είναι ο δικός σου προορισμένος χαλασμός. Αλλού, μα ποιός να ξέρη πού, θα συναντηθής με το πικρό σου δίκιο. Τώρα εμπρός, γενναία, ας πάμε εκεί που η αξιοπρέπεια μυρίζει κάτουρο και κόπρανα. Νιώθεις, θνητότατη και θνησιμαία ψυχή μου, κορμιά δεμένα με λουριά, κορμιά παραμιλώντας, αφουγκράζεσαι τις μυρωδιές των γυναικών να κλαίνε εκλιπαρώντας μαζί οργασμό και ανάπαυση; Και τα κατάμεσα φαρμάκια τους τ' ακούς να τις απανθρωπίζουν; Κι αυτόν που θα γινόταν άντρας, λεβέντης και γλεντζές, λυπήσου τον τώρα - σάρκα που βελάζει.

*

Χ

Οι νύχτες του ψυχιατρείου είναι οι πιο γαλήνιες στην ζωή ενός ανθρώπου. Ό,τι χειρότερο έχει ήδη συμβεί αλλά, κι αν υπάρχη, τώρα ξέρεις πως μπορείς να το σηκώσεις. Όταν κάθομαι μόνος, τρεις το πρωί στον κοινόχρηστο χώρο και γράφω, όταν λοιπόν είμαι σ' αυτόν τον πελώριο χώρο και ακούσω πίσω μου (γράφω πάντα με την πλάτη στραμμένη στην πόρτα) ένα θόρυβο δεν ανησυχώ, όπως όλοι οι άνθρωποι, κάπου αλλού. Τελειώνω με το πάσσο μου αυτό που μού δόθηκε να κάνω και ύστερα στρέφω περίεργος για το ποιό θαύμα ή ποιά έκπληξη με περιμένει. Ίσως είναι ο λαβωμένος μου άγγελος να μού παίξη διακριτικά, στη κιθάρα του, Μπομπ Ντύλαν ή το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» (ομιλώ αληθώς). Ίσως ο κύριος Δημήτρης - να μού μιλήση τόσο ανάποδα και όμως τόσο σωστά για τον Θεό που έχω -αλίμονο- πάψει να πιστεύω. Μπορεί κάποιος ο οποίος θα με ευεργετήση μέσω των πολλαπλών εκδοχών της ζωής του - και πιστέψτε με, το ξέρω, είναι όλες αληθινές. Ή κάποιος που, μιλώντας το δικό του ατομικό ιδίωμα, μοναχικός Βαβελίτης, μπορεί να μού αποκαλύπτη γενναιόδωρα τα μυστικά της νιότης και του έρωτα - ίσως πια όμως να είμαι απλώς ένας κουρασμένος μεσήλικας, που δεν μπορεί να καταλάβη. Ποιός ξέρει; Είναι πια αργά για να μεταλάβω και να ζήσω μέσα στο θαύμα, αλλά πιστεύω, πιστεύω αληθινά, ότι μπορώ ακόμη να το κατανοήσω.

Ηλίας Λάγιος, Φεβρουάριος 2001 (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 2002, σκόρπιοι στίχοι, σσ. 38, 40, 44, 46).

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

η ψευδαίσθηση επανάσταση


κι ας δώ κ' εγώ την φύσι λόγο,
κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;*

Ηλίας Λάμβδα: Εγκοπών Α΄

Το ημερολόγιο

29 Φεβρουαρίου
[...]
Σήμερα το πρωί. Τρίτο σχεδίασμα. Κατόπιν ξαναδιαβάζω τον «Πρόλογον περί του βίου και των έργων του ποιητού» του Παλαμά. Πενία. Απορία. Σημαδεύω κάποια πράγματα. Ο γέροντας της Ασκληπιού φρικτά, απροσδόκητα όμοιος με το γερόντιον της Αλεξάνδρειας. Ιδία η προς εαυτόν κίνησις, ιδία η εγωιστική αντίληψη. Αγαπημένοι, πολυαγαπημένοι Νάρκισσοι.

Μια υπόσχεση. Αυτό το τετράδιο να συνεχιστή. Να γίνη η ημερολογιακή εγκοπή τόπος ζωής και η φτωχή ημέρα μέλος του φανταστικού, του ηδονικού σώματος της Λογοτεχνίας.

1 Μαρτίου
[...]
Ώρα δέκα το πρωί. Διαβάζω το «Le Cimetière Marin». Ο Valéry, από μάγος της άλγεβρας, ταχυδακτυλουργός της αριθμητικής.

2 Μαρτίου
Ενέδρα νηφάλια, για διάβασμα. Ξανακύτταξα το «Ο Καβάφης του Σεφέρη». Κτερίσματα και ψιμύθια, αλειτούργητα λείψανα, μιας οργανωμένης ευαισθησίας η οποία δεν καταδέχτηκε, δεν αξιώθηκε να τραπή σε ευαίσθητο όργανο-πληγή που διαπυούται προτού ματώση.

Μ' όλο που γυροφέρνει, ποίημα το ποίημα, τρόπο τον τρόπο, τον Λογιστή της Αλεξάνδρειας, ο Σεφέρης δεν ακούει (δεν μπορεί να ακούση) την αλφάβητο της καβαφικής στίξης.

Μού έτυχε, μελετώντας τον κοινότοπο αυτόν διπλωμάτη, να μουρμουρίσω: καιρός να πιούμε την μπύρα μας στον κοντινότερο καφενέ.

*

Φίλοι, αυγές, ίσκιοι

Νάσος Βαγενάς

[...]
Κι είμαστε πια ένας «ασπούδαχτος» τυπογράφος είμαστε
τώρα και εσαεί ο Πάτροκλος Γιατράς, πολιτικός κρατούμενος,
μεταφραστής.

Πεθαίνουμε Πάτροκλε, σ' ένα δωμάτιο φτωχικό του Πειραιά.
Μια αδαής σπιτονοικοκυρά θα κλείση τα μάτια μας εν ειρήνη
κι ύστερα θα πετάξη τα χαρτιά μας στα σκουπίδια. Προς το τέλος
μάς μέλλεται να εγκωμιάσουμε ό,τι μισήσαμε· αυτό ακριβώς που
επιθυμούμε.

Η ψυχρή σελήνη, το στήθος τρυφερό μιας γυναίκας, η ψευδαί-
σθηση επανάσταση
,
το συρματόπλεγμα τής Μακρονήσου σεληνιασμένο, ο μονότονος
αντίλαλος των ιάμβων.
Όνομα δεν έχουμε. Τα στήθη μας, τα μπράτσα μας, τα πρόσωπά
μας
συμφύρονται. Σιγά σιγά το αληθινό μας σώμα σχηματίζεται.

Λέγομαι Πάτροκλος Γιατράς. Πριν γεννηθώ εν δόξη και τιμή και θαύματι, για σάς τους δυό έχω πεθάνει.

Ηλίας Λάγιος, Πράξη υποταγής (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 2000, σκόρπιοι στίχοι, σσ. 32, 32-33, 51-52). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 33).

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

τα μάτια σου αντανακλούν αθανασία


Επιστολές στην Ξένη

[...]

Πάσα στιγμή, λοιπόν, η αιώνια υπαρκτή, ναυτόπαις άνεμος
φυσάει παντοτινός, τα μάτια σου αντανακλούν αθανασία
.
Δεν είναι, λέω, παράξενο να μ' αφανίζη η παρατόση δωρεά;
να καταπίνω τα φωνήεντα της αναμονής μου;

[...]

*

Το ονειρολόγιο

[...]

Maunochoth DD37ψδ'οο'IV
Υοσκύαμος, περίφοιτος, διαστήτην. Τρία ατόφια ποιήματα στα χέρια μου και δεν έχω ράφι να τ' ακουμπήσω.


Belzebouël α'
Πως ήμουνα στην κακοτοπιά της μοναχής αποδημίας, και μήτε μ' έγνοιαζε το στεγνό έδαφος, ούτε την θάλασσα που με περίμενε μπροστά άμαυρη και μεγάλη την φοβόμουν παρά, που με έθλιβε να μην υπάρχη αρτινή πορτοκαλιά να την μυρίσω φεύγοντας.

[...]

Pucel 7144286539722286L
Πως ήμουν ναυαγός μες στο μυαλό μου· και δεν υπήρχε πετεινό να δέσω στο ποδάρι του γραφή, να μού μηνύσω.

[...]

Sargatanas

Φτωχό μου σώμα, υλικόν κατεδαφίσεως.

*

Ο μέσα τόπος


[...]

Ο φόβος που μ' ασπάστηκε τρυγόνα, έχει μεθύσει.
Να θάλλω, λίγο, ρήγισσα των ίσως και πουλιών...

*

Millenium

[...]

Σ' όλα τα μάτια μια τυφλή αιωνιότητα.

[...]

Ποιός μετέφρασε πλήρη τον συλλαβισμό των πουλιών;

Ηλίας Λάγιος, Πράξη υποταγής (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 2000, σκόρπιοι στίχοι, σσ. 65, 78, 79, 79, 91, 98, 99).