Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

και υπερρεαλιστές


Με την ευκαιρία που ξανακοιτάζω από προχτές και διορθώνω τη μετάφραση μερικών ποιημάτων του Antonin Artaud, για το περιοδικό «Χνάρι».

Σκέψη: Artaud και υπερρεαλιστές. Μεγαλείο και αθλιότητα. Τι πήραμε και τι απωθήσαμε. Γαλλικός (ευρύς) υπερρεαλισμός και Ελληνικός (φτενός). Οι επιμιξίες που γίνηκαν στην Ελλάδα. Πάντως εκείνο που σε εξοργίζει, κυρίως με τους Έλληνες υπερρεαλιστές, είναι η αυτοϊκανοποίηση και η πόζα. Και η «ταξική» τους υπεροχή που τους έκανε «κάστα».

Ωστόσο κανείς από δαύτους –το «δαύτους» με την πιο περιφρονητική σημασία της λέξης- κανείς δε δοκίμασε ποτέ αυτή τη φρίκη της υποστασιακής μοναξιάς, όπως ο Artaud. Όπου και να διαβάσεις είναι η αληθινή γλώσσα ενός ανθρώπου που υποφέρει κι από τη σκέψη του κι από το κορμί του.

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 33-34).

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

του ποιητή Γιάννη Δάλλα


Σ' αυτό τον κόσμο, για να δροσίζουνε τα μάτια, την ψυχή -καμιά φορά και το κορμί- των ανθρώπων, υπάρχουνε τρία ποτάμια. Νερά χαριτωμένα, ευλύγιστα μέσα στις πέτρες, καθαρή ομορφιά.

Ο Ερύμανθος (=Ντουάνα) στα σύνορα Ηλείας και Γορτυνίας, που ταχτικά τον πέρναγε βγάζοντας το παντελόνι του ο παππούλης μου ο Τζουλέκας. Ο Εύηνος (ποιό νάναι τάχα το παλιότερο όνομά του;) στο δρόμο για το Μεσολόγγι, μετά την Παλιοβούνα. Ο Ηπειρώτης Άραχθος, έξω από την Άρτα, ιδιοκτησία, νομίζω από παλιά, του ποιητή Γιάννη Δάλλα.

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 82-83).

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

για τον Χειμωνά


Όπως ένας κοίλος καθρέφτης και το φώς συγκεντρώνεται σε μία εστία, τεράστια κόκκινη μάζα, ονομάζεται καρκίνος, κάποτε δεν ονομάζεται. Υπάρχει σε κάμποσα σπίτια, όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν, υπάρχει κυρίως στα νοσοκομεία, όπου ταυτόχρονα γιατροί και νοσοκόμες δηλαδή που μαζί με τους γιατρούς κανονίζουν να πάνε εκδρομή. Μπορεί και μαζί με τους αρρώστους -δεν έχει σημασία. Η εκδρομή ματαιώνεται ή μάλλον γίνεται προς τα «μέσα». Όχι προς τα έξω, όπου δέντρα και νερά και καθαρός αέρας.

Στο μεταξύ ο Χειμωνάς, όχι να περιγράψει, αλλά να «συλλάβει» το θάνατο στην ακαριαία του έλευση, τη στιγμή -στο γκρίζο φώς- που αυτός πραγματοποιείται.

Έτσι η «Εκδρομή» καθόλου χαρά και ξεκούραση ανθρώπων, αντίθετα η προπαρασκευή για τη «σύλληψη» (γνώση και αποκάλυψη) του γεγονότος του θανάτου. Αλλά θάνατος με την έννοια του εν χρόνω σαφώς καθηλωμένου γεγονότος δεν υπάρχει. Ο θάνατος μόνο σαν διαδοχικές φάσεις, μια συνεχής μετάβαση από -> προς.

Στο τέλος ο Χειμωνάς χάνεται μέσα στο πλήθος, δεν έχει συντελεστεί η εκδρομή. Η αποτυχία στο βάθος συναρτάται με τη σύγχρονη γραφή, την υπάρχουσα γραμματική και σύνταξη που ο Χειμωνάς αγωνίζεται να ξεπεράσει. Δεν τελειώνει π.χ. τις προτάσεις του, υπονομεύει τη «μεταφορά» ταυτολογώντας, κόβει τις φράσεις όπως κόβουμε ένα δάχτυλο, ύστερα κλωτσάμε το δάχτυλο στο πάτωμα, κ.λ.π. Η αλήθεια είναι πως μάς λείπουν πολλές λέξεις. Κανείς δε φτιάχνει καινούργιες. Υπάρχουν κενά, εκεί μέσα ρίχνοντας όλοι άχυρα-έννοιες, σκουπίδια-εικόνες. Μιλάμε πολύ, γράφουμε πολύ, οι αγωγοί αποχετεύσεως κάτω από τη γλώσσα έχουνε βουλώσει. Έτσι στον Χειμωνά κάθε πρόταση είναι μια κατάσταση-επιθυμία που δεν εκπληρώνεται. Μια «εκδρομή».

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 59-61).

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

την άνοιξη...


[...]

Ύστερα ακούσαμε το χτύπο καθώς κάρφωναν
τις θύρες τα παράθυρα του Πύργου. Αναθυμόμουν
εκείνη την αλλοτινή φωτιά που εξαφανίζει
την πράξη ή την απήχηση της πράξης που είναι βρωμερή
και την αισθάνεσαι πιο βρωμερή όταν άξαφνα
μες στο βαθύ και ναρκωμένο σου αίμα ακούσεις
πρωτόγονη μια βουή και ταραγμένη να σαλεύει
και να γυρεύει το χαμό.
                                                               Την άνοιξη είναι διάφανα
τα έργα κι οι στοχασμοί. Την άνοιξη είδα μες στα κρύσταλλα
γυμνό το σώμα σου. Τριγύρα ήταν πυράκανθοι
κι ανήσυχα κλαδιά ο άνεμος τ' αναμέριζε δειλά.
Δεν ήταν νύχτα μήτε μέρα είδα το σώμα σου
γυμνό. Πρόσωπα από χαλκό με κόκκινο αντιφέγγισμα
γυρίζανε κι εχάνονταν. Και σ' άγγιξα
και μ' άγγιξες κι άναψαν όλα τα νερά
μ' αίγλη απαράμμιλη τριαντάφυλλο άσπρο δροσερό βαθύ.

[...]

Τάκης Σινόπουλος, απόσπασμα από το ποίημα ΑΣΜΑ Ι (Ο νεκρός Βασιλιάς), από τη συλλογή «Άσματα Ι-ΧΙ» [1953], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 43-44).

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

το παιδί


Βρήκανε το παιδί μονάχο κι όπως εκείνο από το φόβο
εστέκονταν έτσι η ψυχή του σκοτεινή τού χώνουνε με
δύναμη κείνο το σύρμα και το σύρμα βγήκε από το
στόμα του πετάχτηκαν νερά και σάλια κι αίματα.

Έρχεται η μάνα του φαρμάκι αμίλητη κι αποκοντά ο
πατέρας του χρόνια παράνομος                      φυλάξου
Αργύρη τού φωνάξαμε.

Σήκωσαν το παιδί το κρέμασαν στο φράχτη για να
ζεσταθεί. Μα ήταν χειμώνας παγωνιά κανένας ήλιος.
Και το παιδί μήτε ζεστάθηκε μήτε που σάλεψε. Κάτω
απ' τον κώλο του κρεμότανε στραβό το σύρμα που τού
χώσανε.

Τάκης Σινόπουλος, από τη συλλογή «Το Χρονικό» [1975], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 94).

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024

τραβώντας για την αγάπη


Εκείνη την εποχή
που δεν υπήρχε στάλα νερό στο διψαλέο ποτήρι κι η μέρα ήτανε ένα δάσος ακίνητο
με κάκτους άσπρους και σύρματα κι η γή ήτανε αγέρας σκόνη κι όνειρα πύρινα

[...]

