Σάββατο τρίτης Εβδομάδος
Κατεντευτής σημαίνει: «κάποιος που στέκεται απέναντι και φωνάζει το αίτημά του». Αλλά ποιός μπορεί να φωνάξει το αίτημά του, αν δεν έχει φωνή κι αν δεν έχει κυρίως εμπιστοσύνη στη φωνή του; Πώς μπορεί να αναγνωρίσει ο άνθρωπος την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα της φωνής του, όταν το καθετί γύρω του δίνει αξία στα αντικείμενα και όχι στις φωνές; Στους μηχανισμούς και όχι στα πλάσματα που χωρίς αυτά οι μηχανισμοί δεν είναι παρά κατασκευάσματα φθοράς;
Κι όμως η πρόκληση είναι πανάρχαιη και το άθλημα επίσης: να αρθρώσει κάποιος το αίτημά του με τη δική του φωνή και να σταθεί κατέναντι του Εντευκτή για να το κραυγάσει. Τα αιτήματα των ανθρώπων στο βάθος βάθος μοιάζουν, λίγο πολύ. Η εμπιστοσύνη στο κέντρο της ύπαρξης του αιτούντος είναι που διαφέρει: ως ποιότητα έντασης και ποιότητα συγκέντρωσης.
Το πιο χαμηλόφωνο αίτημα μπορεί να διαπεράσει τους ορίζοντες, όπως το πλέον ορμητικό βέλος. Πού βρίσκεται εναποθηκευμένη η όρμηση;
Οπωσδήποτε όχι στη μαζικότητα, σε κανενός είδους μαζικότητα. Δεν υπάρχει μαζική εμπιστοσύνη. Πού ψηλαφείται λοιπόν, αν όχι στην αίσθηση του εαυτού; Στη χαρά πως: «σ' αυτή τη φωνή είμαι συγκεντρωμένος εγώ και μπορώ να με αναγνωρίσω».
[...] Η φωνή του τόν διαβεβαιώνει πως «είναι εδώ μέσα του».
Και αν πορευτώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι κακά, ότι σύ μετ' εμού εί. Μπορεί να εκφράσει κανείς αυτή την ήσυχη βεβαιότητα, αν δεν έχει προηγουμένως αντίληψη της δικής του φωνής, αίσθηση του εαυτού του;
Σε μια ομιλία του ο μοναχός Ζαχαρίας του Έσσεξ αναφερόμενος στον Πνευματικό του Οδηγό επανέλαβε κάτι που εκείνος συνήθιζε να λέει: «Όταν ο άνθρωπος ολόκληρος συγκεντρωθεί στην ύπαρξή του και μαζέψει όλα τα νοήματά του σε ένα, τότε μπορεί να σταθεί κατέναντι του Θεού και να φωνάξει: "Πρόσεχε Ουρανέ, και λαλήσω" έχοντας την αξίωση να σταθεί όλος ο Ουρανός, όλη η Βασιλεία του Θεού σε προσοχή και να ακούσει τα δικά του ρήματα. Λέει: όπως εγώ άκουσα το ρήμα του Θεού, τώρα Ουρανέ στάσου κι άκουσε και μένα».
Φωνή που ακούει και ακούγεται. Εαυτός που αναγνωρίζεται και αναγνωρίζει.
*
Πέμπτη τετάρτης Εβδομάδος
Η Σιμόνη Βέιλ γράφει στο «Η Βαρύτητα και η Χάρη»: Ένας θεόπνευστος άνθρωπος είναι άνθρωπος με συμπεριφορά, σκέψεις, αισθήματα που δε συνδέονται με παραστατικό δεσμό.
Είμαστε δέσμιοι ενός αφάνταστου αριθμού παραστάσεων που τις περισσότερες φορές αυξάνουν τον πόνο μας. Αλλά για τους ανθρώπους της Χάριτος η παρατήρηση, αυτό που ονομάζουν θεωρία, προκαλεί άφατη χαρά και άφατη γλυκύτητα.
Η Σιμόνη Βέιλ προσθέτει: Ο μεγάλος πόνος του ανθρώπου που αρχίζει από τα παιδικά χρόνια και ακολουθεί μέχρι τον θάνατο, είναι πως το να βλέπει και να τρώγει είναι δυό διαφορετικές ενέργειες. Η αιώνια μακαριότητα είναι μιά κατάσταση, όπου το να παρατηρείς είναι να τρέφεσαι.
Να παρατηρείς τα ίχνη του Θεού. Αυτό ίσως εννοούσε το μεγάλο πνεύμα της Βέιλ;
*
Δευτέρα πέμπτης Εβδομάδος
«Το είναι είναι πανάλαφρο!» [π. Παΐσιος]. Πόση μεγάλη διαφορά από την αντίληψη του Μίλαν Κούντερα σχετικά με την «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι».
Για την ορθόδοξη ασκητική εμπειρία «όσο περιστέλλεται η επιθυμία προς τον πηλό τόσο περισσότερο διαπερατή από το Φώς γίνεται η ανθρώπινη ύπαρξη και τόσο περισσότερο αυξάνει το βίωμα του ελαφρού είναι ως μακαριότητα. Αλλά», συμπλήρωσε ένας άλλος Γέροντας, «η βαθύτερη και ελάχιστα συνειδητή, ίσως και πλήρως ασυνείδητη επιθυμία του ανθρώπου είναι προς τον πηλό».
Δεν πρόκειται για μιαν άλλη εκδοχή της βαρύτητας;
Πόσο προικισμένη ήταν η όραση της Σιμόνης Βέιλ, όταν αντιπαρέθεσε την Βαρύτητα προς την Χάρη. [...]
Νατάσα Κεσμέτη, Ερωτήματα σε ανάλγητους καιρούς (έκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα 2018, σσ. 44-45, 45-46, 54-55, 61-62).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου