[...] Κι όταν, επιτέλους, την κάλεσε η τηλεφωνήτρια, ήταν καθισμένη στον καναπέ του λιακωτού και κόντευε να τελειώσει με το βάψιμο των νυχιών του αριστερού της χεριού.
'Ήταν απ' αυτές τις κοπέλες που δεν τσακίζονται να σηκώσουν το τηλέφωνο. Θα 'λεγες πως το τηλέφωνό της δεν είχε σταματήσει να κουδουνίζει από τη μέρα που μπήκε στην εφηβεία της.
Με το βουρτσάκι της, κι ενώ το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπάει τελείωσε και με το μικρό της δάχτυλο, περνώντας άλλη μια φορά με το βερνίκι το μηνίσκο του νυχιού. 'Ύστερα, έκλεισε το μπουκάλι με το καπάκι του, σηκώθηκε κι έπιασε να κουνάει πέρα-δώθε το αριστερό της χέρι για να στεγνώσει. Με το στεγνό της χέρι -το δεξί- πήρε ένα γεμάτο σταχτοδοχείο από τον καναπέ και το πήγε στο κομοδίνο, εκεί όπου ήταν το τηλέφωνο. Κάθισε σ' ένα απ' τα δυο στρωμένα κρεβάτια και -θα 'ταν το πέμπτο ή έκτο χτύπημα- σήκωσε το ακουστικό. [...]
Τζ. Ντ. Σάλιντζερ [j.d. Salinger], «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα» στο: Εννέα Ιστορίες (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Καστανιώτη. Αθήνα 2010, σσ. 13-14).
-----
* Ο τίτλος από την σ. 15 σε διαφορετική όμως απόδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου