Η σαλότης αυτή διέξοδος είναι μόνη των απελπισμένων, των εσωτερικών ανθρώπων, του απροσπέλαστου δάσους, όταν η μονή μαγειρεύει σκορδαλιά, όταν κοιμάται η Παναγία κι αφουγκράζεται αργά τα ξώφυλλα να σπαράζουν. Μήτε στάλα κονιάκ, μήτε η άχνα της σόμπας.
Είναι που κοιμάται στο Δέντρο αποκάτου ο Σαλός άξαφνα, ο πολλά φτωχός, ο που την ιερή απλυσιά εζήλωσε, με την έγνοια μήπως η σφραγίδα τόνε συντρίψει. Και παραπέρα ο 'Εξαρχος, ο αποτρόπαιος τρόπος του, ο Κλειδούχος του ναού.
'Επειτα η έρμη Γυναίκα που θα μού σερβίρει τον καφέ με τ' αρωματικά, η πετροβολημένη, η ανέστια, η που θα μαζωχτεί παρά το φρέαρ των οδυρμών, η που θα τού φωνάξει μια μέρα του κόσμου το άκρο δίκιο της
και γω που διαβλέπω από δώ απ' το κελλάκι μου πόσο μα πόσο εύκολα η αγάπη νικιέται από τη θλίψη, το χτες μπαίνει βαθιά πολύ βαθιά στο αύριο.
Αν με ασπαστείτε θα διψάσετε οι πάντες, γιατί 'μαι γω που μιλώ και με αποστρέφεστε κι ένας φοίνικας υψώθηκε στην παρασκιά της γύμνιας μου.
[...]
π. Παναγιώτη Καποδίστρια, από τη «Νήψη» της συλλογής 'Οταν ο σπηλαιοκτήτης έρθει (έκδ. Αίολος, Αθήνα 1995, σσ. 18-22).
-----
Στον τίτλο του παρόντος δυό λεξούλες από το motto που ενέθεσε ο ίδιος ο ποιητής, παρμένο από το Συναξάρι της κα' Ιουλίου, τουτέστιν Συμεώνος του σαλού, του πολυαγαπημένου, που συνεορτάζει τη σήμερον. Ο ίδιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου