Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

ψυχανάλυση και λογοτεχνία


Εσπέρα έαρος: ήχος θαλάσσης
φύσημα φοινικικού ρυθμού.*

[...] Ο Foucault [ενν. στον τρίτο τόμο τής Histoire de la sexualité] θεωρεί ότι το κείμενο τού Αρτεμίδωρου παρουσιάζει ιδιαίτερο θεωρητικό ενδιαφέρον στο πλαίσιο μιας ιστορίας των ερωτικών ηθών τής αρχαιότητας. [...] επικεντρώνει την ανάλυσή του στην περιγραφή των σεξουαλικών επαφών στα όνειρα που παρουσιάζει ο Αρτεμίδωρος και τις συνδυάζει με το θετικό ή αρνητικό φορτίο που φέρουν: «κατά νόμον», «παρά νόμον» και «παρά φύσιν».

*

Οι αφηγηματολογικές προλήψεις: Τα όνειρα λειτουργούν προφητικά ως προς τα όσα μέλλουν να συμβούν στην αφήγηση, αποτελούν με τον τρόπο αυτό σχόλια στη γραμμικότητα τής αντίληψης τού χρόνου υπονομεύοντας τις συμβάσεις τού ρεαλισμού, χωρίς ωστόσο να τίς καταλύουν. Το όνειρο τής Αμέρσας, τής δεύτερης κόρης τής Φραγκογιαννούς, στη «Φόνισσα» [...]

όνειρα «ονειροσβέστες»: Όνειρα που υπηρετούν την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων, που καταλύουν το ονειρικό επίπεδο. [...] τής Κρουστάλλως, στον Ζητιάνο τού Ανδρέα Καρκαβίτσα [...]

όνειρα που προτείνουν το φανταστικό με όρους πραγματικού: Πρόκειται για εκείνα τα όνειρα που δημιουργούν έναν εναλλακτικό αφηγηματικό χώρο και κατασκευάζουν τον άλλο, την ετερότητα: καταλύουν τις ρεαλιστικές συμβάσεις, ανατρέπουν την αφηγηματική σειρά και προτείνουν το φανταστικό με όρους πραγματικού.

Υπάρχουν αρκετά όνειρα, ονειροπολήσεις καθώς και μια περίπτωση εγκοίμησης στα διηγήματα τού Γεωργίου Βιζυηνού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως π[ρος τη λειτουργία τού χρόνου και τη διαπλοκή τού ρεαλιστικού και τού φανταστικού στοιχείου τής αφήγησης έχουν τα όνειρα στο διήγημα «Το μόνον τής ζωή του ταξείδιον» [...].

*

[στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, «Υπό την βασιλικήν δρύν»:] Ο άνδρας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια εμπειρία που είχε όταν ήταν ένδεκα ετών παιδί με το δέντρο, το οποίο τον μάγευε και ήταν για αυτόν η ερωτική επιθυμία: «Μ' έθελγε, μ' εκήλει, μ' εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από τού υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω· να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα διά πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω».

Η επιθυμία αυτή εντεινόταν επειδή οι μεγάλοι δεν τον άφηναν να φύγει από κοντά τους για να πάει να αγκαλιάσει το δέντρο. Εντεινόταν επίσης επειδή την περιοχή όπου βρισκόταν η βασιλική δρυς την επισκέπτονταν στις γιορτές τής Άνοιξης [...].

Μέχρις ότου μια χρονιά (το 186...), Μεγάλο Σάββατο, μετά την Πρώτη Ανάσταση και πριν τελειώσει η λειτουργία, αφού την προηγουμένη νύχτα είχε ονειρευτεί τη δρύ «την θεσπεσίαν και υψηλήν...», ξεφεύγει για να την αναζητήσει, ελπίζοντας ότι η απουσία του θα περάσει απαρατήρητη, για [να] ασπασθεί την ερωμένη του, όμως μάς λέει ο ίδιος.

Καθ' οδόν χάνεται, αλλά ο όγκος τού δέντρου τον προσανατολίζει και τον καθοδηγεί· φθάνει «κατάκοπος, κάθιδρως και πνευστιών», κυλιέται στη χλόη, στις παπαρούνες και στα χαμολούλουδα και, επειδή δεν είχε κοιμηθεί καλά τη νύχτα, ονειρευόμενος τη δρύ, αποκοιμιέται κάτω από τον ίσκιο τού δέντρου και ονειρεύεται.

Το όνειρό του είναι η μεταμόρφωση τής δρυός σε γυναίκα, τής οποίας περιγράφει τα μέλη: «εύτορνοι κνήμαι, οσφύς, κοιλία, στέρνον, κόλποι γλαφυροί, κόμη πλουσία κόρης»· και το συμπέρασμα «δεν είναι δέντρον, είναι κόρη».

Το όνειρο όμως δεν τελειώνει με αυτή την ταύτιση. Πριν ξυπνήσει το παιδί, ακούει το δέντρο να τού ζητάει να μην το κόψουν γιατί η νύμφη που βρίσκεται σε αυτό δεν είναι αθάνατη, ζεί όσο η δρύς· διαφορετικά ακουσίως θα γίνει κακό.

Δύο είναι τα όνειρα στο κείμενο και σε κατοπτρική σχέση μεταξύ τους:

το όνειρο τής νύχτας, με θέμα το δέντρο, που οδηγεί στην έξαρση τής επιθυμίας και στην αναζήτηση τής επόμενης ημέρας· και

το όνειρο κάτω από τον ίσκιο τού δέντρου, με θέμα τη μεταμόρφωση τής δρυός σε γυναίκα, που συνιστά την εκπλήρωση τής επιθυμίας και την επιβεβαίωση τής παιδικής παντοδυναμίας.

Αυτή η παντοδυναμία θριαμβεύει άλλωστε όταν η οπτική γωνία τού παιδιού συμπίπτει με αυτήν τού ενηλίκου, μια και το τελευταίο μέρος τού δεύτερου ονείρου, η προειδοποίηση τής νύμφης, εκπληρώνεται με τον θάνατο τού ξυλοκόπου που έκοψε τη δρύ,

ενώ, παράλληλα, η ταύτιση δρυός και γυναικός εικονογραφεί την εγκυκλοπαιδική γνώση τής μυθολογίας: το παιδί είχε βιώσει αυτά που θα επιβεβαίωναν οι αναγνώσεις τού ενηλίκου.

*

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το όνειρο λειτουργεί στη λογοτεχνία πάντοτε εκ των υστέρων. Δηλαδή η σημασία του στην αφήγηση προσδιορίζεται από την εξέλιξη και την απόληξή της· ο αναγνώστης, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, αντιλαμβάνεται τη λειτουργία τού ονείρου στο λογοτεχνικό κείμενο ως διαδικασία επίρρωσης ή ανατροπής των αφηγηματικών συμβάσεων και όχι αναγκαστικά ως αυτοβιογραφική αναφορά·

επίσης, την αντιλαμβάνεται ως επέμβαση στη γραμμική λειτουργία τού χρόνου, ιδίως αν ο κυρίαρχος αφηγηματικός τρόπος είναι ο ρεαλιστικός.

Το όνειρο αποτελεί λοιπόν μια κατασκευή τού παρόντος για την αιτιολόγηση τής καταγωγής του χάρις στην οποία το υποθετικό παρελθόν μετατρέπεται σε σημείο αναφοράς.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 163, 202, 203, 203-204, 213, 214-215, 215-216).

-----
* Το motto δίστιχο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη από το ποίημα 'Χοροεσπερίς εν Λάρνακι τω 1895' από την συλλογή Δοκίμιν (έκδ. Άγρα, Αθήνα 2000, σ. 173).


Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

και η αξία τού ονείρου;


«η εκτίμηση [....] των αρχαίων λαών προς το όνειρο
είναι θεμελιωμένη σε μια σωστή ψυχολογική διαίσθηση
και εκφράζει το σεβασμό τους για το αδάμαστο και ακατάλυτο
στην ανθρώπινη ψυχή, το 'δαιμονικό', που παράγει την ονειρική επιθυμία
και που το ξαναβρίσκουμε να λειτουργεί στο ασυνείδητό μας»*

[...] ας σταθούμε στην καταληκτική παράγραφο τής Ερμηνείας των ονείρων και στη θέση που διατυπώνει σε αυτήν ο Φρόυντ: «Και η αξία τού ονείρου για τη γνώση τού μέλλοντος; Γι' αυτό φυσικά δεν μπορεί να γίνει λόγος. Αντ' αυτού θα θέλαμε να πούμε: για τη γνώση τού παρελθόντος. Διότι από κάθε άποψη το όνειρο προέρχεται από το παρελθόν. Βέβαια και η παλαιά δοξασία, ότι το όνειρο μάς δείχνει το μέλλον, μπορεί να έχει μια δόση αλήθειας.

