Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

αυρός σταυρός


15. [ μόνο ]

με λευκό γάντι τον φόνο.
Γιατί με λευκό διαπράττεται.

Ώστε να λάμψουν ολότελα
όλα τα ίχνη.

Στο μαύρο του φόνου
το γάντι να γράψει επάνω

λευκό και λευκό
τατο.

Με μαύρο οπότε ποτέ.
Αν θέλεις να έρθει

ο φόνος γάντι,
φόνευε πάντα με λευκό.

Και με ένα μόνο
γάντι μονό

*

12. [ α/θα/να/το:
το ελάχιστο εσύ ]


και όταν δεν
θα υπάρχει πια
μέσα σε μένα

ζωή

και η ζωή
θα υπάρχει
πια χωρίς

εμένα, α/

θα/να του
λάχιστον
να υπάρχεις

όλος
μέσα της
εσύ

*

14. [ σκο_ _νει ]


«Είμαι η καινούρια,
είσαι η προηγούμενη»

είπε η νέα σκόνη
ακουμπώντας
πάνω στην οαλιά.

Το σκρίνιο ούρλιαξε

*

09. [ άρρεν-θήλυ: debate ]

οι δικοί μας
ή οι δικοί τους

οι δικοί μας
και οι δικοί τους

τους και μας
και μας και τους και

τους μασ
τούς μας που

ά
δικοί μας που

ά
δικοί τους

*

18. [ αυρός σταυρός ]


μια οριζόντια
και μια κάθετη
θάλασσα ουδέ

ποτε τεμνόμενος

μα εμείς εκεί
καρφί
πάνω στη μη

τομή τους

*

18. [ ο έρωτας ]

ούτε μόνος του
ο εαυτός μου
δεν είναι τόσο
εαυτός του
όσο όταν είναι
μαζί σου

όσο όταν είμαι μαζί σου

*

09. [ και που ό,τι γράφτηκε ]

μέσα σου ποτέ δε θα τελειώσει

Βασίλης Αμανατίδης, εσύ: τα στοιχεία (έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2017, σσ. 46, 89, 91, 108, 117, 12, 16).

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

να υψώνω το φώς στη θηριοστή του


(οι άντρες που στα σπλάχνα μου ξεσάλωσαν)*

Ενέδρα καθ' ομοίωσίν μας

Ι.

Σύρριζα η πνοή μου στο τίποτα
τι μαθηματικά που έμαθα
να υψώνω το φώς στη θηριοστή του
κι ύστερα
               μια
                   και δυό με τον μπαλτά
γιατί έχω κι εγώ τη Σαλώμη μου
και πώς να κρατηθώ λευκός
στο μέσα μου τετράδιο

Έμαθα τον όλεθρο
σε όλες του τις στάσεις
γονυκλινής στα μάτια σου
πρηνής στα νυχτικά σου

τι γολγοθάς στα μέτρα μου
τρεις πρόκες για το ποίημα
και τρεις για την καρδιά μου

ΙΙ.

Άμα μού φέρεις ξίδι και χολή
(και πάψεις να χαζογελάς)
θα σύρω στο Σταυρό τον ίσκιο μου
γιατί -είμαι πλέον βέβαιος-
είναι ο αντίρροπος που καίει
δεμάτι δεμάτι την τύχη μου

τα ντορεμί των φιλιών σου

Άλλα εσύ «Τί ντορεμί;» σκέφτεσαι.
«Εγώ φιλάω με τη γλώσσα
και τα μάτια μου γυρίζουν ανάποδα
το ταξίδι
να φτάσουμε στον τελικό τής άνθησης

Αλλά κι ένας οργασμός
μού κάνει εξίσου»

*

Κάτι με ρίγος πάντως

ένα οποιοδήποτε τέλος
    αλλά μέσα στο σώμα σου

Τι ανεπίδεκτος που είμαι

πάλι πήρα την Άνοιξη
στο κακό μονοπάτι
                               κι έσκουζε

                               αα αα αχα

                               Εφτάψυχο το κάλεσμα
                               και με βαθιά καρτέρια

                               Υπάρχει ένα κόκκινο
                               που πάντα θα φοβάμαι

                              Να ξεμυαλίζω την κραυγή
                              προτού με ξεμυαλίσει

                              αχα αα αχα

                              Πώς τρίζει εντός μου τ' όνειρο
                              κι όλα του τα κουκούτσια

                              Θεός
                                    Πνιγμός
                                                 και Ποίημα

                             με διαφορά ανάσας

                             αχα αχα ααα
                             αχαα αχααα αχααααα

Θέ μου πώς τελείωσε

τώρα θα μάς πνίξει στα χελιδόνια

*

Ασκήσεις αναπνοής

Γύρισα ανάποδα την ψυχή μου
κι είδα πώς μεγαλώνουν οι πέτρες

(με λίγο φώς)
σκληραίνει η τύχη και γίνεται

ν' ανεβαίνουν ψηλά τα πουλιά
κι έπειτα
τα ξεκουρδίζει ο ήλιος

[...]

*

Πληθαίνουν τα φαρμάκια

ΙΙ.

Κι άμα πηδάω κάθε νύχτα
από την κορυφή τής λύπης μου

δεν είναι από συνήθεια
είναι γιατί
η αλήθεια, κύριοι,
προϋποθέτει ύψος

*

Το αγοράκι με τα σπίρτα

Τώρα περνάω
βελόνες στη μουσική

μέχρι το βράδυ θά 'μαι
ο καπνός του τσιγάρου μου

Ανάβω ένα σπίρτο
                       βλέπω την ομορφιά συθέμελα
Ανάβω δεύτερο
                       βλέπω τους πάνθηρες τριγύρω

Καλά τη λένε ζούγκλα την Αθήνα


Όπου υπάρχει φώς
μυρίζω το γκρεμό του**

                                                    Άμα πεινάει το θαύμα
                                                  λάμπουνε και τα ψέματα
***

Δεν έχει μπέσα το θαύμα.
Είναι λευκό
                 και φέρεται σαν κόκκινο
****

                                                     Γυμνά τα πράγματα
                                                                                  συμβαίνουν γρηγορότερα
                                                    Με το που κάνεις την αρχή
                                                                                  σ' οσμίζεται το τέλος*****

Γιάννης Στίγκας, Η όραση θ' αρχίσει ξανά (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 2006, σσ. 31-32, 33-34, 36, 53, 17). - Το αρχικό motto στίχος του από το ποίημα «Η Μήδεια και κάτι άλλες» (ό.π., σ. 27). Κι η πολλαπλή κατακλείδα στίχων εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 41: ενδιάμεσο της συλλογής motto, 45: από το ποίημα «Ποτέ μη βάζεις την άνοιξη σε παρένθεση», 9: motto όλης της συλλογής, 11: από το ποίημα «Αυτό κουρδίζει μόνο του»).

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

μού αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα


Και πιο μεστά,
σα να μού αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα,
αλαφρά τη φυλλωσιά μου·
μ' έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Βούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα, κυπαρίσσια
!

*

μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα,
ξεσπάει μες στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου·
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρώ,
απ' την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.

Αλλού οι ναοί κι αλλού οι θεοί.
Μού αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα
.

Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος (στιχ. 106-118, 159-169, αποσπάσματα από τον πολύτομο Λυρικό Βίο, τ. Α΄).

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

για τα στερνά του Σεφέρη


Ο Σεφέρης πέθανε προχτές στα υπόγεια του «Ευαγγελισμού» στο θάλαμο «εντατικής παρακολούθησης», αφού πάλεψε με το χάρο κοντά δυο μήνες. Πήγα αρκετές φορές εκεί. Στο «σαλόνι» του υπογείου κι απέξω υπήρχε συνήθως πολύς κόσμος, πολλοί «φίλοι». Ήτανε μια περίπου κοσμική συγκέντρωση. Κάποια μέρα τρύπωσα στο θάλαμο που τον είχαν κι όπου δεν έμπαινε κανείς. Μπήκα με την «ιδιότητά» μου, φόρεσα μάλιστα κι άσπρη μπλούζα. Αλλά σε λίγο οι γιατροί με πήρανε χαμπάρι και με διώξανε. Την ώρα εκείνη κοιτάζανε εμβριθώς κάτι ακτινογραφίες θώρακος, προφανώς του Σεφέρη. Ξαφνικά με είδανε και μούπανε να φύγω, θυμωμένοι. Ωστόσο μπόρεσα κι άρπαξα κάτι, μια εικόνα.

Τον είχαν ξαπλωμένο σ' ένα φορείο με ορούς, τ' άσπρο σεντόνι γανιασμένο απ' τα πλυντήρια τον μισοσκέπαζε. Είχε κλειστά τα μάτια, μήτε άκουγε, άσπρος, λιγάκι γκρίζος, το μούτρο σουρωμένο και σκοτεινό, ένα φάντασμα του Σεφέρη, ένα πτώμα ακόμα ζωντανό, ένα μισοζώντανο πεθαμένο πτώμα.

Στο μνημόσυνο πήγαμε στο νεκροταφείο με τη Μαρία. Πλην των άλλων ήταν εκεί κάμποσοι της ασφάλειας με πολιτικά, μαζεμένοι στα γύρω δρομάκια, παρακολουθώντας την κίνηση, να «κόψουν» φάτσες. Φεύγοντας τελευταίοι, λέει στη Μαρία η κ. Μαρώ. «Εσύ είσαι πολύ καλή. Αυτός (έδειξε με το κεφάλι εμένα) δεν είναι».

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 57-58).