Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

προσευχόμενοι εντός του Νοήματος και της Ομορφιάς


Ο Ελύτης και ο Καρούζος -προσευχόμενοι εντός του Νοήματος και της Ομορφιάς- είναι οι συνεχιστές στην παράδοση της μυστικής εμπειρίας, διαμέσου της λογοτεχνίας. Παρατηρώντας τους κεντρικούς νοηματικούς άξονες του έργου τους, μπορούμε εύκολα να συνδέσουμε τους δυο ποιητές με τους ησυχαστές της ερήμου.

Ο Ελύτης προσεύχεται με τον τρόπο του Ευαγρίου Ποντικού: Χωρίς το σώμα του. Χωρίς το σώμα του κόσμου. Χωρίς τη σάρκα. Επειδή αποσαρκώνει κάθε σώμα -και κάθε πραγματικότητα- για να την αναγάγει μέσα στο φώς. Έτσι, μοιάζει να αρθρώνει ξανά το λόγο της καθαρής προσευχής: «Αρνήσου την σάρκα και την ψυχή και ζήσε σύμφωνα με το νού». «Προχώρα από άυλο σε άυλο και θα εννοήσεις». [...]

Ο Ευάγριος με την καθαρή προσευχή, κενώνει τον εαυτό του μέσα στο Θεό, που είναι ο εαυτός του. Ο Ελύτης, με την καθαρότητα του βλέμματος, γίνεται το ίδιο το «βλέπειν», ένας τρόπος που ενώνει τον οφθαλμό του Θεού (την ιδέα της τελειότητας) με το μάτι εκείνου που κοιτάζει, ώστε ο άνθρωπος και ο Θεός να ενοποιηθούν μέσα στην ομορφιά. […] Όμως και για τους δύο, ισχύει η ίδια πνευματική αλήθεια: το φυσικό πραγματώνεται μέσα στο ουράνιο: Η γή προσκαλείται ν' ανέβει στον ουρανό.

*

Στον αντίποδα του διδύμου Ελύτη-Ευαγρίου Ποντικού, ο Καρούζος βρίσκει την αντιστοιχία του στον Μακάριο. Όπως ο Μακάριος, έτσι και ο Καρούζος τοποθετεί τον ουρανό στην πραγματικότητα της γής: Ο Μακάριος φέρνει το νού να κατοικήσει στο σώμα. Ο Καρούζος φέρνει την έννοια να φωλιάσει στο πράγμα. Ο Μακάριος αρνείται την αποϋλοποίηση και συνδέει την ύλη με την έννοια του προσώπου. Ο Καρούζος ορίζει την υπαρκτικότητα ως την πλήρη κατάφαση του ανθρώπου. Όπως ο Μακάριος, έτσι και ο Καρούζος επιμένει στο θέατρο της αληθινής ζωής: εκεί όπου το πνεύμα λαλεί την ομορφιά, αλλά και το «άσχημον» του θανάτου. [...]

Η ιστορικότητα -η υλικότητα- καθίσταται ο τόπος συνάντησης του Καρούζου και του Μακαρίου. Ο Μακάριος δεν μπορεί να νοήσει την πνευματική ζωή χωρίς την πράξη -τη δράση- της αγάπης εντός του κόσμου, μια κατάσταση ενεργοποιημένη από την ίδια την προσευχή, που και αυτή είναι εγκόσμιο γεγονός.

Ο Καρούζος δεν μπορεί να εννοήσει την ποίηση έξω από τη σωματικότητά της– έξω από την περιπέτεια ενός σώματος πάσχοντος, όπως εκείνο του πάσχοντος Ιησού πάνω στο σταυρό. [...]

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Νίκος Καρούζος. Συναντήθηκα με το θαύμα σαν φίλος
(έκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2020, σσ. 51, 52, 53, 54).

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

αλλοτινοί αγωνιστές


Τ' άτι σου ακόμα μάς πατά, Μπραΐμη!*
α΄17.

Χαλκόπλαστος για πάντα καβαλλάρης,
ο στοχασμένος να Κολοκοτρώνης!
-Το φύσημά σου πού θα ξανάπαρης;

Κάπου το χέρι απλώνεις· πού ταπλώνεις;
-Μακριά, πολύ μακριά, αλλού πέρα!
Σταγνά· δεν τα πατάς, δεν τα ζυγώνεις·

στον πόλεμο, στων όλων τον πατέρα,
στη ρίζα, στην αγράμματη σοφία,
στην κλεφτουριά, στου Τούρκου τη φοβέρα!-

-Και γύρω σου κ' εμπρός σου η Πολιτεία
με τα λογής παλάτια τα πλατιά,
σκολειά, καζάρμες, θέατρα, υπουργεία;

Μ' αποκρίθη: -Τσεκούρι και φωτιά!

*

β΄15.

Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα
ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες.
Και βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα.

Κούρδοι, Καραμανίτες, Οσμαλήδες,
Τούρκοι, η σπάθα σ' εσάς του Ταμερλάνου!
Λύκοι, αραποβλογιά, πανούκλα, ακρίδες,

καταπάνου μας όλοι, καταπάνου.
Κάψαλο η χώρα, το παλάτι αχούρι.
Στόνομα εγώ θα ομώνω ενός Σουλτάνου,

και θα κρατώ ενός Τσάρου το τσεκούρι.
Όσο να βγή απ' τη γή κανείς Μανιάκης,
κανείς Σκεντέρμπεης από το μνημούρι,

κι απ' το χαμό κανένας Καραϊσκάκης.



Και κοιμισμένη στα όνειρά της βλέπει
μουρλή γλωσσοκοπάνα Πολιτεία


τον Περικλή. Μα ο Χασεκής τής πρέπει.**

αλλιώς:
Όλα στου αρχαίου το Μολώχ θυσία.***


Κωστής Παλαμάς, Σατιρικά γυμνάσματα (έκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1998, σσ. 31, 51).

-----
* Και το motto σατιρικό στιχάκι εκ του ιδίου, νο β΄5 (ό.π., σ. 41).
** Η πρώτη κατακλείδα εκ του β΄4, (ό.π,, σ. 40).
*** Κι η εσχάτη εκ του β΄11, (ό.π,, σ. 47).

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

ποίηση ασκητική, για την «καθαρή προσευχή» και την μέθεξη


[…] και οι δύο αυτοί μεγάλοι ποιητές -ο Ελύτης και ο Καρούζος– ανήκουν στην παράδοση της μυστικής εμπειρίας, συνεχίζοντας μέσα στη λογοτεχνία την πνευματική γραμμή των ασκητών της ερήμου. Η ανατολική μυστική παράδοση των ασκητών της ερήμου είχε ως βάση της τον ιουδαϊσμό, από τον οποίον γεννήθηκε και ανατράφηκε το μοναστικό ιδεώδες.

Στους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους, έως και τη βυζαντινή περίοδο, το εκκοσμικευμένο είδωλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας φιλοξενούσε στην περιφέρειά του εκείνους που εξέφραζαν την ουσία της πνευματικότητας:

αναχωρητές, στυλίτες, καλόγερους, αγίους – ο μονισμός αντιστεκόταν με το δικό του τρόπο στην εξουσία του επίσημου δόγματος.

*

Ο Ευάγριος Ποντικός (της κατηχητικής σχολής της Αλεξανδρείας – 4ος αιώνας μ.Χ.) ήταν ο αναχωρητής που κωδικοποίησε τη διδασκαλία για την «καθαρή προσευχή». Διανοούμενος ο ίδιος, επηρεασμένος από τον νεοπλατωνισμό (την αντίληψη για τη φυσική θεότητα της ανθρώπινης διάνοιας), παρουσίασε την προσευχή ως μια «αποσάρκωση του νού», μια απελευθέρωση από όλα τα υλικά στοιχεία, για να τελεστεί η είσοδος μέσα στο θείο νού -μέσα στην «καθαρή ενέργεια».