Καθώς το όνειρο μάς παρουσιάζει μια επιθυμία ως εκπληρωμένη, μάς οδηγεί οπωσδήποτε στο μέλλον· αλλά αυτό το μέλλον, το οποίο ο ονειρευόμενος εκλαμβάνει ως παρόν, είναι διαμορφωμένο από την ακατάλυτη επιθυμία του ως ακριβές ομοίωμα τού παρελθόντος».

*

Το κοινό σημείο λοιπόν τής ονειροκριτικής θεωρίας τού Αρτεμίδωρου και τής ψυχαναλυτικής θεωρίας τού Φρόυντ είναι ότι χρησιμοποιούν την ομοιότητα για να συνδέσουν το όνειρο, που αποτελεί έκφραση τού ανθρώπου στον κόσμο τού ύπνου, με τις πράξεις που τον εκφράζουν στον κόσμο τής εγρήγορσης, εστιάζοντας ο μεν στο μέλλον, στο οποίο προβάλλεται το παρελθόν, και ο δε στο παρελθόν, το οποίο επικαθορίζει το μέλλον.

Με τον τρόπο αυτό αναλογίζονται τη σχέση παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος και προτείνουν μια μη γραμμική λειτουργία τού χρόνου. Αυτό και στους δύο επιτυγχάνεται με τον αναλογικό τρόπο σκέψης, ο οποίος συνδυάζεται με το κεκτημένο -ανάλογα με την εποχή τού καθενός- τής εμπειρικής παρατήρησης: «τήρησις» για τον πρώτο, θετικές επιστήμες για τον δεύτερο.

*

[...] ο αναλογικός τρόπος σκέψης θεωρητικοποιείται με την αριστοτελική έννοια τής μεταφοράς. [...] Αντίστοιχα χαρακτηριστικά με τη μεταφορά έχουν δύο φροϋδικές έννοιες, οι οποίες δεν είναι πάντοτε εύκολο να διαχωριστούν, η ερμηνεία (Deutung) και η κατασκευή (Konstruktion).

*

Σύμφωνα με τον Φρόυντ, ό,τι απουσιάζει είναι εξίσου σημαντικό με ό,τι ανευρίσκεται ή αναφέρεται, αυτό που ο αρχαιολόγος ή ο ψυχαναλυτής συνάγει είναι εξίσου σημαντικό με αυτό που βλέπει ή ακούει.

Ο Φρόυντ υποστηρίζει «ότι η αναλυτική εργασία αποτελείται από δύο εντελώς διαφορετικά μέρη, ότι εκτελείται σε δύο χωριστές σκηνές και γίνεται από δύο ανθρώπους, ο καθένας από τούς οποίους έχει άλλη αποστολή. [...] ο αναλυόμενος πρέπει να οδηγηθεί ώστε να ξαναθυμηθεί κάτι που έζησε και απώθησε [...]. Ο αναλυτής δεν έζησε ούτε απώθησε τίποτε από τα ζητούμενα, δεν μπορεί να είναι δουλειά του να θυμηθεί κάτι.

Ποιά είναι λοιπόν η αποστολή του; Πρέπει να μαντέψει το ξεχασμένο υλικό από τα σημάδια που άφησε πίσω του ή, πιο σωστά, να το κατασκευάσει. Η εργασία του [...] έχει πολλά κοινά σημεία με τη δουλειά τού αρχαιολόγου που ανασκάπτει έναν κατεστραμμένο και θαμμένο οικισμό, ή ένα κτήριο τού παρελθόντος».

Η θέση αυτή του Φρόυντ καθιστά σαφές ότι τα δύο μέρη τής ψυχαναλυτικής διαδικασίας έχουν μια σχέση με το παρελθόν, σύμφωνα με την οποία το ένα (ο αναλυόμενος) επιχειρεί, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, να θυμηθεί, και το άλλο (ο αναλυτής) να κατασκευάσει και να παραστήσει μια αφήγηση που αφορά το παρελθόν και βασίζεται στις αναμνήσεις και στην απουσία αναμνήσεων.

