Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

το να θυμάσαι


Κατά την άποψή μου, τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο από το να θυμάσαι. 'Οταν θυμάμαι ένα περιστατικό της ζωής, είναι επειδή έχει πάψει αυτό καθαυτό να υπάρχει. Λέγεται ότι ο χωρισμός ανανεώνει τον έρωτα και είναι απολύτως αληθινό, όμως το κάνει μ' ένα τρόπο καθαρά ποιητικό. Το να ζείς με την ανάμνηση είναι ο πιο τέλειος τρόπος του να ζείς τον οποίο μπορεί κανείς να φανταστεί. Η ανάμνηση μάς χορταίνει περισσότερο από κάθε πραγματικότητα και διακατέχεται από μια γαλήνη που καμμιά πραγματικότητα δεν διαθέτει. 'Ενα συμβάν που το αναπολεί κανείς έχει ήδη καταχωρηθεί στην αιωνιότητα και δεν παρουσιάζει πλέον κανένα εφήμερο ενδιαφέρον.


Soren Kierkegaard, Διαψάλματα


------
Το είχα υποσχεθεί ήδη από τότε. Για την πριπέτεια με την Regina έγραψε κι αυτός εδωδά, όπως έχω ήδη σημειώσει παλαιότερα. Ο ίδιος.


Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

για τις πρώην καταστάσεις


Ας εξετάσουμε πρώτα τις αγάπες που είχα για κάποιο χρόνο πριν τις προδώσω ή τις εγκαταλείψω. Κι όμως, τους μένω πιστός, και μάλιστα οριστικά. 'Οχι βέβαια χάρη στις προσπάθειες της ανάμνησης, που η εργασία του πένθους ή μια απογοήτευση με τη λογοκρισία της μπορούν αν θέλουν, αντιθέτως, να τις καταργήσουν. Αλλά επειδή όσο πιο πολύ πείθω τον εαυτό μου ότι «Δεν θέλω να ακούσω τίποτε», τόσο πιο πολύ αναγνωρίζω, με την άρνησή μου την ίδια, ότι ήμουν ο εραστής εκείνου για τον οποίο σήμερα θέλω να ξεχάσω τα πάντα.

Δεν είναι η μνήμη του τάδε προσώπου, ή ετούτης εδώ της σάρκας, ούτε αυτού εδώ του άλλου – όλα αυτά μπορούν κάλλιστα να εξαφανιστούν χωρίς να αφήσουν ψυχολογικά ίχνη. Είναι ότι κάποτε έκανα μια ανεπανόρθωτη εξομολόγηση σ' αυτόν που ίσως έχει σβήσει από τη μνήμη μου και του οποίου έγινα ο εραστής· αν σήμερα έχω ξεχάσει τα πάντα, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι, για να αγαπήσω αυτόν που έχει πια εκλείψει, έφτασα όντως στο καθεστώς του εραστή, ότι αγάπησα όντως από πρωτοβουλία σύμφωνα με την αρχή του μη αποχρώντος λόγου, και ότι όντως έλαβα από αυτόν τη σάρκα μου (την οποία δεν είχε) δίνοντάς του τη δική του (την οποία δεν είχα).

Οπότε, ακόμα κι αν ο όρκος δεν ήξερε πώς να διαρκέσει, δεν το μπόρεσε, ή δεν το θέλησε, ακόμα κι αν ο άλλος έχει εξαφανιστεί μαζί με το φαινόμενο που τον φανέρωσε, το γεγονός παραμένει ότι ριζικοποίησα την ερωτική αναγωγή, της οποίας η σφραγίδα με σημαδεύει για πάντα. 'Ο,τι έκανα, είπα ή αισθάνθηκα από έρωτα φτάνοντας μέχρι τη ριζικοποιημένη ερωτική αναγωγή, με σημάδεψε σαν οριστικό στίγμα και μού επέβαλε μια νέα μορφή. 'Ισως έχασα με το χρόνο τον τάδε άλλο ή έχασα χρόνο μαζί του – αλλά δεν θα χάσω ποτέ αυτό που χρειάστηκε να γίνω για να τον αγαπήσω.