Η μαρτυρία του Ευαγρίου για την «νοερή» προσευχή -την κατάργηση κάθε υλικότητας, ακόμη και της υλικότητας της σκέψης– καταργούσε και τον ίδιο τον υλικό κόσμο, κάθε αισθητή πραγματικότητα, για να σημανθεί το Πλατωνικό μοντέλο: ο κόσμος των ιδεών ως πρωταρχική ουσία των όντων – οι νοητές πραγματικότητες στην αντιστοιχία τους με την Ιδέα της θεότητας. (Είναι φανερή η συγγένεια με τον ινδουιστικό διαλογισμό).

*

Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, συνεχιστής της μυστικής παράδοσης των ασκητών της ερήμου, αντιπαρέθεσε στον Ευάγριο μια ανθρωπολογία: «Να φέρεις το νού στην καρδιά». Είναι η περιγραφή μιας κατεξοχήν σωματικής εμπειρίας: η προσευχή, μέσω της οποίας το θείο αποχτά σάρκα και οστά, υλοποιώντας τον εαυτό του εντός του ανθρώπου.

Για τον Μακάριο η ύλη δεν αποτελούσε εμπόδιο· ήταν απλώς ο τόπος της υπαρκτικότητας, εκεί όπου ο άνθρωπος συνδιαλεγόμενος με τα πάθη του μπορούσε να φέρει το άφθαρτο (της πνευματικής ζωής) μέσα στο φθαρτό (της σαρκικής συνείδησης). Έτσι δεν θεωρούσε αναγκαία την κατάργηση του σώματος (και άρα την καθαρή ενέργεια του νού) αλλά την αποδοχή της Ολότητας του ανθρώπου -σώμα και πνεύμα-, διά του οποίου ο προσευχόμενος καλείται να πραγματώσει τον πνευματικό του ρόλο εντός του κόσμου.

Η μυστική του Μακαρίου (συγγενής της Στωικής διδασκαλίας: «ο άνθρωπος είναι αδιαίρετο ον και ως ενιαίο ον έρχεται σε επικοινωνία με το Θείο», στον αντίποδα του πλατωνικού διανοητισμού του Ευαγρίου, θέτει ως κέντρο της προσευχής το στήθος. Η καρδιά γίνεται το σημείο όπου ο ιστορικός Ιησούς ξαναγεννιέται για να μυστηριεύσει την Αγάπη, την ολοκληρωμένη πραγμάτωση της χάρης μέσω του βαπτίσματος.

Έτσι, στην ένωση με το Καθόλου διαμεσολαβεί ο Υιός με την «πραγματικότητα» της αγάπης του -με τη σάρκα και το αίμα του- για να κινητοποιήσει κάθε προσευχόμενο στην δική του ιστορική αυτοπραγμάτωση. (Η φράση του Χριστού, «Δι' εμού εις τον Πατέρα», μεταφέρει ακριβώς τη διάσταση του πραγματικού σε σχέση με το πνευματικό, την ιστορία ως κορμό κάθε θρησκευτικής ενασχόλησης, την ίδια την ύλη ως στοιχείο μέθεξης). [2001]

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Νίκος Καρούζος. Συναντήθηκα με το θαύμα σαν φίλος
(έκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2020, σσ. 48-51).

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

το υπογειάκι της Πλατείας Μαβίλη...


Το υπογειάκι της Πλατείας Μαβίλη, όπου ο Καρούζος έζησε τα τελευταία χρόνια, γίνεται η πιο αληθινή ποιοτική του κατάθεση: δοκιμάζει λέξεις φωναχτά (με τον τρόπο του αναχωρητή που δοκιμάζει προσευχές για να συνομιλήσει με το θείο).

Μέσα εκεί βρίσκει το δικό του ιερό: τη συνάντηση με το μηδέν. (Η ύπαρξη βαραίνει όταν περισσεύει η ατομικότητα.) Όμως, στο μηδέν του Καρούζου -εντός του- ζούσαν ταυτοχρόνως οι ουρανοί του (το ίδιο λαμπεροί μ' εκείνους του Ζαρατούστρα, ο οποίος μπορούσε να συνεχίζει και χωρίς Θεό γιατί ήταν ο ίδιος Υπεράνθρωπος).

Γι' αυτό άλλωστε, προς το τέλος, εγκατέλειψε κάθε βεβαιότητα που η πίστη δίνει στον άνθρωπο: για να γευτεί τους καρπούς του Αδάμ: την περιπέτεια της απελευθέρωσης (αλλά και την παράταση της οδύνης), την περιπέτεια της ανεξαρτησίας και της αναρχίας, την ελευθερία σκέψης και αίσθησης αντίστοιχα -μια ελευθερία που συμπλέει μόνον με ό,τι είναι ουσιαστικό και αληθές. [2005]

*

Η λεπτότητα είναι μια λέξη που ταιριάζει απολύτως στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη: εκλεπτυσμένες παραστάσεις της γλώσσας, στη δημιουργική της δράση εντός του νοήματος αλλά και στην ύφανση εικόνων που αποτυπώνουν ένα σύμπαν μαγεμένο, σταματημένο μέσα στους ομιλητικούς ψιθύρους της Φύσης.

Ο Ελύτης -όπως ακριβώς πριν απ' αυτόν οι ρομαντικοί ποιητές- έρχεται να αποκαταστήσει το ρήγμα του Διαφωτισμού: την απομάγευση του κόσμου. Έτσι, μέσα σε κάθε φράση, εφευρίσκει την ενότητα των πραγμάτων, τα ίδια τα σύμβολα αυτής της ενότητας, τα οποία ξεπροβάλλουν από παντού ως γλώσσα της μυστικής εμπειρίας και του ιερατικού της χαρακτήρα. […]

Ο Ελύτης προσέρχεται σε ένα θυσιαστήριο, εκεί όπου όλα μετουσιώνονται -βλέμματα, σχήματα, εικόνες, τοπία, συγκινήσεις– για να εκφράσουν την ίδια την αιώρηση του κόσμου εντός του πνεύματος. […] Ο τόπος του Ελύτη είναι ο Ουρανός· και η ποιητική του, μια προσευχή του βλέμματος, η οποία αναβιβάζει τη γή στη φυσική της θέση πριν την «έκπτωσή» της.

Βέβαια, κάτω από το θρησκευτικό ένδυμα του χριστιανού μύστη ο ίδιος φοράει κατάσαρκα ολόκληρη την αρχαιοελληνική παράδοση, έτσι όπως τη συνόψισε ο νεοπλατωνισμός στην απόπειρά του να ενώσει τους δύο κόσμους, αρχαίο και νεώτερο, συνθέτοντας ένα πνευματικό Όλον.

Ο Νίκος Καρούζος κινείται στον αντίποδα του Ελύτη. Γι' αυτόν το ζητούμενο είναι ο Ουρανός να κατέβει στη γή. [...] [2001]

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Νίκος Καρούζος. Συναντήθηκα με το θαύμα σαν φίλος (έκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2020, σσ. 25, 46-47, 47, 47-48).

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

η ανάγκη του ψαξίματος


αντί να λέει κανείς ηττημένοι,
που έχει πράγματι μια χροιά περιπάθειας δυσάρεστη,
πιο σωστό θα ήταν να λέει αόμματοι απλώς *

[…] αρκεί κανείς να δεχτεί την υπόθεση ότι η ανάγκη του ψαξίματος δεν είναι ολιγότερο αναβιώσιμη από της ανεμόσκαλας, και ότι τα μάτια που καθ' όλα τα φαινόμενα έχουν κατωβλέψει ή σφαλήσει για πάντα έχουν την παράξενη ιδιότητα να μπορούν ολομεμιάς να φλογίζονται και πάλι μπρος από ένα πρόσωπο ή σαρκίο. Πάλι όμως θα μείνει όσο χρειάζεται για να εξαφανίσει αργά ή γρήγορα σ' αυτόν όλο τον κοσμάκη μέχρι και το ύστατο απομεινάρι κάθε τους φλόγας.

*

Ας σημειωθεί τέλος πόσο προσέχουν οι ψάχτες του στίβου μη τυχόν βγούν απέξω στο χώρο αυτωνών που περιμένουν ν' ανεβούν. Όταν βαριεστάνε πια να ψάχνουν άδικα στο πλήθος και στρέφονται προς τη λωρίδα εκεινών, είναι απλώς για να πάρουν από δίπλα αργά-αργά τη νοερή παρυφή της κατατρώγοντας συγχρόνως με τα μάτια όσους βρίσκονται εκεί. Η αργή περιφορά τους αντίθετα προς τη φορά των μεταφορέων δημιουργεί μια δεύτερη ακόμα πιο στενή. που ο κύριος όγκος εκείνων που ψάχνουν τη σέβεται επίσης.

Αυτό όλο με τον κατάλληλο φωτισμό και ιδωμένο από πάνω, θάδινε ορισμένες στιγμές την εντύπωση δύο λεπτών δακτυλίων που περιστρέφονται κατ’ αντίθετη φορά γύρω από τη μυρμηκιά του κέντρου.

*

Παρ' όλ' αυτά, ο καιροφυλαχτής που
καραδοκεί πότε κάποιος θα φύγει
μπορεί να βρεί την αναμονή ατελείωτη.**


Γιατί μονάχα μέσα στον κύλινδρο μπορεί κανείς να βρεί στοιχεία θετικά, κι' απέξω δεν υπάρχει παρά μυστήριο. Έτσι τα σαρκία απολαμβάνουν κατά αραιά διαστήματα μέχρι δέκα δευτερόλεπτα συνεχή ζέστα ή κρύο ή κάτι μεταξύ, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να λογιστεί ως ανάπαυλα, τόσο μεγάλη είναι τότε η ένταση κατά τα άλλα.

*

[…] αναπόδραστα η πλησιέστερη ουρά στο σημείο της εισβολής τόν πετάει έξω από κεί που ήρθε, και το ζήτημα λήγει. Επομένως ο ψάχτης του στίβου που θέλει να περάσει στον χώρο των αναβατών είναι υποχρεωμένος να παραφυλάξει την κατάλληλη στιγμή όπου βρίσκονται οι ψάχτες της ενδιάμεσης ζώνης, ή ψάχτες – καιροφυλαχτές, ή απλώς καιροφυλαχτές. Αυτά για την προσπέλαση στις σκάλες.

Προς την άλλη κατεύθυνση το πέρασμα επίσης δεν είναι ελεύθερο, και μια και ο καιροφυλαχτής βρεθεί στο χώρο των αναβατών έχει να μείνει εκεί κάμποσο, δηλαδή, το λιγότερο, όσο θέλει κανείς, όταν είναι τελευταίος σε μια ουρά, να φτάσει στη αρχή της, χρονικό διάστημα κάθε φορά άλλο. Γιατί όσο ελεύθερα είναι τα σαρκία ν' ανεβούν ή όχι, άλλο τόσο απαρέγκλιτα είναι η υποχρέωσή τους να κάμουν μέχρι τέλους την ουρά που ελεύθερα διάλεξαν.

Κάθε απόπειρα να φύγει κανείς πριν της ώρας καταστέλλεται σκληρά από τους άλλους της ουράς, και ο φταίχτης επαναφέρεται στη σειρά του.

*

Ότι έχει κανείς το δικαίωμα να συμπληρώσει γύρο ολόκληρο λέει πολλά για το πνεύμα ανοχής που συγκερνά στον κύλινδρο την πειθαρχία. Είτε όμως διαλέξει κανείς ουρά, είτε κολλήσει στην πρώτη που τού τύχει, οφείλει οπωσδήποτε να την κάμει μέχρι τέλους, κι’ ύστερα θα μπορεί να φύγει από τον χώρο των αναβατών.

*

Οι στάσιμοι, μια και το μόνο που μπορεί να τούς βγάλει από την ακινησία τους είναι ο πειρασμός της σκάλας, δεν παρουσιάζουν τίποτα το ιδιαίτερο. Οι ηττημένοι, είναι ολοφάνερο, βρίσκονται έξω απ' όλ' αυτά.

*

Και οι βλεννογόνοι ακόμα παθαίνουν, που δεν θα ήταν και τόσο σοβαρό αν αυτό δεν εδυσκόλευε τον έρωτα. Κι' απ' αυτήν όμως την άποψη το κακό είναι μικρό, τόσο η στύση σπανίζει στον κύλινδρο.

*

Το εκτάδην δεν ακούστηκε ποτέ μέσα στον κύλινδρο, και η στάση αυτή, γλυκασμός του νικημένου, τούς απαγορεύεται εδώ για πάντα.

Samuel Beckett, Ο ερημωτής (μτφρ. Νάσος Δετζώρτζης, έκδ. Λέσχη, Αθήνα 1983, σσ. 20, 40-41, 60-61, 63-65, 70, 74, 76, 86). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 56). Το δεύτερο πάλι εκ του ιδίου (ό.π., σ. 72).

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

και φεύγουσιν αλλήλους οι άνθρωποι


καὶ μέσον τῆς χώρας αὐτῆς ἀνεφύησαν μύες,
καὶ ἐγένετο σύγχυσις θανάτου μεγάλη ἐν τῇ πόλει.

[...]
καὶ οἱ ζῶντες καὶ οὐκ ἀποθανόντες ἐπλήγησαν εἰς τὰς ἕδρας,
καὶ ἀνέβη ἡ κραυγὴ τῆς πόλεως εἰς τὸν οὐρανόν.
Βασιλειών Α΄, ε΄ (6, 7)

Σημ.: Θα πρέπει οπωσδήποτε να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό πως η έκφραση Μαύρος Θάνατος δεν απαντάται σε κανένα κείμενο του 14ου αιώνα, σε οποιαδήποτε γλώσσα και αν αναζητηθεί. Ο όρος εισήχθη μόνο κατά τον 19ο αιώνα, με την έκδοση του βιβλίου του J.F.E.Hecker, Der schwarze Tod in vierzehnten Jahrhundert, Βερολίνο 1932, και έκτοτε υιοθετήθηκε. [...]

Πικρός άρα και πονηρός ο της ζωής ημών χρόνος και χαλεπάς πανταχόθεν οσημέραι φέρων τας συμφοράς, άτε δη προς το τέλος εγγίσας της αυτού τελευτής και τα σημεία πόρρωθεν εμφαίνων, όσα προείρηκεν ο τούτου δημιουργός απαντήσαι εν τω τέλει αυτού. [Σημ.: «Εις την Αγίαν Σοφίαν πεσούσαν υπό πολλών κατά συνέχειαν γενόμενων σεισμών», Σ.Ι. Κουρούσης, «Αι αντιλήψεις περί των εσχάτων του κόσμου και η κατά το έτος 1346 πτώσις του τρούλλου της Αγίας Σοφίας» (1969-70)].


*

καθ' ημέραν μεν η μεγάλη Πόλις κενούται, και μεγίστην ούσαν μικράν το των τάφων πλήθος ελέγχει, και καθ' ημέραν έργον ημίν εκφέρειν του ςφίλους, και ό μάλιστ' αν άνθρωπον δάκοι, ότι και φεύγουσιν αλλήλους οι άνθρωποι, ευλαβούμενοι την του νοσήματος κοινωνίαν, και ούτε πατήρ θάπτει παίδας, ούτ' επ' αυτώ παρ' εκείνων τα νενομισμένα τελείται. (Δ. Κυδώνης εν Κωνσταντινουπόλει).


«Όθεν εις την περί τούτων δήλωσιν και ασφάλειαν
εδόθη αυτοίς το παρόν, ότι δηλ. απέρχονται από τόπον πατρικόν
και ελεύθερον εκ της λοιμικής νόσου».*

Διά το άκουσμα του Τρανοχωρίου εξέτασα τον παπά Νικόλαον
φέροντάς τον εδώ και ωρκίσθη πως δεν οίδε κανένα σημείον
εκείνης της ασθενείας
. Όθεν κατά την βεβαίωσιν
του παπά Νικολάου, ας έλθουν και αυτοί ελεύθερα.**


Κώστας Π. Κωστής, Στον καιρό της πανώλης. Εικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου, 14ος-19ος αιώνας (έκδ. ΠΕΚ, Ηράκλειο 1995, σσ. 303, 308).

-----
* Τα εν κατακλείδι motto από συστατικό γράμμα της Ρωσικής Μονής σε αγιορείτες κατερχόμενους τον Απρίλιο του 1813 εις Σαλονίκην, αλλά και έτερο γράμμα του επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων εκ του αρχιμ. Δοσιθέου Προυσιώτου, Κύριλλος ο Καστανοφύλλης (Βίος, δράσις και ανέκδοτος αλληλογραφία). Συμβολή εις την Ιστορίαν της Ευρυτανίας [1965] (έκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2016, σσ. 10-11, 62).

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

η πανώλη ήταν παρούσα (15ος αι.)


Το μεν ουν την εβδόμην χιλιάδα ταύτην είναι εγγύς ήδη του τελειούσθαι τυγχάνουσαν αληθώς είπον εκείνοι, και το χρονοκρατείσθαι αυτήν υπό σελήνης κατά δόξαν αληθώς δύναται λέγεσθαι [...] και το διά πυρός αφανισθήσεσθαι την περί την γήν φύσιν πάσαν των γεννητών και φθαρτών παντάπασίν εστιν αληθές, ως τη θεία και ιερά Γραφή βεβαιούμενον (Γεωργίου του Σχολαρίου).

*

Έαρος τοίνυν αρξαμένου και του σφοδρού χειμώνος εκείνου και κλύδωνος παρελθόντος εγεγόνει λιμός ισχυρός και λοιμός εν πάσαις ταις επαρχίαις αίς οι πόδες των Σκυθών επάτησαν [...]. (Δούκας, Ιστορία). Δεν είναι η μοναδική αναφορά που ταυτίζει την πανώλη με τους Μογγόλους, εφόσον στην περίπτωση αυτή οι Σκύθες δεν είναι άλλοι από τους Τουρκο-μογγόλους του Ταμερλάνου, οι οποίοι, αφοί είχαν κατανικήσει τον Βαγιαζήτ στη μάχη της Άγκυρας, επεκτείνονταν τώρα σε όλη τη Μικρά Ασία.

*

Πρώτην γαρ ήδη προς τω των συμφορών εμοί πλήθει, ών τας πλείους, ει μη και πάσας, ακριβώς οίδας, και το του λοιμού προσετέθη δεινόν, τάλλα πάντα σαφώς υπερνικών, συχνώς των οικείων και φίλων τούς μεν αναρπάσαν, τούς δ' απειλήσαν και ότι εγγυτάτω πυλών Άδου παρασκευάσαν, τούς δ' έτι ζώντας και ερρωμένους εν τοις ομοίοις όσαι ώραι προσδοκάν περιπεσείσθαι προξενήσαν. (Ιωάννης ο Ευγενικός προς Σχολάριον).

*

Έτους από κτήσεως κόσμου ςπξδ΄ μηνί Μαίω, τρίτω έτει της υπό των Τούρκων αλώσεως της μεγάλης πόλεως του Κωνσταντίνου, εφάνει αστήρ επί τας ανατολάς καπνίζων ημέρας και νυκτός εφ' όλας ημέρας λ΄. Εν δε το επιόν έτος εγένον(το) θανατικά μεγάλα και λοιμοί, και καταποντισμοί κατά τόπον, και λεηλασίαι και επιδρομαί ασεβών Τούρκων επί τας νήσους, ώστε και ερρημωθήναι τέλεον πολλάς εξ αυτών, και καταποντισθήναι και τρία ονομαστί κάστρα σύμψυχα εις τον βυθόν, εις το ρηγάτον της περί την δύσιν Νεαπόλεως. Εν δε τη Ρόδω και Κρήτη τοσούτον απεκράτησεν ο θάνατος, εν μεν τη Κρήτη εφ' όλον ενιαυτόν, και τούτου πλέον· εν δε τη Ρόδω, Μαρτίω ήρξατο εν έτει ςπξδ΄, και Ιουλλίω κατέληξεν ήδη μικρόν. Ώστε αριθμούμενος ο περί αυτήν πεσούμενος λαός ευρέθη χιλιάδες ιθ' και μικρόν τι προς τε ή έλλατον. Εν δε τη Κώ τη νήσω απέθανον χίλιοι πεντακόσιοι νς΄ τω αυτώ έτει [...].

Ο ιερομόναχος Γρηγόριος από τη Χίο, συντάκτης αυτής της ενθύμησης, δίνει το συνολικό πλαίσιο εντός του οποίου προσλαμβάνεται η πανώλη από τους συγχρόνους. Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν προβαίνει σε συναρτησιακές ζεύξεις των φαινομένων, όπως συχνά συμβαίνει με άλλους χρονογράφους σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ο λοιμός δεν αποτελεί, κατ' αυτόν, τίποτε περισσότερο μα και τίποτε λιγότερο από ένα από τα πλήγματα που διαρκώς τραυματίζουν τις κοινωνίες της Βαλκανικής και για τα οποία υπάρχει πάντα ένα προοιμιακό σημείο που, προφανώς άνωθεν, δίνεται στους ανθρώπους για να προετοιμαστούν.

Η παρουσία του κομήτη, πάντως, δεν αντιπροσωπεύει έναν μεταφυσικό οιωνό μονάχα. Οι καπνοί που συνοδεύουν την κίνησή του, και που ρητά μνημονεύονται στην ενθύμηση, αποτελούν φυσικό αίτιο λοιμωδών νόσων και, βεβαίως, της πανώλης. Οι εποχές εξάλλου διατηρούν η καθεμία τη δική της σημειολογία. Η έλευση του κομήτη, στοιχείο που συναντάται σε αντίστοιχες ενθυμήσεις και χρονικά Δύσης και Ανατολής, συμπίπτει με τον μήνα που χάθηκε «η μεγάλη πόλη του Κωνσταντίνου» και προϊδεάζει για όσα πρόκειται να επακολουθήσουν, τα οποία άπτονται παρά μια μικρογραφία της ημέρας της Κρίσεως. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τους απόηχους της βυζαντινής εσχατολογίας. [...]

*

Στα 1465, εξάλλου, όπως ήδη ανέφερα, η πανώλη ήταν παρούσα και στην Κρήτη. Από το 1467, ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν, κάτι που ήταν εξάλλου αναμενόμενο, αφού είχε προηγηθεί σημείο στον ουρανό που υπεδείκνυε το επικείμενο:

τούτο το τέρας ώφθη εν ουρανώ είτε κομήτης τις ήν αστήρ είτε λαμπαδίας είτε άλλο το των υπεκκαυμάτων, ουκ οίδα, πλην όλεθρον σημαίνον και φθοράν μεγίστην ανθρώπων και απώλειαν, η και μετά μικρόν ηκολούθησεν [...] (Κριτόβουλος Ιμβριώτης, Ιστορία).

Μοιραία συνέπεια, η μεγάλη επιδημία πανώλης που ακολούθησε και την οποία ο Κριτόβουλος, σύμφωνα με το Θουκυδίδειο υπόδειγμα, περιγράφει:

εν ταύταις δε ταις ημέραις θέρους μεσούντος ήδη και η λοιμώδης νόσος παντί τω θέματι Θράκης τε και Μακεδονίας ενέσκηψεν αρξαμένη μεν από Θετταλίας και των ταύτη προσχώρων ουκ οίδ' όθεν αυτοίς την αρχήν επελθούσα, επινεμησαμένη δε και διαφθείρασα πάσας τας εν τη μεσογεία και παραλία τούτων πόλεις και χώρας.

διαβάσα δε και ες την Ασίαν πάσαν την παραλίαν Ελλησπόντου τε και Προποντίδος διέφθειρε και ηρήμωσεν και ες την μεσόγειαν αναβάσα την τε του Προυσίου και τα περί αυτήν άπαντα και μέχρι Γαλατίας και δη και Γαλατίαν αυτήν ελυμήνατο και ηφάνισεν.

Κώστας Π. Κωστής, Στον καιρό της πανώλης. Εικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου, 14ος-19ος αιώνας (έκδ. ΠΕΚ, Ηράκλειο 1995, σσ. 320, 320-321, 327, 328-329, 330-331).