Όλα μπορείς να τα σμίξεις όταν κοιτάζεις μέσα σου είπε ο Μαξ.

Μα εσύ νομίζω δεν ακούς
εσύ είσαι ο πονεμένος
μέσα στα μάτια σου μες στη φωνή σου
υπάρχουν ανοιχτές πληγές
σε βλέπω να τραβάς για την αγάπη
το κορμί σου λιγνεύει μέρα τη μέρα
καθώς περπατάς
το κορμί σου λιγνεύει νύχτα τη νύχτα
καθώς περπατάς
ώσπου θα μείνεις ένας αέρας
που περπατάει
τραβώντας για την αγάπη.
Όμως το αλάτι είναι μέσα στο νερό της θάλασσας η ασπράδα είναι μέσα στο χιόνι. Αγαπάς όταν ξεχνάς ποιός είσαι είπε ο Μαξ.

[...]

Τάκης Σινόπουλος, απόσπασμα από το ποίημα «Η γνωριμία με τον Μαξ» [1956], της συγκεντρωτικής έκδοσης Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 89, 100-101).

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

το σκοτάδι του έρωτα


Ξανακοιμήθηκα κι είδα όνειρα.
Είχαν πεθάνει οι άνθρωποι
και ζούσαν μόνο τα πουλιά.
Σκόρτσοι νυχτοπιπίνια ολέμιν-
θοι μηλένιες και σπαρτάφιλοι.*

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Σκοτάδι μες στον έρωτα μες στο κορμί σκοτάδι. Και το μυαλό ασυναίσθητο κλοτσώντας το θεό. Συναπαντήματα με τη συνείδηση βράχια που ξεπροβάλλουν άξαφνα μέσα στη μαύρη ξέρα του ύπνου. Σμίγοντας κάποτε με το σκοτάδι που μάς γέννησε αχρηστεύουμε το κορμί όπως το σκουλήκι αχρηστεύει τον καρπό ο κάρπος το δέντρο κι ο έρωτας τον έρωτα. Όταν βουλιάζουμε φωνάζοντας μες στα βάλτα του φιλιού θέλουμε να σωθούμε από τη μοναξιά κι όμως πάμε να κατοικήσουμε σ' έναν τόπο όπου ο ιδιοχτήτης σφράγισε παντού τ' όνομά του. Καθήκον της μάνας είναι να γεννάει το θάνατό της όπως οι κοιμισμένοι ξερνάνε απ' το κεφάλι τους τη νύχτα. Η μάνα βγάζει απ' το σκοτάδι το παιδί της το χτίζει με κρέατα και με κόκαλα δίνοντάς του να βυζάξει ένα σωρό ακυβέρνητες επιθυμίες. Αν η ίδια της πεθαίνει κάποτε σε τούτο φταίνε τα σανίδια της που σπάζουν από την αφαίρεση κι έτσι βρίσκει καιρό η ψυχή ν' ασωτεύεται σε χώρες γιομάτες αιωνιότητα. Αν το παιδί μας πέθανε αφορμή στάθηκε τ' ότι ήσουνα στριφωμένη στο κρεβάτι συντροφιά με την παγωνιά σου και με το φόβο σου. Ύστερα από τα βυζιά σου αντίς για νέρο έβγαινε πάρα πολύς καπνός και το παιδί έσκασε μην μπορώντας ν' ανασάνει. Θάπρεπε νάχεις αμαρτήσει πάρα πολύ με το κορμί μου για να γίνεις γόνιμη ξανά και να μην είναι η μήτρα σου σα μούτρο σουρωμένο από το κλάμα.

ΙΩΑΝΝΑ

Όλα τα βάρη τα ξερνάς απάνω μου. Για τί πράμα είναι υπεύθυνος ο άντρας;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Ο άντρας κάνει το κακό τη νύχτα μα η γυναίκα συμμαζεύει τα κανιά της για να στρωθούνε δίπλα της αόρατοι οργιαστές. Τ' ανακατωμένο κρεβάτι και τ' ανακατωμένα μαλλιά περνάνε από όνειρο σε όνειρο μονάχα για να κρατιόμαστε σίγουρα στο κορμί και να μην ξερνάμε τα λόγια μας από την ίδια τρύπα που αποπατούμε τα περιστέρια μας και τους ήλιους μας. Ο άντρας λοιπόν είναι υπεύθυνος γιατί κάθε φορά που κάνει έρωτα αδειάζει την οργή του και τη λάσπη του μες στη γυναίκα ενώ το ξέρει πως περιφέρεται σε τόπο ελάχιστα κατάλληλο για την υγεία του. Ακόμα είναι υπεύθυνος γιατί καβαλώντας τη νύχτα ξεχνάει τη θάλασσα που σαλεύει κάτω απ' την κοιλιά του κι ακονίζει τη σκοτεινή της εκδίκηση. Έτσι ο βρωμερός χαίρεται τη βρώμα του και το ξερό κορμί κατανταίνει θέατρο του θανάτου.

ΙΩΑΝΝΑ

Μιλάς πολύ με το μυαλό.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Κακός βραχότοπος κυρά μου το μυαλό που το γαβγίζει η νύχτα. Πιάσαμε τη συνείδηση και τη γυρίσαμε ανάποδα σαν τη κλεψύδρα που σώθηκε ο άμμος της. Αν η ζωή μας ήταν μονάχα συνείδηση θα πεθαίναμε με το κεφάλι στη γή και τα πόδια στον ουρανό. Το κεφάλι είναι η τυράγνια της ζωής μας όμως οι πέντε αιστήσεις που μάς δοθήκανε για δροσιά η μια μετά την άλλη πιάνουν και μάς κοροϊδεύουνε σα να μην έφτανε μια μονάχα πόρνη να κάνει τη δουλειά της. Όταν γευτούμε για καλά τον έρωτα γινόμαστε σα ρημαγμένα σπίτια. Πασπατεύουμε το στήθος της γυναίκας και τής χαρίζουμε συγγνώμη για το θάνατο που μπαίνει μέσα μας κι αλυχτάει σαν το σκυλί μέσα στη νύχτα. Αν η νύχτα είναι γιομάτη καθρέφτες τούτο γίνεται για να περνάμε μέσα τους και να συναντάμε τη γυναίκα που περιμένοντας στο κατώφλι του Άδη καθαρίζει καλού-κακού τη γύμνια της όπως ένα δέντρο σκοτεινιάζει κι ανάβει τις λάμπες του. Όθεν η γυναίκα πρέπει να συμμαζεύει τα μαλλιά της και να πορεύεται πίσω μας την ώρα που η σκέψη μας κι η επιθυμία μας ταυτίζονται για χατήρι της στο σκοτεινό μέρος του κορμιού. Ποτέ δεν πρέπει να πορεύεται μπροστά μας γιατί βλέποντάς την ακατανόητη κι άγνωστη θα τη μαχαιρώσουμε για να βρούμε το μυστικό της ομορφιάς της. Αν πούμε πως η νύχτα μοιάζει με τη μέδουσα η γυναίκα είναι η ίδια η νύχτα κι ο άντρας είναι ο κοιμισμένος που ποτέ δε νιώθει τί τού φτιάχνουνε όταν αυτός κατρακυλάει αβοήθητος μες στις χαράδρες του ύπνου του. Κακομοίρη κοιμισμένε. Κακομοίρη τρελέ. Φυλάξου από την ομορφιά που τα μάτια της ποτίστηκαν απ΄τα ποτάμια του Άδη. Εϊναι τρελή κι αυτή με τίποτα δε συμβιβάζεται. Είναι άγρια πεινασμένη και πανύψηλη και πίσω απ΄το χαμόγελό της βόσκουνε τα τσακάλια της έρημος έτοιμα να σε σπαράξουν.

Τάκης Σινόπουλος, εκτενές απόσπασμα από το ποίημα Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ της συλλογής «Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου» [1961], όπως περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 296-298). Το motto από το ποίημα ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ της ίδιας συλλογής (ό.π., 286).

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

τα καρπερά μου μάτια


Πού πάω η αστόχαστη; Ποιό αμάρτημα
σαλεύει μες στα καρπερά μου μάτια;
Πατέρα που μ' εγέννησες ποιός θάναι ο θάνατός μου;

[...]

Κατάστιχτη από δροσερά
φιλήματα πορεύομαι στον έρωτα. Τα βήματά μου
βαριά αντηχούνε στην απάνθρωπη ερημιά
τούτου του κόσμου. Νιώθω
σαν ένα δέντρο ξαναμμένο που ονειρεύεται
μ' όλες τις ρίζες του ανοιχτές
στο άπειρο φώς. [...]

Τάκης Σινόπουλος, απόσπασμα από το 4ο ποίημα (Η φωνή της Ελένης) της συλλογής «Ελένη» [1957], όπως περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σ. 145).

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

υπαινιγμός κανείς


Και την ψυχή τη χάσαμε γυρεύοντας μονάχα την αλήθεια
στον κόσμο αυτό της ταραχής.*

[...]
πύρ επιρρίψω. Ιδού
ο αιθέρας τώρα ανοίχτηκε ψηλά ένα φώς ανθίζει.

Κανείς υπαινιγμός ακόμα. Όμως εσύ με χέρια οκνά
τ' αστραφτερά μαλλιά ανασήκωνες γυρεύοντας τη γονιμότητα
με ανήσυχη βιασύνη. Υπαινιγμός κανείς.
Όχι στην επιφάνεια μα στην εσωτερική συναρμογή του σώματος.
Κοίταξε πόση καθαρότητα στο βάθος του νερού
γωνιές με φώς εικόνες του νερού. Τοπία του αγέρα
διάφανα μόλις γράφονται πρώτη φορά στην όραση.
Κι η λέξη η πρώτη λέξη τρέμοντας από τη γέννα προχωρεί
σκαλί σκαλί στο λάρυγγα. Κοίταξε ακόμα
την πρώτη νύχτα και τον πρώτο αστερισμό
μια φλούδα φωτισμένη φλέβα δροσερή ψηλάφησε
με τα δειλά σου δάχτυλα τη βλάστηση του δέρματος
κι αυτό το σάρκινο κλαδί που τώρα ανθίζει.
Εσύ ζώντας την αρχική
φρίκη της νέας Σποράς όταν οι προπατορικές
βροχές απάνω στους αγρούς του κόσμου σκοτεινιάζουν
δέξου τη γονιμότητα και δώσε τον καρπό
πριν σε κερδίσει η αθόρυβη έλευση και εν γη ακαθάρτω τελευτήσεις
βλαστάρι δώσε για τη θερινή συγκομιδή
πριν έρθει το βαθύ σου μήνυμα και εν γή
και πάλιν απελεύσει
.

Τάκης Σινόπουλος, το τέλος από το ποίημα ΑΣΜΑ ΙΙΙ, από τη συλλογή «Άσματα Ι-ΧΙ» [1953], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 53-54).- To motto στίχος εκ του ιδίου, από το ΑΣΜΑ ΧΙ (ό.π., σ. 77).

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

περί χρόνου


Του Ν.Γ. Πεντζίκη

Ένα ακαθόριστο ταξίδι στην ανάμνηση
η αποκεφαλισμένη μέρα
μια χώρα μακρινή
τα μάτια που μιλούν
και στου κορμιού τις αίθουσες
ο ατέλειωτος καιρός
συνωστισμένος χρόνος.

*

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Φωνές στο σώμα αντίλαλος στο νού
πάνω στη γή περνάει ο χρόνος
τα μάτια υπερασπίζονται τη δόξα τους
η μνήμη το βυθό της.

Τάκης Σινόπουλος, ποιήματα αφιερωμένα στον Ν.Γ. Πεντζίκη, από την ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ, 1957 της συλλογής «Η νύχτα και η αντίστιξη» [1959], όπως περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 217, 220).