'Ολες τις πράξεις που έκανα ως εραστής, τις κρατώ για πάντα μέσα μου – ή μάλλον με κρατούν μέσα τους και σώζουν την αδιαμφισβήτητη ερωτική αξιοπρέπειά μου. Αυτοί που αγάπησα ίσως χάθηκαν, όχι όμως το γεγονός ότι τούς αγάπησα, ούτε ο χρόνος που αφιέρωσα γι' αυτό, ούτε ο εραστής που έγινα για να τούς αγαπήσω. Γιατί δεν υπάρχει ποτέ πρώην, υπάρχουν μόνο τα ανεξίτηλα ίχνη των άλλων, που με έκαναν εραστή, εραστή όχι άσφαλτο, αλλά ανέκλητο. Ποτέ δεν θα μπορέσω να αναιρέσω το γεγονός ότι μπήκα στον πειρασμό να αγαπήσω, ότι επομένως αγάπησα.


Jean-Luc Marion, Το ερωτικό φαινόμενο (μτφρ. Χρ. Μαρσελλος, έκδ. Πόλις, Αθήνα 2008, σσ. 351-352).


Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

η ζήλια και η τιμή της


Και όμως, πώς να μην παραδεχτούμε ότι, στις αξιοθρήνητες μορφές που παίρνει, η ζήλια αντιφάσκει και φαινομενικά αποδεικνύεται μάταιη; Αρκεί να την ακούσει κανείς να μιλάει για να πειστεί.

Πρώτη μορφή: αγαπώ τέλεια (το λέω και το καυχιέμαι) έναν άλλο που, εκείνος, όπως δείχνουν τα πράγματα δεν με ανταγαπά· βλέπω σ' αυτό αδικία· με πιάνει αγανάκτηση, αυτό που λένε ζήλια. Αλλά τι σημαίνει εδώ το αγαπώ; Τίποτε παραπάνω από μια αδιαμόρφωτη επιθυμία, που δεν φτάνει ακόμα ώς την ερωτική αναγωγή, αγνοεί την πρωτοβουλία του εραστή και λυσσάει ζητώντας τυφλά την αμοιβαιότητα χωρίς ποτέ να υποθέτει ότι η αμοιβαιότητα, ίσως, δεν είναι κάτι αυτονόητο. Η αγωγή της ζήλιας καταλήγει σε αθώωση. Αν εξακολουθήσω να απαιτώ αυτό που κανείς δεν μού οφείλει, αυτό θέτει εν αμφιβόλω τη νοημοσύνη και τη διαύγειά μου, την ικανότητά μου να αρέσω και τη χάρη μου, αλλά δεν αφορά τον άλλο, ο οποίος εξ ορισμού δεν μού οφείλει τίποτε. Πρόκειται λοιπόν για παρεξήγηση ως προς το τι χρωστά ο άλλος, ως προς τα δικαιώματά μου απέναντί του και ιδίως ως προς την ίδια την έννοια του έρωτα.

[...]

Αυτό λοιπόν που απαξιώνει τη ζήλια δεν είναι τόσο οι αντιφάσεις της, όσο προφανείς κι αν φαίνονται, όσο η απόλυτη άγνοια της ερωτικής αναγωγής και των διαδοχικών στιγμών της που τη χαρακτηρίζει. Γιατί η ζήλια, όταν διαμαρτύρεται ότι ο άλλος δεν με αγαπά, δεν βλέπει καν τη βαθιά αδικία αυτού που προϋποθέτει – ότι ο άλλος θα έπρεπε να με αγαπά, ότι το οφείλει κιόλας, ιδίως αφού εγώ τον αγαπώ ήδη, και ο έρωτας απαιτεί αμοιβαιότητα· η ζήλια προϋποθέτει λοιπόν ότι δεν τελώ την ερωτική αναγωγή, ότι δεν αντικαθιστώ το ερώτημα «'Αραγε μ' αγαπούν;» με το ερώτημα «'Αραγε μπορώ να αγαπήσω, πρώτος εγώ;», εν ολίγοις ότι δεν κάνω ακόμα έρωτα ως εραστής, ότι δεν έχω την πρωτοβουλία, παρά απαιτώ αμοιβαιότητα, εν ολίγοις ότι δεν αγαπώ. 'Ετσι εννοημένη, η ζήλια δεν προτείνει παρά μια εξέλιξη προς τα κατώτερα στάδια της ερωτικής αναγωγής. Δεν μπορώ παρά να τη βγάλω από το δρόμο μου, όπου θα πρόσθετε απλώς μια ακόμα απορία.


Jean-Luc Marion, Το ερωτικό φαινόμενο (μτφρ. Χρ. Μαρσελλος, έκδ. Πόλις, Αθήνα 2008, σσ. 322-323, 325).


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

έρως


Με τραβούσε μια δυνατή επιθυμία για τα μέρη [του Σινά], που τώρα πια ΕΧΩ κατακτήσει, και πετούσε ευτυχισμένη η σκέψη μου στην απόλυτη ησυχία και τίποτε άλλο δεν μπορούσα να σκεφτώ ή να ιδώ εκτός από αυτό. Γιατί όταν ο έρωτας κυριέψει την ψυχή κάποιου, την αποσπά βίαια απ' όλα, ακόμη κι απ' τα πάρα πολύ σπουδαία, και την οδηγεί σ' αυτό που ποθεί, χωρίς να λογαριάζει ούτε τον κόπο ούτε την κούραση ούτε εξευτελισμό. Γιατί όλα τότε είναι υποταγμένα πρόθυμα στην επιθυμία και τυραννιούνται θεληματικά και ευχαριστιούνται στον ζυγό της υποταγής από μια θεληματική και αυθόρμητη ανάγκη.


Αββάς Νείλος, Διήγημα 7, Μαρτυρολόγιον του Σινά (μτφρ., σ. 266).


Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

τον είχε κάμει ποιητή


«Αρκετό καιρό τώρα –γράφει ο Constantius για τον Νέο [ψευδώνυμοι του συγγραφέα ήρωες στην Επανάληψη]- ήταν ερωτευμένος, αλλά το έκρυβε ακόμα κι από μένα! Τώρα βρισκόταν πια στο στόχο της επιθυμίας του. Είχε εξομολογηθεί και βρεί ανταπόκριση». Η αγάπη που ένιωθε για τη νέα ήταν όλο πάθος. «Ο ίδιος φλογιζόταν μέσα στην αγάπη. 'Οπως το σταφύλι που όταν φτάνει στην ύψιστη φάση γίνεται φωτεινό και διαφανές κυκλοφορώντας ο χυμός μες από τις λεπτές φλέβες, όπως ο φλοιός που σκάει σαν ωριμάσει ο καρπός σ' όλη του την πληρότητα, έτσι ξεσπούσε ο έρωτας σχεδόν ολοφάνερα πάνω στη μορφή του».

Μέσα σε τέτοιες στιγμές έξαρσης άφηνε να ξεσπά ο έρωτάς του «σε χαρά μακάρια», επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά μια στροφή του Paul Moller:

Μες στα γεράματα βαριά που γέρνω εδώ
Κάποιο όνειρο αναδεύεται στης μνήμης
τον πυθμένα.
Για Σε βυθίζομαι και Σένα αναπολώ,
Γυναίκα κι Ηλιε μου, ολοένα!

Μόλο το πάθος του όμως για την αγαπημένη του ένιωσε κάποια στιγμή η αγάπη του να μεταβάλλεται σε ανάμνηση, λες και η νέα του αυτή εμπειρία ξεπήδησε μες από τα ίδια τα λόγια του ποιητή. 'Οπως διηγείται ο Constantius για τον Νέο, «ήταν ερωτευμένος μέσα του βαθιά, αυτό ήταν φανερό, κι ωστόσο ήταν αμέσως σε θέση κιόλας μιάν από τις πρώτες μέρες να κάμει την αγάπη του ανάμνηση. Είχε στο βάθος ξοφλήσει με ολόκληρη τη σχέση. Αρχίζοντας έκαμε ένα βήμα τόσο τρομερό που προσπέρασε τη ζωή». Η πλάνη του ήταν πως «στεκόταν στο τέλος αντί στην αρχή». 'Ομως, στην πραγματικότητα, όπως παρατηρεί ο Constantius, «στην πρώτη χαραυγή του έρωτα παλεύουν μέλλον και παρόν αναμεταξύ τους για να πάρουν μια αιώνια έκφραση. Και τούτη η πράξη ανάμνησης είναι ακριβώς η αιωνιότητα, ξανακυλώντας πίσω μέσα στο παρόν. Αρκεί η ανάμνηση αυτή να είναι υγιής».