*

Ο Φρόυντ τονίζει ότι η σύγχρονη προσέγγιση πρέπει να ακολουθήσει τα βήματα των ερμηνευτών ονείρων τής αρχαιότητας, κατά τη διάρκεια τής οποίας υπήρχαν δύο μέθοδοι για την ανακάλυψη τού νοήματος των ονείρων: η συμβολική, οι ερμηνείες τής οποίας ήταν κατ' ουσίαν αυθαίρετες, και η κρυπτογραφική, η οποία «μεταχειρίζεται το όνειρο ως ένα είδος κρυπτογραφίας, όπου κάθε σημείο μεταφράζεται σύμφωνα με σταθερά προκαθορισμένο κλειδί σε άλλο σημείο με γνωστή σημασία».

[...] Το πρόβλημα με την κρυπτογραφική μέθοδο, κατά τον Φρόυντ, ήταν ότι η αξιοπιστία τού κλειδιού δεν ήταν εγγυημένη και ότι το κλειδί δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στο όνειρο ως σύνολο, αλά μόνο σε μεμονωμένα στοιχεία του.

Η δική του τεχνική διαφέρει σε ένα ουσιώδες σημείο από την αρχαία μέθοδο, επειδή, όπως γράφει, αναθέτει το έργο τής ερμηνείας στον ίδιο τον ονειρευόμενο.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 152-153, 154, 155 157-158, 160-161, 161). Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 160).

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

και το έργο τέχνης


Στα κείμενά του για την τέχνη ο Φρόυντ διαμορφώνει μια θεωρία η οποία στόχο έχει να υπογραμμίσει τις αναλογίες μεταξύ τής λογοτεχνικής δημιουργίας και τής καθημερινής εμπειρίας.

Οι αναλογίες αυτές εδράζονται στη θεωρία τής μετουσίωσης, στις παρατηρήσεις για το παιδικό παιχνίδι και στην εκπλήρωση τής μεταμφιεσμένης επιθυμίας, όπως περιγράφεται στη θεωρία τού ονείρου.

Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι προσεγγίζει το έργο τέχνης και το λογοτεχνικό κείμενο από δύο πλευρές: από αυτήν τής δημιουργίας (ή, σύμφωνα με έναν άλλο κώδικα, τής παραγωγής) του και από αυτήν τής πρόσληψηςκατανάλωσής) του.

*

Βασική του θέση είναι ότι ο άνθρωπος ουδέποτε απαρνείται κάτι που τού προσφέρει απόλαυση, απλώς υποκαθιστά μια μορφή απόλαυσης με μιαν άλλη. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ότι περνάει κανείς από το παιχνίδι στη φαντασίωση, ότι δηλαδή οι φαντασιώσεις των ενηλίκων θα έμοιαζαν με το παιδικό παιχνίδι αν είχαν τη δυνατότητα να συνδεθούν με την πραγματικότητα των άλλων·

όμως δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, μια και δεν παίρνουν ποτέ μια μορφή ανακοινώσιμη και παραμένουν απόλυτα ιδιωτικές. Με μια εξαίρεση, τις φαντασιώσεις εκείνες που παίρνουν τη μιρφή μιας γραπτής μυθοπλαστικής αφήγησης, ενός μυθιστορήματος με την ευρύτερη δυνατή σημασία τού όρου.

Κατά συνέπεια, ο Φρόυντ διακρίνει ανάμεσα στη δημιουργική γραφή και στη φαντασίωση με κριτήριο την προσθήκη, το πλεόνασμα, τής μορφής· με άλλα λόγια, με κριτήριο κάποια μορφή αισθητικής, η οποία καθιστά το προϊόν τής φαντασίωσης λογοτεχνικό κείμενο, το «αισθητικοποιεί», το «κοινωνικοποεί» και τού προσδίδει μια σχέση με την εκτός αυτού πραγματικότητα.

*

Το σύντομο αυτό κείμενο [ενν. «Ο ποιητής και η φαντασίωση» (1908)] έχει καταστατική σημασία στη σύνδεση τής φροϋδικής θεωρίας για τα όνειρα με αυτήν για την λογοτεχνία. 'Οπως τονίζει ο Paul Ricoeur,

πρώτον, εισάγει την έννοια τού παιχνιδιού, το οποίο, όπως ο ίδιος ο Φρόυντ θα αναπτύξει στο Πέραν τής αρχής τής ηδονής, σημαίνει τον έλεγχο τής απουσίας, έναν έλεγχο που διαφέρει από την παραισθητική εκπλήρωση επιθυμιών·

δεύτερον, επειδή ακριβώς δεν διεισδύει στα εσώτερα τής καλλιτεχνικής δημιουργίας, σχολιάζει την απόλαυση που αυτή προσφέρει και την τεχνική που υιοθετεί για την επεξεργασία των φαντασιώσεων:

ο συγγραφέας αφενός απαλύνει τον εγωιστικό χαρακτήρα των φαντασιώσεων με αλλαγές και αποκρύψεις και αφετέρου δωροδοκεί τον αναγνώστη με την αισθητική απόλαυση που προσφέρει η γραπτή μορφή τους, με ένα είδος «προκαταρκτικής απόλαυσης» (Vorlust), που υπόσχεται και προοιωνίζεται μεγαλύτερη απόλαυση από «βαθύτερες πηγές τής ψυχής».

*

[...] εδώ έγκειται η σημασία τής θεωρίας τής μετουσίωσης και των απόψεων για το παιδικό παιχνίδι, που επιτρέπουν στον ψυχαναλυτικό λόγο:

πρώτον, να υπογραμμίσει τη σημασία τής πρόσληψης τού έργου τέχνης και τού λογοτεχνικού κειμένου·

δεύτερον, να καταδείξει τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στην καλλιτεχνική ή τη λογοτεχνική παραγωγή και την καθημερινότητα·

τρίτον, να προχωρήσει στη μελέτη των καθημερινών και κοινών σε όλους φαινομένων, όπως τού ονείρου, τής φαντασίωσης, τού παιδικού παιχνιδιού, μέσω τής γνώσης που παρέχει η λογοτεχνία και η τέχνη.

[...] Η μετατροπή των ενορμήσεων σε κοινωνικά καταξιωμένες συνδέεται με την εκπλήρωση των μεταμφιεσμένων με βάση τους μηχανισμούς του ονείρου επιθυμιών·

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 139-140, 143-144, 144-145, 146, 146-147).

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

έτι περί της απώλειας αλλά και περί της αναλογίας


[...] Όπως τονίζει εξάλλου σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ο Jacques Lacan, «το ανθρώπινο αντικείμενο πάντοτε καθορίζεται με τη διαμεσολάβηση μιας πρώτης απώλειας. Δεν συμβαίνει τίποτε το εποικοδομητικό στον άνθρωπο παρά μόνο μέσω τής απώλειας ενός αντικειμένου».

Η έννοια τής απώλειας αποτελεί, επομένως, καταστατική συνθήκη τόσο τού περί ονείρου λόγου όσο και κάθε ερμηνευτικής διαδικασίας.

Η απώλεια και το αχρονικό συνδυάζονται με την αναλογία που χαρακτηρίζει τον περί ονείρου λόγο, βάσει τής οποίας συνδέονται τα διαφορετικά επίπεδα με γνώμονα την ομοιότητα.

*

Συγκεκριμένα, με την αναλογία συγκρίνονται:

1) το εικονικό σύστημα (δηλαδή οι ονειρικές εικόνες που βλέπει κάποιος όταν κοιμάται) προς το σύστημα τού λόγου (αυτό τής πρώτης αφήγησης τού ονείρου)·

2) το έκδηλο περιεχόμενο τού ονείρου προς το λανθάνον, όπως αυτό θα προκύψει μετά τη διαδικασία τής ψυχαναλυτικής ερμηνείας·

3) οι ονειρικές εμπειρίες, οι οποίες προέρχονται από τη συγκεκριμένη ζωή τού ονειρευομένου, προς τα συστήματα περί των ονειρικών εμπειριών, τα οποία στόχο έχουν να τίς ταξινομήσουν και να δομήσουν μια θεωρία για αυτές [...].

*

Η ομοιότητα ως διαδικασία που συμβάλλει στην ερμηνεία των ονείρων αποτελεί σημαντικό στοιχείο στον Αρτεμίδωρο, επειδή τού επιτρέπει να κινείται από το παρελθόν προς το παρόν και το μέλλον.

Η απώλεια χαρακτηρίζει και το όνειρο, το οποίο σημαίνει τόσο τις εικόνες που κάποιος βλέπει στον ύπνο του, όσο και την αφήγηση που συντίθεται βάσει αυτών των εικόνων.

Το όνειρο και η ανάλυσή του αποτελεί πρότυπο τής ψυχαναλυτικής ερμηνείας, επειδή αποτελεί τη διά τού λόγου αναδιάταξη ενός εικονικού κειμένου.

Η μετάβαση από το εικονικό στο αφηγηματικό κείμενο πραγματοποιείται με τη δευτερογενή επεξεργασία και την ερμηνεία τής εικονικής εμπειρίας και τών συναισθημάτων που έφερε στην επιφάνεια.

