'Υστερα απ' αυτό παρέμειναν και οι δυό σιωπηλοί;
Σιωπηλοί, καθένας παρατηρώντας τον άλλον στους διπλούς καθρέφτες των αντίστοιχων σάρκινων δικώντουςκαιόχιδικώντους φιλικώνπροσώπων.Τζαίημς Τζόϋς, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, (κεφ. XVII [ΙΘΑΚΗ], μτφρ. Σωκράτη Καψάσκη, έκδ. ΚΕΔΡΟΣ 1990, σ.726).
Διασχίζω κι εγώ, σιωπηλός, τούτη την πόλη που ζητά να γιορτάσει κι όμως δεν είναι γιορτινή. Δεν μπορεί να είναι γιορτινή. Δεν ξέρει να είναι. Δεν έχει κάν το στίγμα ενός λόγου γιορτινού. Λόγου των πραγμάτων γιορταστικού. Δεν ξέρει να τό έχει πιά. Αλιά μου!
Κυνηγός αστέρων εις έτι εγώ και νύχτα σέληνος πλέον των ήμισυ και δεκατεσσάρων ωρών. Του χινοπώρου λήγοντος εν τω βάθει της νυκτός. Του χειμώνος επερχομένου εν τω πανηγύρει του ηλιοστασίου, που εγγίζει όπου νά 'ναι κι αυτό. Στέκομαι σα τον ήλιο ανάμεσα στις δύο εποχές και κοιτώ. Οι μανταρινιές όταν έχουν γεράσει φύλλωμα μόνο αλλάζουν. Σαπισμένα ρίχνουν τα μανταρίνια κάτω, ώριμα σκάνε... Αρθρώνω έναν λόγο κρυφό.
*
Πιστός στα προλεχθέντα. Δεν είναι ότι θυμήθηκα τυχαία τον Μοσκώφ. Είναι ότι ποτέ δεν τον άφησα. Ποτέ δεν τον ξέχασα σ' όλη τούτη την περιπέτεια. Είναι ότι την παράγραφο αυτή, την είχα πάντοτε για ερωτικόν οδηγό:
ταξίδι της ύλης ανάμεσα στο εντός μας γίγνεσθαι και στο γίγνεσθαι εκτός μας – νόστος ή αναζήτηση του 'Αλλου από το Εγώ μας...
Εμμένω σε έναν λόγο εσωτερικόν. 'Οπως και όλα αυτά που γράφω εδώ. Είναι λόγος –ταξείδι, που λέγεται, ταξείδι της ύλης ανάμεσα στο εντός μας γίγνεσθαι και στο γίγνεσθαι εκτός μας. Λέξεις που, ταξιδεύοντας, ποτέ δεν προφέρθηκαν δυνατά. Τούτο κι αν πρέπει να τονιστεί. Λόγος, που ποτέ αφτί δεν τον συνέλαβε.
Γράφω εγώ -όπως κι εσύ- ό,τι εσύ διαβάζεις εδώ, όχι όμως φωναχτά, αλλά, συλλαβίζεις μπροστά στην οθόνη από μέσα σου. Και συλλαμβάνεις, αν συλλαμβάνεις, ό,τι συλλαμβάνεις. Παρασυρόμαστε το λοιπόν, απ' εδώ, σε μιά μοναχική, εσωτερική, τελικά: κρυφή (σε κάποια γωνιά) εργασία. Νόστον ή αναζήτηση του 'Αλλου από το Εγώ μας... Εκεί μόνον, κρυφίως, βρίσκει κανείς το ζητούμενο νόημα όλων τούτων των λέξεων που απλώνω/απλώνεις εδώ. Εδώ, μέσα, στου διαδικτύου την βασιλεύουσα σιγή. Και αναζήτηση. Την κάπως αλμυρή. Και νόστον. Γέννησην γυρεύοντας. * * Να ανακατευτούν στη ρύμη του λόγου που τρέχει, που αναβλύζει και κάνει να βγεί, πετώντας πλέον, να στάξει βροχή να σέ βρεί. Να αφεθεί αυδή αυτή, έρχεται να σού πεί. Κι όμως δεν λέει τίποτα, γιατί απλώς, μόνον είναι. Ταξείδι, που λέγαμε, της ύλης ανάμεσα στο εντός μας γίγνεσθαι και στο γίγνεσθαι εκτός μας – νόστος ή αναζήτηση του 'Αλλου από το Εγώ μας. Δεν λέει τίποτα, αλλά είναι. Είναι λόγος ερωτικός, τροφή για τις αισθήσεις που τον διψούν σα την άνυδρη γη. *
Γυρνώ στις εφημερίδες που ακόμη μάς (εμάς τους της μπλογκαρίας υιούς) ξεπερνούν. Βρίσκω στις εφημερίδες ένα κείμενο του πρόωρα χαμένου μα ώριμου παιδιού, του Χρ. Βακαλόπουλου. Γράφει για την πόλη μας και τις ταινίες του Βέγγου (ναί! του Βέγγου!):
διασχίζοντας την πόλη, ο κωμικός αγγίζει την αλήθεια της, μια αλήθεια που μεταβάλλεται πολύ γρήγορα και τον αναγκάζει να τρέχει...
Σχόλιο με ηρακλείτεια φόρα γινομένο. Σχόλιο τόσο καθαρό, τόσο αληθινό. Με ηρακλείτεια φόρα δοσμένο. (Το αναδημοσιεύει το ένθετο 7ημέρες της Καθημερινής (Κυριακή, 11-12-05), κλείνοντας ομόλογο αφιέρωμα για την πόλη μας, κι είναι παρμένο από τον συγκεντρωτικό τόμο με τα κείμενά του (1976-1980) για τον κιν/φο).
Να μιλήσω, λοιπόν, θέλω γυρνώντας κι εγώ. Εδώ κι εκεί. Τρέχω εξαναγκασμένος, για να μην χάσω την μεταβαλλόμενή της αλήθεια. Και τί να πώ... Με μιάς όλα έρχονται κοντά εκεί όπου γεννιέται ο λόγος, τό 'να δίπλα στ' άλλο, και ιδού... συνωθούνται, σπαρταρούν, ζητούν να χτυπηθούν μαζί με τη γλώσσα, κάτω – πάνω, πάνω - κάτω. Να παίξουν στον ουρανίσκο, τα δυσκολότερα στο λαρύγγι να σταθούν ή από τη μύτη να διέλθουν, να βγούν, για ν' ακουστούν...
Στο μεσοδιάστημα που ταξιδεύει ο λόγος από εμένα μέχρι που έρχεται εσένα να βρεί, αν κάτι εξαντλεί, αν κάτι μηδενίζει είναι η κάθε του διάσταση. Δεν υπάρχει πλέον απόσταση...
Στην αρχή τον λυπόμουνα τον 'Εκτορα, τώρα πια, όχι.
Νύχτα μετά την βροχή στον νεαρό ελαιώνα που θάλλει ελαφρύς προβάλλει η σελάνα με την γενειάδα της τη γιορτινή πίσω από τα σύννεφα και την υγρασία να στάζει στους βλαστούς που απόμειναν να φέρουν του χρόνου καρπόν... Αν τυχόν σταθείς ν' αφουγκραστείς όλον τούτο τον λόγο, αφέσου να παρασυρθείς από την κομιζομένη πλήμμυρα, την ου πλήμμυρα, ύδατος αλιάρτου και ηδυόσμου, του λαλούντος τους λόγους των όντων... Πώς ανάβεις με την αφή του όλου σώματος. 'Υστερα απ' αυτό παρέμειναν και οι δυό σιωπηλοί;
Σιωπηλοί, καθένας παρατηρώντας τον άλλον στους διπλούς καθρέφτες των αντίστοιχων σάρκινων δικώντουςκαιόχιδικώντους φιλικώνπροσώπων.
(του παιδιού που εις έτι μού στέλνει ραβασάκια λίγο πριν από τις γιορτές).