Στην περίπτωσή του ειδικά, ο Νέος, αντί να σκέφτεται πια το μελλοντικό γάμο με την αγαπημένη του, βλέπει τώρα τον εαυτό του ένα γέρο που κάθεται σε μια πολυθρόνα κι αναθυμάται τις ερωτικές μέρες της νιότης του. Γιατί «από την πρώτη στιγμή έγινε γέρος άνθρωπος αναφορικά με τη σχέση ολόκληρη». Στην πραγματικότητα, το αληθινό συναίσθημα αγάπης τέλειωσε γι’ αυτόν αμέσως μόλις άρχισε. 'Εγινε νοσταλγία. Ο πόθος του ανάμνηση. Η λατρεμένη κοπέλα άρχισε πια να τού γίνεται σχεδόν εμπόδιο. Κι ωστόσο ήταν η αγαπημένη, η μοναδική του αγάπη. 'Ομως, από την άλλη μεριά, δεν την αγαπούσε. Τη νοσταλγούσε μονάχα. Αντί για το γάμο, αντί για την πραγματικότητα της ζωής, προτιμούσε να ζήσει με τη νοσταλγία αυτή, να ζήσει σαν ποιητής. 'Ετσι ο Constantius διαπιστώνει τώρα σχετικά με τον Νέο: «Μια ποιητική παραγωγικότητα ξυπνούσε μέσα του σύμφωνα μ' ένα μέτρο που ουδέποτε είχα πιστέψει πως ήταν δυνατό. Τώρα τα καταλάβαινα όλα με άνεση. Η κοπέλα δεν ήταν η αγαπημένη του. 'Ηταν η αφορμή που ξύπνησε μέσα του το ποιητικό ταλέντο και τον έκαμε ποιητή. Γι' αυτό το λόγο δεν μπορούσε παρά ν' αγαπά μονάχα εκείνη. Δεν μπορούσε να την ξεχάσει ποτέ, ν' αγαπήσει ποτέ του άλλη, κι ωστόσο για πάντα μονάχα να τη νοσταλγεί. Είχε απορροφηθεί μέσα σ' ολόκληρη την υπόστασή του. Η μνήμη γι' αυτή μέσα του ήταν αιώνια νέα. Η σημασία της γι' αυτόν ήταν μεγάλη, τον είχε κάμει ποιητή. Κι έτσι ακριβώς είχε υπογράψει την ίδια της τη θανατική καταδίκη».


Μιχ. Κ. Μακράκης, Η φιλοσοφία του Kierkegaard (έκδ. 'Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1983, σσ. 65-68).


-----
Προηγήθηκε αυτό εδωδά.


Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010


Γιατί η ομορφιά, Φαίδρε, πρόσεξέ το αυτό, μόνο η ομορφιά είναι θεϊκή και συνάμα ορατή, η ομορφιά είναι λοιπόν ο δρόμος της αίσθησης, μικρέ μου Φαίδρε, ο δρόμος του καλλιτέχνη προς το πνεύμα. Πιστεύεις όμως τώρα, αγαπημένε μου, πως μπορεί ποτέ ν' αποκτήσει τη σοφία κι αληθινά αντρίκεια αξιοπρέπεια εκείνος για τον οποίο ο δρόμος προς το πνεύμα οδηγεί μεσ' από τις αισθήσεις; 'Η μήπως, αντίθετα, πιστεύεις (σ' αφήνω ελεύθερο ν' αποφασίσεις) πως είναι ένας δρόμος γλυκός κι επικίνδυνα ελκυστικός, ένας σφαλερός κι αμαρτωλός δρόμος που οδηγεί μοιραία στην πλάνη; Γιατί πρέπει να ξέρεις πως εμείς οι ποιητές ΔΕΝ μπορούμε να ακολουθήσουμε το δρόμο της ομορφιάς χωρίς τον 'Ερωτα σύντροφο κι οδηγό μας· ναι, ακόμη κι αν, με τον δικό μας τρόπο, είμαστε ήρωες και πειθαρχημένοι πολεμιστές στην τέχνη μας, πάλι είμαστε σαν τις γυναίκες, γιατί ανάταση στην ψυχή μάς φέρνει μονάχα το πάθος, και βαθιά μας επιθυμία μένει πάντα η αγάπη –αυτή είναι η απόλαυσή μας και η ντροπή μας. Καταλαβαίνεις μήπως τώρα ότι εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να είμαστε ούτε σοφοί – συνετοί ούτε αξιοπρεπείς; Πως η παραπλάνησή μας είναι μοιραία, πως ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ παραμένουμε ακόλαστοι και τυχοδιώκτες του αισθήματος; Το επιβλητικό ύφος του έργου μας είναι υποκρισία και αφροσύνη, η φήμη και η τιμητική θέση μας στην κοινωνία μια φάρσα, η εμπιστοσύνη του κόσμου απέναντί μας απλώς γελοία, η μόρφωση του λαού και της νεολαίας μέσω της τέχνης μια επικίνδυνη και παράτολμη πρακτική που πρέπει ν' απαγορευτεί. Γιατί πώς μπορεί να είναι ικανός για παιδαγωγός αυτός που έχει έμφυτη μέσα του μια αδιόρθωτη ροπή προς την άβυσσο; Θα θέλαμε βέβαια να την αρνηθούμε και να κερδίσουμε την αξιοπρέπεια, μα όπου και να στραφούμε, ό,τι κι αν κάνουμε, μονάχα αυτή μάς ελκύει. 'Ετσι, αποποιούμαστε τη γνώση που θα μπορούσε να μάς καταστρέψει, γιατί η γνώση, Φαίδρε, δεν φέρνει στον κάτοχό της ούτε αξιοπρέπεια ούτε σοβαρότητα· εκείνη ξέρει, καταλαβαίνει, συγχωρεί, δεν παίρνει θέση και δεν αποδίδει σημασία στη μορφή· έχει συμπάθεια για την άβυσσο, ΕΙΝΑΙ η άβυσσος. Την απορρίπτουμε λοιπόν με αποφασιστικότητα, κι από δώ και πέρα η μόνη μας έγνοια είναι η ομορφιά, δηλαδή η απλότητα, η ευρύτητα και μια νέα αυστηρότητα, η επιστροφή στον αυθορμητισμό, τη φυσικότητα και τη μορφή. Αλλά η μορφή κι η φυσικότητα, Φαίδρε, οδηγούν στη μέθη και στον πόθο, οδηγούν και τον πιο ευγενικό χαρακτήρα σε φρικτή συναισθηματική αποχαλίνωση, που η ίδια του η αυστηρή αγάπη για την ομορφιά θα τον έκανε να την καταδικάσει, οδηγούν στην άβυσσο, στην άβυσσο ακόμη κι αυτές. Εκεί μάς οδηγούν, σού το λέω και πάλι, εμάς τους ποιητές, γιατί δεν μπορούμε να υψωθούμε στη σφαίρα της αρετής, μπορούμε μονάχα να πέφτουμε στην ακολασία...
Και τώρα φεύγω, Φαίδρε, εσύ μείνε δω· και μόνο όταν με χάσεις απ' τα μάτια σου, να φύγεις κι εσύ...


Thomas Mann [Τόμας Μαν], Θάνατος στη Βενετία (μτφρ. Κλαίρη Τρικεριώτη, έκδ. Γράμματα, Αθήνα 1990, σσ. 114-115).


Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

το επιτηδευμένο


Δεν υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη φύση καμία εξαίρετη ιδιότητα που να μη μπορεί να εκφυλιστεί ποικιλοτρόπως σε μια μείζονα ατέλεια. Το υπέροχο-τρομακτικό, όταν παύει να είναι φυσικό, γίνεται αλλόκοτο. Το αφύσικο, που θεωρείται υπέροχο καίτοι δεν εμπεριέχει τίποτε ή σχεδόν τίποτε απ’ αυτό, είναι επιτηδευμένο. 'Οποιος αρέσκεται και δίνει πίστη στο αλλόκοτο είναι ευφάνταστος. 'Οποιος είναι ευεπίφορος στην επιτήδευση γίνεται εκκεντρικός.

[...]

Η μελαγχολική απομάκρυνση από τους θορύβους του κόσμου, ως εκδήλωση μιας δίκαιης αποστροφής, είναι ευγενής. Ο μοναχικός στοχασμός των αναχωρητών ήταν αλλόκοτος. Ο απαγορευμένος χώρος της μονής και τα πένθιμα ενδιαιτήματα των ζωντανών αγίων, είναι επιτηδευμένα. Η υποταγή των παθών σε αρχές είναι υπέροχη. Τα αναθήματα, ο ασκητισμός και άλλες μοναστικές αρετές, είναι επιτηδευμένα· τα οστά των αγίων, το τίμιο ξύλο και άλλες παρόμοιες ανοησίες, περιλαμβανομένων και των ιερών περιττωμάτων του μεγάλου Λάμα, είναι επιτηδευμένα.



Immanuel Kant, Παρατηρήσεις πάνω στο αίσθημα του ωραίου και του υπέροχου, [κεφ. Δεύτερο: Ιδιότητες του ωραίου και του υπέροχου αναφορικά με τον άνθρωπο εν γένει], (μτφρ. Χ. Τασάκος, έκδ. Prinda, Αθήνα 2001 (2η), σσ. 35, 37).


στους νέους συνδαιτημόνες [ίδε πρόσφατα post]


Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

βάθη ανάξια φωτός


Μπέρδευα ακόμη τότε τα φωτάκια των Χριστουγέννων με τα φωτάκια των Φαρμακείων...



------
Στον τίτλο του παρόντος τρεις λεξούλες από το Αμαρτίας φάντασμα (1899) του Μεγαλέξαντρου.