Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2005

'Εχεις καμμιά καλή ιδέα;


-Γειά σου, αγόρι μου. 'Εχεις καμμιά καλή ιδέα;
-Εσύ 'σαι, γλύκα μου;
-Αριθμός δέκα. Πές το κι έγινε.
-Γειά σου, παίδαρε. Είσαι για ένα γρήγορο;

Η εξίσωση στη σελίδα του τετραδίου του άρχισε να απλώνει μια ουρά, με μάτια και άστρα σαν του παγονιού. Κι όταν τα μάτια και τα άστρα των εκθετών αφαιρέθηκαν, άρχισε αργά να μαζεύει. Οι εκθέτες, που έμπαιναν και έβγαιναν, ήσαν μάτια που άνοιγαν και έκλειναν. Τα μάτια, που άνοιγαν και έκλειναν, ήσαν άστρα που γεννιόνταν και έσβηναν...

Το μουντό φώς έπεσε ακόμη πιο αδύναμο στη σελίδα, όπου μιά άλλη εξίσωση άρχισε να ξετυλίγεται αργά και ν’ απλώνει την ουρά της. 'Ηταν η ψυχή του που ανοιγόταν στην εμπειρία, που ξετυλιγόταν, αμαρτία την αμαρτία, ανάβοντας πυρές διάπυρων άστρων, και διπλωνόταν ξανά, σβήνοντας τα φωτά και τις φωτιές της. 'Εσβησαν. Και το ψυχρό σκοτάδι γέμισε το χάος.

Μιά ψυχρή διαυγής αδιαφορία βασίλευε στην ψυχή του. Στην πρώτη του φλογερή αμαρτία είχε νιώσει ένα κύμα ζωτικότητας να φεύγει από μέσα του και είχε φοβηθεί ότι η υπερβολή θα σακάτευε το σώμα του ή την ψυχή του. Αλλά το ζωτικό κύμα τον πήρε στον κόρφο του και τον έβγαλε έξω από τον εαυτό του και μετά, όταν υποχώρησε, τον έφερε ξανά πίσω. Και κανένα μέρος του σώματος ή της ψυχής του δεν έπαθε τίποτα, μόνο μιά σκοτεινή γαλήνη απλώθηκε ανάμεσά τους. Το χάος στο οποίο έσβησε η φλόγα του ήταν μιά ψυχρή, αδιάφορη αυτοσυνειδησία.

Είχε αμαρτήσει θανάσιμα όχι μιά αλλά πολλές φορές και ήξερε ότι, μολονότι η πρώτη μόνο αμαρτία αρκούσε για την αιώνιο καταδίκη του, οι διαδοχικές πολλαπλασιάζαν την ενοχή και την τιμωρία του. Οι σκέψεις του και οι πράξεις του δεν τον εξιλέωναν, οι πηγές της θείας χάριτος δεν δρόσιζαν πια την ψυχή του. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελεήσει ένα ζητιάνο και να φύγει γρήγορα, χωρίς να περιμένει ευχαριστώ, ελπίζοντας με κρύα καρδιά ότι θα λάβει για ανταπόδοση κάποια ψιχία χάριτος. Η ευσέβεια είχε χαθεί. Ποιό το όφελος να προσεύχεται όταν ήξερε ότι αυτό που λαχταρούσε η ψυχή του ήταν η απώλεια; 'Επαρση και δέος δεν τον άφηναν να προσφέρει στο Θεό ούτε μιά...



James Joyce, Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία (εισαγ. μτφρ. Αρης Μπερλής, εκδ. Πατάκης, Σεπτ. 2001, σσ.182-184).

Το ανεβάζω εδώ αποκλειστικά για την/τον thalassa που μου την μπαίνει χυνέχεια.


8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

sinexeia vre senexeia Ax de simorfonese esu me tipota

το θείο τραγί είπε...

Aγαπητή/τέ μου thalassa, δεν πάτε και πουθενά αλλού να σχολιάσετε...

Λέω τώρα εγώ.

Ανώνυμος είπε...

Οι στιχοπλόκοι ισχυρίζονται ότι η λέξη "θάλασσα" κάνει ρίμα μόνο με τη λέξη "χάλασα".
Δεν ξέρω αν αληθεύει απολύτως αυτό, αλλά στα τραγούδια που φέρνω στο νού μου, έτσι συμβαίνει. Κρίμα...
Επίσης πως να πεις σε μια θάλασσα "άντε πνίξου"...

το θείο τραγί είπε...

Ω!!! Ευχαριστώ. Ευχαριστώ.

(Μπορώ; Μπορώ να πάωω κι εγώ;)

Ανώνυμος είπε...

Esu agapito mou theio tragaki pnigesai se mia koutalia nero monaxouli sou Eeeeeeeeeeeeeee ti tha les tiiiiiiiiiiiiiiiiiiiiiii thalassa........................

Kai tora ante pnixou

greekgaylolita είπε...

Υπέροχο απόσπασμα

το θείο τραγί είπε...

Χαίρομαι αγαπητή/τέ μου, lolita, χαίρομαι για την σεπτή σου κρίση.

Δεν σού κρύβω πως με ευχαριστεί η παρουσία σου (ξέρω, θα πεταχτεί απ' ανάμεσα αυτή η thalassa που παραλίγο να σε πάρει απ' το μαλλί προχθές μιά μέρα. Χαίρομαι που αψήφησες τις προκλήσεις της).

Τουλάχιστον εσύ εδιάβασες το γεμάτο τούτο απόσπασμα. (Βάζω στοίχημα πως αυτή ούτε κατά διάνοιαν δεν θα το διάβαζε. Μόν' θά 'πεσε το μάτι της στην τελευταία αράδα...).

Πρόκειται για αξιόλογο βιβλίο, γραμμένο (Δουβλίνο 1904 - Τριέστι 1914) πολύ πριν εκείνον τον Οδυσσέα. Απηχεί την περιπέτεια μέσ' στην ανταρσία, το άνδρωμα το πνευματικό του Joyce μεσ' στην πολύβουη οικογένεια, τους φίλους, την εκκλησία, το έθνος.... Μάς άφησε και την πρώτη γραφή... Στήβεν ο ήρωας. Κάπου κυκλοφορεί κι αυτή.

Την συγκεκριμμένη έκδοση (ISDN 960-16-0125-2) επιμελήθηκε, όπως σημείωσα, ο 'Αρης Μπερλής, για τον οποίο ήδη διαβάσαμε σε άλλη ιστοσελίδα ύμνον. 'Υμνον, βέβαια, που άπτεται του έργου του και που και σύ και γώ και κάθε τρίτος, διαπιστώνει άμα στρωθεί στην ανάγνωση τούτου του υπέροχου αποσπάσματος. Πρώτα, κι ύστερα σ' όλη τη δουλειά αυτή του Μπερλή, μηδέ του αυτιού του βιβλίου, με το χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον Κάφκα, (τούς συνέδεσε):

Τούς ρώτησαν αν θέλουν να γίνουν βασιλιάδες ή αγγελιαφόροι των βασιλιάδων. Σαν τα παιδιά, διάλεξαν όλοι το δεύτερο. 'Ετσι, υπάρχουν μόνον αγγελιαφόροι που τρέχουν γύρω γύρω στον κόσμο και φωνάζουν ο ένας στον άλλον.... Και τα λοιπά.

Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου γυρνά σ' έναν νέο (πλατωνικό;) διάλογο με τον Κράνλυ. Η πρόθεσή του: Non serviam. Ου δουλεύσω, δεν κρύβεται.

Θα ξαναπάω στο Δουβλίνο. Αλλά και στο Kork αυτή τη φορά.

Ανώνυμος είπε...

Mpravo, tragaki!!! Den antexes Epiases sizitisi mazi tou. Alla idios eisai ki esu alios de tha takimiazate