Το όνειρο λοιπόν είναι ένα φαινόμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με την διαδικασία τού ερμηνεύειν, μια και η αφήγησή του δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κατασκευή που βασίζεται στην ονειρική εμπειρία.

Η ερμηνεία επεξεργάζεται τις αναμνήσεις, ενώ η κατασκευή συμπληρώνει τα κενά· και οι δύο έχουν ένα ρόλο δημιουργικό.

*

ειδή τού επιτρέπει να κινείται από το παρελθόν προς το παρόν και το μέλλον.

Η ομοιότητα έχει και για τον Φρόυντ μεγάλη σημασία, επειδή το ασυνείδητο δεν διέπεται από τους κανόνες τής χρονικής ακολουθίας τού συνειδητού και, κατά συνέπεια, το παρόν δομείται κατ' αναλογίαν τού παρελθόντος.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 132, 133, 133-134, 150-151).

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

ψυχαναλυτικές έννοιες ανάλυσης του ονειρικού φαινομένου


[...] η εκ παραλλήλου ανάγνωση των κειμένων του Αρτεμίδωρου και του Φρόυντ θα πραγματοποιηθεί με άξονα τρεις έννοιες:

πρώτον, την ψυχαναλυτική έννοια τής απώλειας (Verlust) και το πώς συνδέεται με την ψυχαναλυτική έννοια τού αντικειμένου (Objekt), μέσω τής οποίας μπορούμε να οδηγηθούμε στη διάκριση εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας·

δεύτερον, την έννοια τού χρόνου, διότι και οι δύο θεωρίες θεματοποιούν τη χρονική διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία τού εικονικού περιεχομένου τού ονείρου και την αφήγησή του και προβάλλουν το όνειρο σε διαφορετικές χρονικότητες, ο Φρόυντ στο παρελθόν και ο Αρτεμίδωρος στο μέλλον· και

τρίτον, την έννοια τής αναλογίας μεταξύ τού ονειρικού κόσμου, προϊόντος τού ύπνου, και τού κόσμου τής εν εγρηγόρσει ζωής και, κατά συνέπεια, την αναλογική σχέση που χρησιμοποιεί τις ονειρικές εικόνες και την ονειρική αφήγηση.

*

Η ενασχόληση με την απώλεια και τη λειτουργία τού χρόνου επιβάλλει την ανάλυση δύο ψυχαναλυτικών εννοιών απαραίτητων για την εμβάθυνση στο ονειρικό φαινόμενο:

τής φροϋδικής εκ των υστέρων (θεώρησης), η οποία εστιάζει στη χρονικότητα,

και τής μεταγενέστερης, που έχει προταθεί από τον D.W. Winnicott (1951), τού μεταβατικού αντικειμένου και των μεταβατικών φαινομένων, η οποία εστιάζει στην απώλεια.

Οι έννοιες αυτές συμβάλλουν στο να αναλυθεί το ονειρικό φαινόμενο σε σχέση με τις κεντρικής σημασίας ψυχαναλυτικές έννοιες τής ερμηνείας και τής κατασκευής και, σε συνδυασμό με την έννοια τής μεταφοράς, να επανεξετασθεί η έννοια τής αναλογίας.
*

Η εκ των υστέρων θεώρηση αποτελεί δείκτη τών απόψεων τού Φρόυντ για τη χρονική διάσταση και την αιτιοκρατία στην ψυχική ζωή. Δηλώνει την αναψηλάφηση τών εμπειριών, τών εντυπώσεων και τών μνημονικών ιχνών σε μια μεταγενέστερη στιγμή, σε συνδυασμό με τις νέες εμπειρίες τού υποκειμένου όταν αυτό έχει φτάσει σε ένα νέο επίπεδο ανάπτυξης. Το υλικό που αναψηλαφείται νοηματοδοτείται εκ νέου και αποκτά νέα δυναμική στο πώς επιδρά στον ψυχισμό.

[...] Μπορεί λοιπόν να χαρακτηρίσει κανείς και ως κέρδος και ως απώλεια τον χρόνο, μια και αφενός έδωσε τη δυνατότητα τής εκ των υστέρων θεώρησης και νοηματοδότησης -δηλαδή πριμοδότησε τη λειτουργία τού λόγου- και
αφετέρου πρόκειται για χρόνο που χάθηκε στον πεπερασμένο ανθρώπινο βίο.

