Οι μηχανισμοί τής εργασίας τού ονείρου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί τονίζουν τη γλωσσική διάσταση τών ασυνείδητων διαδικασιών και γιατί σχολιάζουν ένα γλωσσικό κείμενο (το αφηγημένο όνειρο) που κατεξοχήν χαρακτηρίζεται από πολυσημία.
Στο θέμα αυτό [...] σημαντικότατη είναι η συμβολή του Roman Jacobson και του Jacques Lacan.
*
Ο Roman Jacobson, ξεκινώντας από τη διάκριση του Saussure σε συνειρμικές (in absentia) και συνταγματικές (in praesentia) σχέσεις της γλώσσας [Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, 162-166], ορίζει την επιλογή και τον συνδυασμό ως τούς δύο τρόπους διάταξης των γλωσσικών σημείων που αντιστοιχούν στις σχέσεις αυτές, για να θεματοποιήσει στη συνέχεια τούς δύο πόλους τών αφασικών διαταραχών:
στο ένα άκρο βρίσκεται η διαταραχή τής ομοιότητας (αφορά την επιλογή και επιδρά στις συνειρμικές ή παραδειγματικές σχέσεις) και
στο άλλο η διαταραχή τής συνάφειας (αφορά τον συνδυασμό και επιδρά στις συνταγματικές σχέσεις).
Περαιτέρω, θεωρητικοποιεί τις δύο αυτές σημαντικές και αντιτιθέμενες διαστάσεις τής γλωσσικής δομής με όρους ρητορικούς: το σχήμα τής μετωνυμίας, που συνδέει τα στοιχεία τής γλώσσας βάσει τής συνάφειας, είναι κατ' ουσία συνταγματικό, διότι τα δύο στοιχεία συνυπάρχουν,
ενώ η μεταφορά είναι η αντικατάσταση ενός πράγματος από κάποιο άλλο, και επομένως παραδειγματική.
*
Ειδικότερα, οι σχέσεις ανάμεσα στα σημαίνοντα που σχηματίζουν την αλυσίδα τών σημαινόντων είναι όλες είτε μετωνυμικές είτε μεταφορικές, με τη διευρυμένη έννοια που ο Jacobson έχει δώσει σε αυτούς τούς όρους.
Δηλαδή η αλυσίδα είτε κινείται συνταγματικά από ένα σημαίνον σε ένα άλλο συναφές (μετωνυμία), είτε λειτουργεί παραδειγματικά, βάζοντας ένα σημαίνον στη θέση ενός άλλου (μεταφορά).
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η κίνηση χαρακτηρίζει τη μετωνυμία, ενώ η υποκατάσταση τη μεταφορά.
[...] Ο Jacobson συγκρίνει αφενός τον άξονα τής μεταφοράς με τις ψυχαναλυτικές έννοιες τής συμπύκνωσης και τού συμβολισμού, και αφετέρου τον άξονα τής μετωνυμίας με την ψυχαναλυτική έννοια τής μετάθεσης.
*Ο Jacobson με την ανάλυσή του παρέχει στον Lacan δύο βασικά μεθοδολογικά εργαλεία από τη δομική γλωσσολογία, τον συνταγματικό και τον παραδειγματικό άξονα, και μια αναλογία ως προς την προσέγγιση τής ρητορικής, αυτή τής μετωνυμίας και τής μεταφοράς.
Πέραν αυτών, ο Lacan, στην ανάγνωση που επιχειρεί σε ένα κείμενό του τού 1957 [...] έχει υιοθετήσει μια θέση από τη θεωρία τού Saussure για το σημείο: την άποψη ότι το σημαινόμενο (signifié), όπως υποδηλώνει και το όνομά του, είναι απλώς αυτό το οποίο σημαίνεται και δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το σημαίνον (signifiant) του· ότι δηλαδή η γλώσσα δεν τοποθετεί ετικέτες σε μια σειρά προκαθορισμένων διακριτών οντοτήτων, αλλά διαιρεί ένα αδιαφοροποίητο πεδίο αντίληψης, εμπειρίας κ.τ.λ., με τη μορφή των αρθρώσεων που εισάγονται από τα σημεία [Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, 99-101].
Ενώ όμως η θέση τού Saussure είναι ότι υφίσταται η ένωση του σημαίνοντος και τού σημαινομένου στο σημείο -τα συγκρίνει με τις δύο όψεις μιας κόλλας χαρτιού- ο Lacan τονίζει τον χωρισμό τους.
*
[...] Ο Lacan δεν αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις συνδυάζονται συντακτικά για να σχηματίσουν μια πρόταση, αλλά στον συνειρμό και την ερμηνεία, με την έννοια ότι το νόημα μιας λέξης δεν είναι παρά μία ακόμη λέξη, που κι αυτής μπορούμε να αναζητήσουμε το νόημα: όπως συμβαίνει με έναν ορισμό του λεξικού, στον οποίο μπορούμε να αναζητούμε επ' άπειρον τη σημασία·
ή όπως οι εικόνες σε ένα όνειρο, που μπορούν, όπως είδαμε στους μηχανισμούς του ονείρου, να αντικαθιστούν η μία την άλλη στη βάση τής ομοιότητας.
Είναι σαφές από την παραπάνω περιγραφή ότι η σημαίνουσα αλυσίδα του Lacan αναφέρεται στην παραγωγή νοήματος στο ασυνείδητο: γι' αυτόν η «γλώσσα» είναι πρώτα και κύρια οι γλωσσικής μορφής διεργασίες τού ασυνειδήτου.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 116-117, 117, 117-118, 118, 118-119, 121-122).