το έργο του Αρτεμίδωρου κατατασσόταν στους λαϊκούς ονειροκρίτες,
αλλά και στον καταστατικό «αντικλασικισμό» των υπερρεαλιστών,
μια και θεωρούσαν ότι ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός
καταδυνάστευε την τέχνη με το παράδειγμά του.*
αλλά και στον καταστατικό «αντικλασικισμό» των υπερρεαλιστών,
μια και θεωρούσαν ότι ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός
καταδυνάστευε την τέχνη με το παράδειγμά του.*
Ο Αρτεμίδωρος από τα πρώτα κεφάλαια του πρώτου βιβλίου θέτει το θεωρητικό πλαίσιο της προσέγγισής του και προτείνει τη διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών ονείρων: διακρίνει σε ενύπνια και ονείρους.
Η πρώτη κατηγορία (ενύπνια) δεν παρουσιάζει ερμηνευτικό ενδιαφέρον, διότι τα όνειρα αυτά, που προέρχονται από κάποια στέρηση ή έντονη επιθυμία, αναφέρονται στο παρόν και όχι στο μέλλον του ονειρευομένου και περιγράφουν μόνο την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων. Κατά συνέπεια, στο βαθμό που αναφέρονται στο παρόν, δεν προσφέρονται για ερμηνεία και δεν λειτουργούν ως ο πρώτος όρος στο σύστημα της αναλογίας μεταξύ του ονειρικού κόσμου και της μέλλουσας εν εγρηγόρσει ζωής.
Η δεύτερη κατηγορία (όνειροι) περιλαμβάνει τα όνειρα εκείνα τα οποία προβλέπουν το μέλλον και ως εκ τούτου αποτελούν το αντικείμενο της πραγματείας: «Ταύτη γαρ όνειρος ενύπνιον διαφέρει, ή συμβέβηκε τω μεν είναι σημαντικώ των μελλόντων, τω δε των όντων» (Ι, 1/3 = το όνειρο λοιπόν διαφέρει από το ενύπνιο στο εξής, ότι το πρώτο συμβαίνει να είναι δηλωτικό του μέλλοντος, ενώ το δεύτερο του παρόντος).
Ιδιαίτερη μεθοδολογική αξία έχει ο τρόπος που διατυπώνει τη διάκριση σε εξ ορισμού μη ερμηνεύσιμα ενύπνια και ερμηνεύσιμους ονείρους:
το ενύπνιον προσδιορίζεται ως κάτι που δεν έχει νόημα και δεν προλέγει τίποτε, έχει δε ισχύ μόνο κατά τη διάρκεια του ύπνου («ασήμαντον και ουδενός προαγορευτικόν αλλ' εν μόνω τω ύπνω την δύναμιν έχον») (IV, Προοίμιο/238-239). Επομένως, για να είναι σε θέση να ερμηνεύσει ένα φαινόμενο, ο ονειροκρίτης πρέπει να μετέχει και των δύο κόσμων, του εν ύπνω και του εν εγρηγόρσει· εάν το «όναρ» δεν διαπλέκεται με το «ύπαρ» λειτουργεί μόνο στο σημειωτικό σύστημα.
Ο Αρτεμίδωρος επισημαίνει τη φύση και τη λειτουργία της λέξης όνειρος με τις ετυμολογίες που προτείνει. «Ο δ' όνειρος [...] εγείρειν τε και ορείνειν την ψυχήν πέφυκεν», επενεργεί δηλαδή στην ψυχή, την ξυπνά και την διεγείρει, παρακινώντας την σε δραστήρια εγχειρήματα. Κατά συνέπεια «το όν είρει», πράγμα που σημαίνει «το όν λέγει», είναι το συμβάν που υφίσταται ήδη μέσα στη ροή του χρόνου και θα εμφανιστεί ως γεγονός στο εγγύς μέλλον.
Επιπλέον, στη λέξη όνειρο αναγνωρίζει το όνομα του Ιθακήσιου ζητιάνου Ίρου, ο οποίος μετέφερε τα προφορικά μηνύματα που τού εμπιστεύονταν (Ι, 1/4).
Οι όνειροι δεν έχουν σχέση με την κατάσταση της ψυχής ή του σώματος στην παρούσα στιγμή. Προκαλούν την προσοχή του ονειρευόμενου στην πρόγνωση των μελλοντικών γεγονότων, δηλαδή φανερώνουν το μέλλον.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 42-44). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 218).