Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

στην απειλή του κοινού μας δώματος


Άσυλο

ΙΙ

Εδώ παράδωσε την τόση ολίγη σου δύναμη, ψυχή μου, ανάπηρη, φτωχούλα, που κάποτε σε πίστευα αθάνατη, να επιστρέψω στον πραγματικό, σημερινό μου τόπο της οδύνης. Στρέψε, ο δακρυσμένος μου οφθαλμός, άφοβα να θεωρήσης τα σιδερένια κάγκελλα που φράζουν τα παράθυρα του ψυχιατρείου. Πες μου, πόσες πολλές φορές, δυστυχισμένε, κόλλησες, δίχως ελπίδα, ελάχιστο το πρόσωπο και την καμία μορφή σου στο σιδηρούν προσωπείον των παραθύρων; Θυμάσαι νά 'πεφτε έξω αγνό χιονόνερο, όμως εσύ δεν είχες μήτε χέρι μήτε χάρη να τ' αγγίξης. Δεσμώτη, ένας έκπτωτος άγγελος, με την δεξιά του σ' επιδέσμους φασκιωμένη, τέσσερις τα χαράματα εισήλθε στην απειλή του κοινού μας δώματος και προσπαθεί να παίξη την κιθάρα του. Σ' εμένα που δεν μπορώ να βαστάξω την δικιά μου οφειλή, ποιός μού φορτώνει το παραπέρα - την κόλαση των άλλων;

*

IV

Θάλαμοι, θάλαμοι, θάλαμοι. Μέσα στον καθέναν δύο, τρεις, πολλές λασπωμένες που, μια φορά κι έναν καιρό, γεννήθηκαν ανθρώπινες ζωές, βρίζουν άθεη πίκρα και το μονώτατό τους ριζικό και φτυσμένη καλοσύνη. Ακούστε, άρχοντες κι αρχόντισσες κι εσείς αρχοντοπούλες, ανατριχιάστε και ντραπήτε γιατί θα πώ την μαύρη ιστορία αυτού που εμφανίζεται μπροστά στον οποιονδήποτε ξεδιάντροπα γυμνός και μ' ένα ακρωτηριασμένο χάχανο άσεμνα επιδεικνύει τον πούτσο και τ΄αρχίδια του, βυθισμένος στην πιο μηδενισμένη λήξη. Ακούστε και χωθήτε ακόμη πιο βαθειάστο ασφαλισμένο λογικό σας, γιατί έπεται να ειπωθή ο σπαραγμός του στρεβλωμένου που τριγυρνάει ξερνώντας αποσπάσματα προτάσεων και κάθε τόσο μανιασμένος κοπανά τσακίζοντας και αιματώνοντας τ' αρσενικά του μέλη στους παγερά αδιάφορους τοίχους. Άκου, η γλώσσα μου, και ντράπου και αισχύνου, η γλώσσα μου, και το μάτι ας βρή ανάπαυση μόνη και απάντηση φωτιάς στα σιδηρόφρακτα παράθυρα. Κατά το ρήμα ουδενός, εν θλίψει μεγάλη.

*

VΙΙΙ

Κάνε αποφασιστικά το τελευταίο βήμα σου, καταποντίσου στις μίνες του υπάνθρωπου χαμού. Μη φοβού, ελαφρούτσικε, αυτός εδώ δεν είναι ο δικός σου προορισμένος χαλασμός. Αλλού, μα ποιός να ξέρη πού, θα συναντηθής με το πικρό σου δίκιο. Τώρα εμπρός, γενναία, ας πάμε εκεί που η αξιοπρέπεια μυρίζει κάτουρο και κόπρανα. Νιώθεις, θνητότατη και θνησιμαία ψυχή μου, κορμιά δεμένα με λουριά, κορμιά παραμιλώντας, αφουγκράζεσαι τις μυρωδιές των γυναικών να κλαίνε εκλιπαρώντας μαζί οργασμό και ανάπαυση; Και τα κατάμεσα φαρμάκια τους τ' ακούς να τις απανθρωπίζουν; Κι αυτόν που θα γινόταν άντρας, λεβέντης και γλεντζές, λυπήσου τον τώρα - σάρκα που βελάζει.

*

Χ

Οι νύχτες του ψυχιατρείου είναι οι πιο γαλήνιες στην ζωή ενός ανθρώπου. Ό,τι χειρότερο έχει ήδη συμβεί αλλά, κι αν υπάρχη, τώρα ξέρεις πως μπορείς να το σηκώσεις. Όταν κάθομαι μόνος, τρεις το πρωί στον κοινόχρηστο χώρο και γράφω, όταν λοιπόν είμαι σ' αυτόν τον πελώριο χώρο και ακούσω πίσω μου (γράφω πάντα με την πλάτη στραμμένη στην πόρτα) ένα θόρυβο δεν ανησυχώ, όπως όλοι οι άνθρωποι, κάπου αλλού. Τελειώνω με το πάσσο μου αυτό που μού δόθηκε να κάνω και ύστερα στρέφω περίεργος για το ποιό θαύμα ή ποιά έκπληξη με περιμένει. Ίσως είναι ο λαβωμένος μου άγγελος να μού παίξη διακριτικά, στη κιθάρα του, Μπομπ Ντύλαν ή το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» (ομιλώ αληθώς). Ίσως ο κύριος Δημήτρης - να μού μιλήση τόσο ανάποδα και όμως τόσο σωστά για τον Θεό που έχω -αλίμονο- πάψει να πιστεύω. Μπορεί κάποιος ο οποίος θα με ευεργετήση μέσω των πολλαπλών εκδοχών της ζωής του - και πιστέψτε με, το ξέρω, είναι όλες αληθινές. Ή κάποιος που, μιλώντας το δικό του ατομικό ιδίωμα, μοναχικός Βαβελίτης, μπορεί να μού αποκαλύπτη γενναιόδωρα τα μυστικά της νιότης και του έρωτα - ίσως πια όμως να είμαι απλώς ένας κουρασμένος μεσήλικας, που δεν μπορεί να καταλάβη. Ποιός ξέρει; Είναι πια αργά για να μεταλάβω και να ζήσω μέσα στο θαύμα, αλλά πιστεύω, πιστεύω αληθινά, ότι μπορώ ακόμη να το κατανοήσω.

Ηλίας Λάγιος, Φεβρουάριος 2001 (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 2002, σκόρπιοι στίχοι, σσ. 38, 40, 44, 46).

Δεν υπάρχουν σχόλια: