'Αγνωστε, αν στο πέρασμά σου με συναντήσεις
και θελήσεις να μού μιλήσεις,
γιατί να μην το κάνεις;
Και γιατί να μην σού μιλήσω εγώ; *
και θελήσεις να μού μιλήσεις,
γιατί να μην το κάνεις;
Και γιατί να μην σού μιλήσω εγώ; *
Η προσευχή ως έργο της κοινότητος των πιστών αποτελούσε στοιχείο του μυστηρίου της Ευχαριστίας. 'Ομως με τον Κλήμεντα και τον Ωριγένη πρόβαλε μία διαφορετική εκδοχή της προσευχής, συνδεόμενη με το αίτημα της θεώσεως. Τον δρόμο αυτό θα βαδίσουν οι Καππαδόκες και θα στερεώση ο Ευάγριος μεθοδεύοντας συγκροτημένα την σύνολη ασκητική πρακτική και ορίζοντας την προσευχή ως ομιλία του νου προς τον Θεό. Αφ' ης στιγμής δεν επικοινωνεί ο άνθρωπος αλλά ο νους του με τον Θεό, απαιτείται καθαρότητα από τις παραστάσεις των αισθήσεων και απάθεια, η οποία ικανώνει την αγάπη προς το θείο να αρπάξη αναγωγικά τον νου στα ύψη της θεωρίας. Η ευαγριανή προσευχή παρέμεινε κατευθυντήρια για την ανατολική ησυχαστική παράδοσι και μαζί της αδιόρατα η νεοπλατωνική «θεωρία», που ο Πλωτίνος αντιπαραθέτει επίσης στην «αίσθησιν» (πρβλ. Ι 1, 7, 14) και σχετίζεται με το ηγεμονικό, τον θείο και απαθή νου της ψυχής, ο οποίος ευρισκόμενος στο σώμα εξακολουθεί να συνδέεται με τον Νου ως Δευτέρα υπόστασι και στραμμένος έτσι προς τα μέσα του να μένη στα πάθη απρόσβλητος, αφού μηδείς προς αυτόν γεγοήτευται (πρβλ. σχετικά τις παραγρ. 40-44 του Περί ψυχής αποριών Β', όπου και η εξήγησι των αποτελεσμάτων της προσευχής στα πλαίσια της κοσμικής συμπαθείας). 'Οσο η κίνησι της όλης ψυχής είναι καθοδική, τόσο εξατομικεύεται∙ όσο οι ψυχές ανεβαίνουν προς τον Νου για να ενωθούν μαζί του, τόσο η ατομικότητά τους σβήνει. Το νιρβανικό αυτό στοιχείο θα παρακάμψη κατά κάποιον τρόπο η χριστιανική σωτηριολογία υπογραμμίζοντας την εργασία της προσευχής, που οδηγεί τον ασκητή στην θέα του εσωτερικού φωτός και διασώζει ως αντοψία με τον Θεό την προσωπικότητά του. «Κατά κάποιον τρόπο», διότι αφ' ης στιγμής ο Χριστός φανερώνεται στον καθαρό από φαντασίες νου του ησυχαστή αλλά όχι στην εικόνα του κόσμου, η δε ψυχή πρέπει να τον αναγνωρίζη μόνο στον αγγελικό της εαυτό, τίποτε δεν εγγυάται πως η προσευχή ελευθερώνει το υποκείμενό της από την συνθήκη του ομαδισμού και τις δουλείες της συμπαγούς του ομοιογένειας. Εκτός κόσμου και παθών ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος το 'Ολον να καταπίνη την ξεχωριστή συνείδησι και να αφανίζη ως αμαρτία ό,τι έχει να κάνη με την σφαίρα του Εγώ, το οποίο ούτε ο εαυτός του μπορεί να είναι πια, ούτε ένα Εσύ. Αρνούμενη να αναπαράγη τον ληξιπρόθεσμο χρόνο των έργων, η προσευχή παράγει αενάως το άχρονο και άθελά της έρχεται ως γεγονός σε πολύ δύσκολη θέσι, αφού εκτοξεύει τον προσευχόμενο στα βάθη μιάς αιωνιότητος όπου τα γεγονότα δεν χωρούν για να ενεργούν με το υλικό βάρος τους είτε με το νόημά τους και να διαμορφώνουν ιστορία.
Στέλιος Ράμφος, Το αδιανόητο τίποτα. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού. Δοκίμιο φιλοσοφικής ανθρωπολογίας (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2010, σσ. 188-189).
-----
*Στο motto στίχος του Ουώλτ Ουΐτμαν εκ του Αφιερώματα – Ξεκινώντας από το Πώμανοκ (μτφρ. Ζωή Νικολοπούλου, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2007, σ. 42).