*

Ο όρος μεταβατικό αντικείμενο προσδιορίζει κατ' αρχάς ένα υλικό αντικείμενο ιδιαίτερης αξίας για το βρέφος ή το μικρό παιδί που χρησιμοποιείται κυρίως όταν επέρχεται ο ύπνος (π.χ. την άκρη τής κουβέρτας). Προσδιορίζει όμως επίσης και τη διαδικασία μετάβασης από το στήθος ή την αγκαλιά τής μητέρας ή τροφού, την οποία το βρέφος αντιλαμβάνεται ως προέκταση τού εαυτού του, ως αυτόματη ανταπόκριση στις ανάγκες του, σε ένα εξωτερικό αντικείμενο.

[...] Το μεταβατικό αντικείμενο συμβολίζει μεν ένα μερικό αντικείμενο, όπως το στήθος, ταυτόχρονα όμως δεν είναι αυτό το αντικείμενο· «το ότι δεν είναι το στήθος -ή η μητέρα- είναι το ίδιο σημαντικό όσο το ότι συμβολίζει το στήθος -ή τη μητέρα» [Winnicott].

Ο Winnicott θεωρητικοποιεί την έννοια αυτή για να δείξει ότι εκτός από τον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο υπάρχει και μια ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στους δύο, ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό, η οποία είναι μια περιοχή εμπειρίας που αλλάζει μεν με το χρόνο, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί:

θα τη χαρακτηρίζαμε ως περιοχή μιας αυταπάτης (illusion) που έχει μια δεδομένη χρονική διάρκεια.

Η αυταπάτη αυτή συγχωρείται εν γένει στο παιδί, λόγω τής ιδιαιτερότητας τού παιδικού παιχνιδιού, αλλά και στους ενηλίκους στο χώρο τής ονειροπλασίας, τής τέχνης, τής λογοτεχνίας, τής θρησκείας κ.τ.λ.

Η μοίρα τού μεταβατικού αντικειμένου είναι «σταδιακά να αποεπενδυθεί συναισθηματικά» και σε αυτό διαφέρει από τα άλλα αντικείμενα, τα οποία είτε εσωτερικεύονται είτε απωθούνται. Το μεταβατικό αντικείμενο «δεν λησμονείται και δεν πενθείται», αλλά χάνει το νόημά του και διαχέεται σε μια σειρά από μεταβατικά φαινόμενα που καταλαμβάνουν «την ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στην 'εσωτερική ψυχική πραγματικότητα' και 'τον εξωτερικό κόσμο όπως τον αντιλαμβάνονται από κοινού δύο άτομα', διαχέεται δηλαδή στο πεδίο του πολιτισμού (culture)».

*

[...] Μπορούμε λοιπόν να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο στην έννοια τού μεταβατικού αντικειμένου και τού μεταβατικού φαινομένου συνδυάζεται η έννοια τής διατήρησης -τής μη απώλειας- τού αντικειμένου με την απώλειά του ως υλικού αντικειμένου. Το κλειδί είναι η έννοια τής αυταπάτης [...].

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 124, 125, 125-126, 127, 128, 128-129, 130).

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

μεταφορά και μετωνυμία: ο γλωσσολογικός δεσμός


Οι μηχανισμοί τής εργασίας τού ονείρου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί τονίζουν τη γλωσσική διάσταση τών ασυνείδητων διαδικασιών και γιατί σχολιάζουν ένα γλωσσικό κείμενο (το αφηγημένο όνειρο) που κατεξοχήν χαρακτηρίζεται από πολυσημία.

Στο θέμα αυτό [...] σημαντικότατη είναι η συμβολή του Roman Jacobson και του Jacques Lacan.

*

Ο Roman Jacobson, ξεκινώντας από τη διάκριση του Saussure σε συνειρμικές (in absentia) και συνταγματικές (in praesentia) σχέσεις της γλώσσας [Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, 162-166], ορίζει την επιλογή και τον συνδυασμό ως τούς δύο τρόπους διάταξης των γλωσσικών σημείων που αντιστοιχούν στις σχέσεις αυτές, για να θεματοποιήσει στη συνέχεια τούς δύο πόλους τών αφασικών διαταραχών:

στο ένα άκρο βρίσκεται η διαταραχή τής ομοιότητας (αφορά την επιλογή και επιδρά στις συνειρμικές ή παραδειγματικές σχέσεις) και

στο άλλο η διαταραχή τής συνάφειας (αφορά τον συνδυασμό και επιδρά στις συνταγματικές σχέσεις).

