Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

τα αόρατα γηρατειά


Είναι λίγο να πεθαίνεις, άμα δεν έχεις φαντασία,
άμα όμως έχεις, είναι πάρα πολύ.

F. Céline,
Voyage au bout de la nuit *

Άμα περάσεις τα ογδόντα σού λένε: «Μια χαρά κρατιέσαι, φαίνεσαι νέος». Λόγια γλυκά για όποιον τα λέει, αλλά για εκείνον που τα ακούει ανοίγουν τη δίνη του χρόνου όπου βυθίζεται σαν να έπεσε σε κινούμενη άμμο.

Τα γηρατειά προχωρούν στο σκοτάδι, με το αθόρυβο βήμα των συμπτωμάτων, εκπαιδευμένων ομάδων καταστροφής που βάζουν μπρος την απρόσμενη, απρόσδεκτη και αυξανόμενη ομοιότητα με τους ξένους. [...] τα γηρατειά μοιάζουν με τους τσιγγάνους, ζούν με τις ελεημοσύνες.

Ποιητές, συγγραφείς και φιλόσοφοι που μίλησαν για τα αποτρόπαια γηρατειά, τις περισσότερες φορές δεν έφτασαν ποτέ σε αυτή την ηλικία· συνεπώς μιλούσαν για τα γηρατειά κάποιου άλλου και αυτό είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό.

*

[...] άμα είναι να γεράσεις, θα γεράσεις, και αν βιάζεσαι πολύ θα έχεις άσχημο τέλος. Θα πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό των φροντίδων και των προνομίων. Θυμάμαι τον Eugenio Montale, στη Φλορεντία, κατά τη διάρκεια του πολέμου· δεν ήταν ούτε πενήντα ετών και παρίστανε τον γέρο με την καρώ κουβερτούλα στα γόνατα και περπατούσε σέρνοντας τα πόδια. Προστατευόταν από τις βόμβες με την «αρχαιότητα».

Ήμουν νέος, όταν εξέδωσα, πριν από σαράντα χρόνια, το Monsieur Teste του Paul Valéry, αλλά μόνο τώρα μού φαίνεται πως καταλαβαίνω κάποια λόγια που τότε είχα επιχειρήσει να αντιγράψω σε ένα τετραδιάκι:

«Όταν είναι κανείς παιδί ανακαλύπτει τον εαυτό του, ανακαλύπτει αργά τον χώρο τού σώματός του. Αγγίζει τη φτέρνα του, πιάνει το δεξί του πόδι με το αριστερό χέρι και κατορθώνει να σφίξει το κρύο πόδι μέσα στη ζεστή φούχτα. Τώρα ξέρω τον εαυτό μου από στήθους, ακόμη και την καρδιά».

Το σώμα και η ύλη είναι έτοιμα να καταρρεύσουν και πίσω από εκείνες τις σκιές υπάρχει το κενό, μία τρύπα σκαμμένη στη γή για κάτι που θα βλαστήσει αύριο, κρυφά από τα δικά μας μάτια που είναι γεμάτα χθες.

*

Όταν είσαι γέρος, γίνεσαι αόρατος: σε μια αίθουσα αναμονής, όλοι στη σειρά, μπαίνει μια κοπέλα ψάχνοντας κάποιον. Κοιτάζει τριγύρω και όταν φτάνει σ' εσένα σε προσπερνά λες και είσαι κολονάκι στην εθνική οδό. Τότε ξεκινούν τα γηρατειά. [...]

Θα πρέπει να διασχίσουμε την έρημο των γηρατειών με τα μάτια πυρακτωμένα από αγάπη. Αρκούν, γιατί βλέπουν για τελευταία φορά και τα πάντα αποκτούν την ιερή τους φύση.

Το τέλος να ξεκινήσει από τον εγκέφαλο. Πριν από τρεις αιώνες ο Σουηδός μυστικιστής Emanuel von Swedenborg έγραφε ή καλύτερα πληροφορούσε «ex auditis et visis» [διά ακοής και διά οράσεως, σύμφωνα με όσα είδα και όσα άκουσα] ότι στο επέκεινα πρώτα χάνεται η μνήμη, κατόπιν οι επιθυμίες, μέχρι που το στυλωμένο μάτι δεν βλέπει παρά το φώς τού Θεού. Να είναι αυτό άραγε το χαμόγελο των νεκρών;

*

πώς να διδάξουν εκ νέου, ενάντια
στην τσιγγουνιά των ηλικιωμένων,
τη σπατάλη του χρόνου,
η οποία κάνει πλούσιους τους νέους.*


Το φθινόπωρο, όταν τα λουλούδια γέρνουν το κεφάλι τους, τα κόβω (και ασφαλώς δεν είμαι ο μόνος που το κάνω) και στη συνέχεια τα βάζω κλεφτά στις τσέπες, για να κρύψω την απρέπεια τού επικείμενου τέλους.

*

Θυμάμαι ένα ατύχημα που είχα, όταν ήμουν παιδί. Έτρεχα στην κατηφόρα και στο τέλος, σκοντάφτοντας, χτύπησα με το στήθος πάνω σε μια μυτερή πέτρα. Πόνεσα τόσο πολύ που πίστεψα πως ήμουν νεκρός. Είχα δεί τα ανθρώπινα κορμιά που είχε διαμελίσει ο σεισμός, αλλά η ιδέα τού θανάτου σαν ένα λάθος βήμα, σαν ένα στραβοπάτημα, η ιδέα τού εφήμερου με συνόδευσε σε όλη μου τη ζωή.

Ενθυμούμαι ότι, στη διάρκεια τού πολέμου, σε μια ημέρα μάχης, περισυνέλεξα έναν τραυματία και τον φόρτωσα στους ώμους. Είναι αλήθεια ότι τον έσωζα, αλλά ταυτοχρόνως εκείνο το σώμα λειτουργούσε και σαν ασπίδα μου. Αυτή η πρώτη ανάμνηση που μού ήρθε στο μυαλό συνάπτεται με τη συνείδηση. Να είναι άραγε αυτή η «μαύρη τρύπα» που βρίσκεται έξω από τον χρόνο και τον χώρο;

Ένα κοριτσάκι, περνώντας μπροστά από μία οθόνη
όπου υπήρχε η ακίνητη μορφή ενός άνδρα,
λέει με φυσικότητα: «Πρέπει νά 'ναι νεκρός.
Όταν δεν κουνιούνται, σημαίνει ότι είναι νεκροί».
Ζωή σημαίνει κίνηση και αντιστρόφως.

Valentino Bompiani, Τα αόρατα γηρατειά (μτφρ. Παν. Τσιαμούρα, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2009, σσ. 9-10, 11-12, 13, 16-17, 36, 40). - Το ενδιάμεσο motto και η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 26, 19), αλλά το αρχικό motto είναι του Σελίν (από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας) και ως παράθεμα (ό.π., σ. 19).

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

το πάθος που γεννά Χαμαιδράκοντες


Το στοίχημα για νέους εκφραστικούς τρόπους
που θα μιλήσουν για τις νέες μας
ψυχικές διαθέσεις
είναι πάντα ανοιχτό.*


...Η πόλη ετούτη που ένιωσε καλά τι σημαίνει να κλείνει ο κόσμος, όταν έκλεισαν τα σύνορα της βόρειας ενδοχώρας, βρίσκεται σήμερα σε σταυροδρόμι κρίσιμο. Ένας περίπατος ωστόσο, κάποιο πρωί, στο μεγάλο προμαχώνα πίσω από τη Ροτόντα, που όλοι ονόμαζαν πύργο του Χαμαιδράκοντα και σήμερα φιλοξενεί μονάχα βλέμματα και ιδέες, θα πείσει ότι η πόλη αυτή έχει ακόμη πυρετική φαντασία, έχει το πάθος που γεννά Χαμαιδράκοντες.

Αυτούς που θα υπερασπίζονται εσαεί τη μνήμη της και θα εργάζονται για εκείνο τον νέο πολιτισμό που θα δικαιώσει τα εκατό χρόνια ελευθερίας.

Έργα νέα ζητά τούτη η πόλη για να λαμπρύνουν ξανά όχι μόνο την ίδια αλλά συνολικά τον νεώτερο ελληνισμό ώστε να βγεί κάποτε από το τέλμα αυτό που τον κατατρώει δεκαετίες τώρα...

*

Το άνοιγμα σε ευρωπαϊκές επιρροές εδώ [ενν. στη Θεσσαλονίκη] θ' ακολουθήσει γεωγραφικές επιταγές. Κι αν η αθηναϊκή γενιά του Τριάντα προεκτείνει ιδεατά τον οριζόντιο άξονα Ιωνία-Αθήνα-Παρίσι, η σχολή της Θεσσαλονίκης, όπως τη γνωρίζουμε κατ' αρχάς με τις «Μακεδονικές Ημέρες», θα είναι το νότιο άκρο ενός κάθετου άξονα με την Κεντρική Ευρώπη κορυφή. Θα είναι το κέντρο που ενώνει τον ελληνικό νότο με τον ευρωπαϊκό βορρά μέσω του δρόμου Αξιού-Μοράβα.

[...] Με πυρήνα τις «Μακεδονικές Ημέρες» αναδείχτηκε ένα νέο ύφος, με θεμελιώδη στοιχεία τον εσωτερικό μονόλογο, τη χαλαρή δομή (με περιορισμό ή και ανατροπή της πλοκής) και την αποσπασματική αφήγηση, σε μια άρρηκτη σχέση των δημιουργών με το φυσικό περιβάλλον της πόλης που αυτό κυρίως και όχι η καταγωγή σφράγισε το έργο τους. Έργο με ενότητα, παρά τις διαφορές που σε όλα τα ρεύματα και τις σχολές συναντάμε.

[...] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κορυφαίος πεζογράφος αυτής της σχολής, ο Στέλιος Ξεφλούδας (1901-1984), εισηγητής του εσωτερικού μονολόγου στη λογοτεχνία μας [...]. Η δίχως γεγονότα υπόθεση και πρόσωπα πεζογραφία του, μαρτυρεί την καταθλιπτική μοναξιά του ανθρώπου σ' ένα κατατεμαχισμένο κόσμο. Η αγωνία οδηγεί στο χάος όπου δεν είναι πια δυνατή καμία ισορροπία [...].

*

Μία άλλη μορφή των «Μακεδονικών Ημερών», ο έξοχος κριτικός νούς του περιοδικού, ο Πέτρος Σπανδωνίδης (1890-1964), που έχει εμφανιστεί και ως πεζογράφος [...], είναι αυτός που θα θέσει τον Απρίλιο του 1959 (ξεκινώντας στη «Νέα Εστία» σειρά κριτικών κειμένων με τίτλο «Συνομιλίες με τον εαυτό μου») ένα μείζον αίτημα της φιλοσοφίας της ιστορίας που αφορά άμεσα και τη λογοτεχνία. Μία πρότασή του θα έπρεπε να είχε προκαλέσει, αν είχαμε πνευματική ζωή σε εγρήγορση, ευρύτατη συζήτηση:

«Είναι καιρός», έγραφε «να μεταστούμε από τον αστερισμό της παγανιστικής μορφολατρίας και του αρμονικού κάλλους όπου μάς έχει εντάξει η γεωγραφική μεσογειακή μας μοίρα, στον αστερισμό της δύναμης και της τόλμης μπροστά στο ανεξερεύνητο, το προ-αρμονικό, το ουσιαστικό ή και το γυμνά εκφραστικό».

[...] Οι ιδέες του Σπανδωνίδη αποκαλύπτουν, νομίζω, τις προθέσεις εκείνων των πεζογράφων της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης που δεν ήταν απλώς πιο κοντά σε νεωτερικές επιρροές απ' ό,τι οι ποιητές της πόλης, αλλά τολμώ να πώ ήταν πιο μπροστά και από την περίφημη γενιά του Τριάντα που ξετυλίγει τον ίδιο καιρό το έργο της στην Αθήνα. [...] Από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε η σύνδεση της λογοτεχνίας μας με μορφές όπως ο Προυστ, ο Κάφκα, ο Μαλρώ, ο Ρίλκε, ο Τσβάιχ, ο Τόμας Μαν, ο Μαρινέτι, η Γουλφ, η Μάνσφιλντ, ο Τρακλ.

