Είναι λίγο να πεθαίνεις, άμα δεν έχεις φαντασία,
άμα όμως έχεις, είναι πάρα πολύ.
F. Céline,
Voyage au bout de la nuit *
άμα όμως έχεις, είναι πάρα πολύ.
F. Céline,
Voyage au bout de la nuit *
Άμα περάσεις τα ογδόντα σού λένε: «Μια χαρά κρατιέσαι, φαίνεσαι νέος». Λόγια γλυκά για όποιον τα λέει, αλλά για εκείνον που τα ακούει ανοίγουν τη δίνη του χρόνου όπου βυθίζεται σαν να έπεσε σε κινούμενη άμμο.
Τα γηρατειά προχωρούν στο σκοτάδι, με το αθόρυβο βήμα των συμπτωμάτων, εκπαιδευμένων ομάδων καταστροφής που βάζουν μπρος την απρόσμενη, απρόσδεκτη και αυξανόμενη ομοιότητα με τους ξένους. [...] τα γηρατειά μοιάζουν με τους τσιγγάνους, ζούν με τις ελεημοσύνες.
Ποιητές, συγγραφείς και φιλόσοφοι που μίλησαν για τα αποτρόπαια γηρατειά, τις περισσότερες φορές δεν έφτασαν ποτέ σε αυτή την ηλικία· συνεπώς μιλούσαν για τα γηρατειά κάποιου άλλου και αυτό είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό.
*
[...] άμα είναι να γεράσεις, θα γεράσεις, και αν βιάζεσαι πολύ θα έχεις άσχημο τέλος. Θα πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό των φροντίδων και των προνομίων. Θυμάμαι τον Eugenio Montale, στη Φλορεντία, κατά τη διάρκεια του πολέμου· δεν ήταν ούτε πενήντα ετών και παρίστανε τον γέρο με την καρώ κουβερτούλα στα γόνατα και περπατούσε σέρνοντας τα πόδια. Προστατευόταν από τις βόμβες με την «αρχαιότητα».
Ήμουν νέος, όταν εξέδωσα, πριν από σαράντα χρόνια, το Monsieur Teste του Paul Valéry, αλλά μόνο τώρα μού φαίνεται πως καταλαβαίνω κάποια λόγια που τότε είχα επιχειρήσει να αντιγράψω σε ένα τετραδιάκι:
«Όταν είναι κανείς παιδί ανακαλύπτει τον εαυτό του, ανακαλύπτει αργά τον χώρο τού σώματός του. Αγγίζει τη φτέρνα του, πιάνει το δεξί του πόδι με το αριστερό χέρι και κατορθώνει να σφίξει το κρύο πόδι μέσα στη ζεστή φούχτα. Τώρα ξέρω τον εαυτό μου από στήθους, ακόμη και την καρδιά».
Το σώμα και η ύλη είναι έτοιμα να καταρρεύσουν και πίσω από εκείνες τις σκιές υπάρχει το κενό, μία τρύπα σκαμμένη στη γή για κάτι που θα βλαστήσει αύριο, κρυφά από τα δικά μας μάτια που είναι γεμάτα χθες.
*
Όταν είσαι γέρος, γίνεσαι αόρατος: σε μια αίθουσα αναμονής, όλοι στη σειρά, μπαίνει μια κοπέλα ψάχνοντας κάποιον. Κοιτάζει τριγύρω και όταν φτάνει σ' εσένα σε προσπερνά λες και είσαι κολονάκι στην εθνική οδό. Τότε ξεκινούν τα γηρατειά. [...]
Θα πρέπει να διασχίσουμε την έρημο των γηρατειών με τα μάτια πυρακτωμένα από αγάπη. Αρκούν, γιατί βλέπουν για τελευταία φορά και τα πάντα αποκτούν την ιερή τους φύση.
Το τέλος να ξεκινήσει από τον εγκέφαλο. Πριν από τρεις αιώνες ο Σουηδός μυστικιστής Emanuel von Swedenborg έγραφε ή καλύτερα πληροφορούσε «ex auditis et visis» [διά ακοής και διά οράσεως, σύμφωνα με όσα είδα και όσα άκουσα] ότι στο επέκεινα πρώτα χάνεται η μνήμη, κατόπιν οι επιθυμίες, μέχρι που το στυλωμένο μάτι δεν βλέπει παρά το φώς τού Θεού. Να είναι αυτό άραγε το χαμόγελο των νεκρών;
*
πώς να διδάξουν εκ νέου, ενάντια
στην τσιγγουνιά των ηλικιωμένων,
τη σπατάλη του χρόνου,
η οποία κάνει πλούσιους τους νέους.*
Το φθινόπωρο, όταν τα λουλούδια γέρνουν το κεφάλι τους, τα κόβω (και ασφαλώς δεν είμαι ο μόνος που το κάνω) και στη συνέχεια τα βάζω κλεφτά στις τσέπες, για να κρύψω την απρέπεια τού επικείμενου τέλους.
*
Θυμάμαι ένα ατύχημα που είχα, όταν ήμουν παιδί. Έτρεχα στην κατηφόρα και στο τέλος, σκοντάφτοντας, χτύπησα με το στήθος πάνω σε μια μυτερή πέτρα. Πόνεσα τόσο πολύ που πίστεψα πως ήμουν νεκρός. Είχα δεί τα ανθρώπινα κορμιά που είχε διαμελίσει ο σεισμός, αλλά η ιδέα τού θανάτου σαν ένα λάθος βήμα, σαν ένα στραβοπάτημα, η ιδέα τού εφήμερου με συνόδευσε σε όλη μου τη ζωή.
Ενθυμούμαι ότι, στη διάρκεια τού πολέμου, σε μια ημέρα μάχης, περισυνέλεξα έναν τραυματία και τον φόρτωσα στους ώμους. Είναι αλήθεια ότι τον έσωζα, αλλά ταυτοχρόνως εκείνο το σώμα λειτουργούσε και σαν ασπίδα μου. Αυτή η πρώτη ανάμνηση που μού ήρθε στο μυαλό συνάπτεται με τη συνείδηση. Να είναι άραγε αυτή η «μαύρη τρύπα» που βρίσκεται έξω από τον χρόνο και τον χώρο;
Ένα κοριτσάκι, περνώντας μπροστά από μία οθόνη
όπου υπήρχε η ακίνητη μορφή ενός άνδρα,
λέει με φυσικότητα: «Πρέπει νά 'ναι νεκρός.
Όταν δεν κουνιούνται, σημαίνει ότι είναι νεκροί».
Ζωή σημαίνει κίνηση και αντιστρόφως.
όπου υπήρχε η ακίνητη μορφή ενός άνδρα,
λέει με φυσικότητα: «Πρέπει νά 'ναι νεκρός.
Όταν δεν κουνιούνται, σημαίνει ότι είναι νεκροί».
Ζωή σημαίνει κίνηση και αντιστρόφως.
Valentino Bompiani, Τα αόρατα γηρατειά (μτφρ. Παν. Τσιαμούρα, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2009, σσ. 9-10, 11-12, 13, 16-17, 36, 40). - Το ενδιάμεσο motto και η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 26, 19), αλλά το αρχικό motto είναι του Σελίν (από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας) και ως παράθεμα (ό.π., σ. 19).