Περαιτέρω, θεωρητικοποιεί τις δύο αυτές σημαντικές και αντιτιθέμενες διαστάσεις τής γλωσσικής δομής με όρους ρητορικούς: το σχήμα τής μετωνυμίας, που συνδέει τα στοιχεία τής γλώσσας βάσει τής συνάφειας, είναι κατ' ουσία συνταγματικό, διότι τα δύο στοιχεία συνυπάρχουν,

ενώ η μεταφορά είναι η αντικατάσταση ενός πράγματος από κάποιο άλλο, και επομένως παραδειγματική.

*

Ειδικότερα, οι σχέσεις ανάμεσα στα σημαίνοντα που σχηματίζουν την αλυσίδα τών σημαινόντων είναι όλες είτε μετωνυμικές είτε μεταφορικές, με τη διευρυμένη έννοια που ο Jacobson έχει δώσει σε αυτούς τούς όρους.

Δηλαδή η αλυσίδα είτε κινείται συνταγματικά από ένα σημαίνον σε ένα άλλο συναφές (μετωνυμία), είτε λειτουργεί παραδειγματικά, βάζοντας ένα σημαίνον στη θέση ενός άλλου (μεταφορά).

Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η κίνηση χαρακτηρίζει τη μετωνυμία, ενώ η υποκατάσταση τη μεταφορά.

[...] Ο Jacobson συγκρίνει αφενός τον άξονα τής μεταφοράς με τις ψυχαναλυτικές έννοιες τής συμπύκνωσης και τού συμβολισμού, και αφετέρου τον άξονα τής μετωνυμίας με την ψυχαναλυτική έννοια τής μετάθεσης.

*

Ο Jacobson με την ανάλυσή του παρέχει στον Lacan δύο βασικά μεθοδολογικά εργαλεία από τη δομική γλωσσολογία, τον συνταγματικό και τον παραδειγματικό άξονα, και μια αναλογία ως προς την προσέγγιση τής ρητορικής, αυτή τής μετωνυμίας και τής μεταφοράς.

Πέραν αυτών, ο Lacan, στην ανάγνωση που επιχειρεί σε ένα κείμενό του τού 1957 [...] έχει υιοθετήσει μια θέση από τη θεωρία τού Saussure για το σημείο: την άποψη ότι το σημαινόμενο (signifié), όπως υποδηλώνει και το όνομά του, είναι απλώς αυτό το οποίο σημαίνεται και δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το σημαίνον (signifiant) του· ότι δηλαδή η γλώσσα δεν τοποθετεί ετικέτες σε μια σειρά προκαθορισμένων διακριτών οντοτήτων, αλλά διαιρεί ένα αδιαφοροποίητο πεδίο αντίληψης, εμπειρίας κ.τ.λ., με τη μορφή των αρθρώσεων που εισάγονται από τα σημεία [Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, 99-101].

Ενώ όμως η θέση τού Saussure είναι ότι υφίσταται η ένωση του σημαίνοντος και τού σημαινομένου στο σημείο -τα συγκρίνει με τις δύο όψεις μιας κόλλας χαρτιού- ο Lacan τονίζει τον χωρισμό τους.

*

[...] Ο Lacan δεν αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις συνδυάζονται συντακτικά για να σχηματίσουν μια πρόταση, αλλά στον συνειρμό και την ερμηνεία, με την έννοια ότι το νόημα μιας λέξης δεν είναι παρά μία ακόμη λέξη, που κι αυτής μπορούμε να αναζητήσουμε το νόημα: όπως συμβαίνει με έναν ορισμό του λεξικού, στον οποίο μπορούμε να αναζητούμε επ' άπειρον τη σημασία·

ή όπως οι εικόνες σε ένα όνειρο, που μπορούν, όπως είδαμε στους μηχανισμούς του ονείρου, να αντικαθιστούν η μία την άλλη στη βάση τής ομοιότητας.

Είναι σαφές από την παραπάνω περιγραφή ότι η σημαίνουσα αλυσίδα του Lacan αναφέρεται στην παραγωγή νοήματος στο ασυνείδητο: γι' αυτόν η «γλώσσα» είναι πρώτα και κύρια οι γλωσσικής μορφής διεργασίες τού ασυνειδήτου.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 116-117, 117, 117-118, 118, 118-119, 121-122).