Εσπέρα έαρος: ήχος θαλάσσης
φύσημα φοινικικού ρυθμού.*
φύσημα φοινικικού ρυθμού.*
[...] Ο Foucault [ενν. στον τρίτο τόμο τής Histoire de la sexualité] θεωρεί ότι το κείμενο τού Αρτεμίδωρου παρουσιάζει ιδιαίτερο θεωρητικό ενδιαφέρον στο πλαίσιο μιας ιστορίας των ερωτικών ηθών τής αρχαιότητας. [...] επικεντρώνει την ανάλυσή του στην περιγραφή των σεξουαλικών επαφών στα όνειρα που παρουσιάζει ο Αρτεμίδωρος και τις συνδυάζει με το θετικό ή αρνητικό φορτίο που φέρουν: «κατά νόμον», «παρά νόμον» και «παρά φύσιν».
*
Οι αφηγηματολογικές προλήψεις: Τα όνειρα λειτουργούν προφητικά ως προς τα όσα μέλλουν να συμβούν στην αφήγηση, αποτελούν με τον τρόπο αυτό σχόλια στη γραμμικότητα τής αντίληψης τού χρόνου υπονομεύοντας τις συμβάσεις τού ρεαλισμού, χωρίς ωστόσο να τίς καταλύουν. Το όνειρο τής Αμέρσας, τής δεύτερης κόρης τής Φραγκογιαννούς, στη «Φόνισσα» [...]
όνειρα «ονειροσβέστες»: Όνειρα που υπηρετούν την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων, που καταλύουν το ονειρικό επίπεδο. [...] τής Κρουστάλλως, στον Ζητιάνο τού Ανδρέα Καρκαβίτσα [...]
όνειρα που προτείνουν το φανταστικό με όρους πραγματικού: Πρόκειται για εκείνα τα όνειρα που δημιουργούν έναν εναλλακτικό αφηγηματικό χώρο και κατασκευάζουν τον άλλο, την ετερότητα: καταλύουν τις ρεαλιστικές συμβάσεις, ανατρέπουν την αφηγηματική σειρά και προτείνουν το φανταστικό με όρους πραγματικού.
Υπάρχουν αρκετά όνειρα, ονειροπολήσεις καθώς και μια περίπτωση εγκοίμησης στα διηγήματα τού Γεωργίου Βιζυηνού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως π[ρος τη λειτουργία τού χρόνου και τη διαπλοκή τού ρεαλιστικού και τού φανταστικού στοιχείου τής αφήγησης έχουν τα όνειρα στο διήγημα «Το μόνον τής ζωή του ταξείδιον» [...].
*
[στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, «Υπό την βασιλικήν δρύν»:] Ο άνδρας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια εμπειρία που είχε όταν ήταν ένδεκα ετών παιδί με το δέντρο, το οποίο τον μάγευε και ήταν για αυτόν η ερωτική επιθυμία: «Μ' έθελγε, μ' εκήλει, μ' εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από τού υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω· να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα διά πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω».
Η επιθυμία αυτή εντεινόταν επειδή οι μεγάλοι δεν τον άφηναν να φύγει από κοντά τους για να πάει να αγκαλιάσει το δέντρο. Εντεινόταν επίσης επειδή την περιοχή όπου βρισκόταν η βασιλική δρυς την επισκέπτονταν στις γιορτές τής Άνοιξης [...].
Μέχρις ότου μια χρονιά (το 186...), Μεγάλο Σάββατο, μετά την Πρώτη Ανάσταση και πριν τελειώσει η λειτουργία, αφού την προηγουμένη νύχτα είχε ονειρευτεί τη δρύ «την θεσπεσίαν και υψηλήν...», ξεφεύγει για να την αναζητήσει, ελπίζοντας ότι η απουσία του θα περάσει απαρατήρητη, για [να] ασπασθεί την ερωμένη του, όμως μάς λέει ο ίδιος.
Καθ' οδόν χάνεται, αλλά ο όγκος τού δέντρου τον προσανατολίζει και τον καθοδηγεί· φθάνει «κατάκοπος, κάθιδρως και πνευστιών», κυλιέται στη χλόη, στις παπαρούνες και στα χαμολούλουδα και, επειδή δεν είχε κοιμηθεί καλά τη νύχτα, ονειρευόμενος τη δρύ, αποκοιμιέται κάτω από τον ίσκιο τού δέντρου και ονειρεύεται.
Το όνειρό του είναι η μεταμόρφωση τής δρυός σε γυναίκα, τής οποίας περιγράφει τα μέλη: «εύτορνοι κνήμαι, οσφύς, κοιλία, στέρνον, κόλποι γλαφυροί, κόμη πλουσία κόρης»· και το συμπέρασμα «δεν είναι δέντρον, είναι κόρη».
Το όνειρο όμως δεν τελειώνει με αυτή την ταύτιση. Πριν ξυπνήσει το παιδί, ακούει το δέντρο να τού ζητάει να μην το κόψουν γιατί η νύμφη που βρίσκεται σε αυτό δεν είναι αθάνατη, ζεί όσο η δρύς· διαφορετικά ακουσίως θα γίνει κακό.
Δύο είναι τα όνειρα στο κείμενο και σε κατοπτρική σχέση μεταξύ τους:
το όνειρο τής νύχτας, με θέμα το δέντρο, που οδηγεί στην έξαρση τής επιθυμίας και στην αναζήτηση τής επόμενης ημέρας· και
το όνειρο κάτω από τον ίσκιο τού δέντρου, με θέμα τη μεταμόρφωση τής δρυός σε γυναίκα, που συνιστά την εκπλήρωση τής επιθυμίας και την επιβεβαίωση τής παιδικής παντοδυναμίας.
Αυτή η παντοδυναμία θριαμβεύει άλλωστε όταν η οπτική γωνία τού παιδιού συμπίπτει με αυτήν τού ενηλίκου, μια και το τελευταίο μέρος τού δεύτερου ονείρου, η προειδοποίηση τής νύμφης, εκπληρώνεται με τον θάνατο τού ξυλοκόπου που έκοψε τη δρύ,
ενώ, παράλληλα, η ταύτιση δρυός και γυναικός εικονογραφεί την εγκυκλοπαιδική γνώση τής μυθολογίας: το παιδί είχε βιώσει αυτά που θα επιβεβαίωναν οι αναγνώσεις τού ενηλίκου.
*
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το όνειρο λειτουργεί στη λογοτεχνία πάντοτε εκ των υστέρων. Δηλαδή η σημασία του στην αφήγηση προσδιορίζεται από την εξέλιξη και την απόληξή της· ο αναγνώστης, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, αντιλαμβάνεται τη λειτουργία τού ονείρου στο λογοτεχνικό κείμενο ως διαδικασία επίρρωσης ή ανατροπής των αφηγηματικών συμβάσεων και όχι αναγκαστικά ως αυτοβιογραφική αναφορά·
επίσης, την αντιλαμβάνεται ως επέμβαση στη γραμμική λειτουργία τού χρόνου, ιδίως αν ο κυρίαρχος αφηγηματικός τρόπος είναι ο ρεαλιστικός.
Το όνειρο αποτελεί λοιπόν μια κατασκευή τού παρόντος για την αιτιολόγηση τής καταγωγής του χάρις στην οποία το υποθετικό παρελθόν μετατρέπεται σε σημείο αναφοράς.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 163, 202, 203, 203-204, 213, 214-215, 215-216).
-----
* Το motto δίστιχο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη από το ποίημα 'Χοροεσπερίς εν Λάρνακι τω 1895' από την συλλογή Δοκίμιν (έκδ. Άγρα, Αθήνα 2000, σ. 173).