*

Οι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης δουλεύουν έτσι τα μυθιστορήματά τους εσωτερικά, μουσικά, με υποτυπώδη μύθο που διαστέλλεται από την αφήγηση: ως ένα οδοιπορικό του ενδότερου χώρου που καταγράφει είτε την εσωτερική περιπλάνηση (ακόμη κι όταν απέξω δεν υπάρχει καμιά κίνηση) είτε την εσωτερική ακινησία, ακόμη κι όταν εξωτερικά τα τοπία εναλλάσσονται. Ο έξω κόσμος διαλύεται στον εσωτερισμό, συγχέεται με αυτό που ο Μπερξόν ονόμαζε αδιάκοπη μελωδία της ψυχικής μας ζωής.

*

[...] αν οι Αθηναίοι νομίζουν ότι ξέρουν ποιοί είναι, οι Θεσσαλονικείς έχουν την τραγική αμφιβολία διότι δεν ξέρουν ποιοί πραγματικά είναι. Κι αυτό είναι το ακριβό μυστικό του φλογερού ρομαντισμού που εμπνέει τον εσωτερικό μονόλογο.

[...] ήταν επόμενο η ιδιαίτερη σχέση της Θεσσαλονίκης με τη βυζαντινή μυστική παράδοση, με την Ιουδαϊκή εσωτερικότητα αλλά και με την Κεντρική Ευρώπη, μέσα σ' ένα ομιχλώδες, υποβλητικό φυσικό περιβάλλον, να φέρουν πρώτα σε αυτή την πόλη τον εσωτερικό μονόλογο. Στη Θεσσαλονίκη με τις έντονες μεταφυσικές και αναχωρητικές διαθέσεις, ο εσωτερικός μονόλογος είναι η μόνη διέξοδος από την απομόνωση και τον ερμητισμό.

*

Ως προς τη Θεσσαλονίκη όμως (αυτό το διαιώνιο ελληνικό προγεφύρωμα στον κόσμο του βορρά), δεν είναι τυχαίο ότι χρειάστηκε η απελευθέρωση για να κινηθεί η λογοτεχνική δημιουργία. Κοινοτοπία μα αλήθεια: Η τουρκική κυριαρχία αφυδάτωνε κάθε πνευματικότητα.

*

Ο Νίκος Μπακόλας (1927-1999) από την πλευρά του, με τη μαγεία και το δέος της συλλογικής φαντασίας να διαπερνά μια γραφή που ακολουθεί τη νεωτερική τεχνική της ροής της συνείδησης, πλάθει κι αυτός ξανά την ιστορία με τη μουσική του αφήγηση. Ανασύρει από το υποσυνείδητό του μνήμες προφορικές που έχουν υλοποιηθεί και εικόνες τρίτων, όλα τα στοιχεία που συναρθρώνουν μία παράδοση. Η ιστορία της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, τοπία, πολεμικές σκηνές, προσφυγικές αναμνήσεις, ο εβραϊσμός και η ασύγκριτη οδύνη του, εγγράφονται ως συμβάντα αποδεδειγμένης ιστορίας που ξεπερνούν σε σήμανση το ύφος της γραφής του. Ρεαλισμός δεν είναι πια η πιστή αναπαράσταση μα η οδυνηρή αναπόληση της ενδόμυχης, ξεχασμένης ίσως από επικαλύψεις του χρόνου, πραγματικότητας.

*

Ποιός ήταν όμως ο Χαμαιδράκων; Πρόκειται για τον βυζαντινό πολέμαρχο που διακρίθηκε στην άμυνα της πόλης κατά την πολιορκία από τους Νορμανδούς το 1185, όταν άγρυπνος φύλαγε τον πιο αδύναμο, τον πιο ετοιμόρροπο πύργο που «ανανεωτές» πολεοδόμοι γκρέμισαν τον περασμένο αιώνα.

Κώστας Χατζηαντωνίου, Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης (έκδ. Κουκούτσι, Αθήνα 2016, σσ. 50, 15-16, 17, 19, 21, 25, 26, 27, 28, 29, 36, 7). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 48).