"Αν αληθώς, ω λαμπρέ Αχιλλεύ, σκέπτεσαι εις τον νου σου περί επανόδου, και καθόλου δεν θέλεις ν' αποκρούσης από τα ταχέα πλοία το καταστρεπτικόν πυρ, επειδή οργή εισέπεσεν εις την ψυχήν σου, πώς τότε αγαπητόν τέκνον μακράν σου ειμπορώ να μείνω εδώ μόνος; Διότι ο γέρων αρματηλάτης Πηλεύς με συναπέστελλε μαζί σου κατ' εκείνην την ημέραν, ότε εκ της Φθίας προς τον Αγαμέμνονα σε έστελλεν άπειρον, χωρίς ακόμη να ειξεύρης τον κοινόν πόλεμον (440) και τας συνελεύσεις, όπου οι άνδρες διαπρέπουσι. Διά τούτο με απέστειλεν, ίνα (σε) διδάσκω πάντα ταύτα, να ήσαι ρήτωρ λόγων και εκτελεστής έργων. όθεν εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα ήθελον αγαπητόν τέκνον να μένω μακράν σου, ουδ' αν θεός τις ατός του ήθελε μοί υποσχεθή ότι αποξύσας το γήρας θα με κάμη νεανίαν έφηβον, οποίος ήμην ότε πρώτον αφήκα την Ελλάδα με τας ωραίας γυναίκας, φεύγων τας προς τον πατέρα Αμύντορα τον υιόν του Ορμένου έριδας, ο οποίος σφοδρώς ωργίσθη εναντίον μου διά την καλλίκομον παλλακίδα, την οποίαν αυτός ηγάπα, περιεφρόνει δε την σύζυγον, (450) την μητέρα μου∙ αύτη δε πάντοτε με παρεκάλει (πιάνουσα) τα γόνατά (μου) να συνευρεθώ με την παλλακίδα, ίνα μισήση τον γέροντα. εις ταύτην επείσθην και (το) έκαμα∙ ο πατήρ μου δ' ευθύς αφού (το) ενόησε, σφοδρώς κατηράτο, επεκαλέσθη δε τας φρικτάς Ερινύας, ποτέ να μη καθίση επί των γονάτων του αγαπητός υιός εξ εμού γεννημένος∙ οι δε θεοί εξετέλουν τας κατάρας, ο υποχθόνιος Ζευς και η δεινή Περσεφόνη∙ [τούτον μεν εγώ εσκέφθην να φονεύσω δι' οξέος χαλκού, αλλά κάποιος εκ των αθανάτων έπαυσε την οργήν (μου), ο οποίος ενέβαλεν εις την ψυχήν μου την φήμην του λαού και τα πολλά ονείδη των ανθρώπων, (460) ίνα μη ονομάζωμαι μεταξύ των Αχαιών πατροφόνος]". (Ι 434-461)
Η προσωπική μετά δακρύων [
δάκρυ'
αναπρήσας, Ι 433] ιστορία του γηραιού «γεροπατέρα» αρματηλάτη Φοίνικα προς τον σκεπτόμενο την επάνοδο στην Ελλάδα (τριών ημερών ταξίδι η Φθία από το 'Ιλιον, κατά το Ι 363) νεαρόν εισέτι χολωμένον Αχιλλέα, όντινα κι είχε μεγαλώσει στα γόνατά του, περιεχομένη στο Ι της
Ιλιάδος [: Πρεσβεία προς Αχιλλέα. Λιταί]. Για τούτο το τσογλάνι, τον Αχιλλέα, κι
εδωδά θα βρείς κάτι.
[στο πρωτότυπο έχει ως εξής:]
"ει μεν δη νόστον γε μετά φρεσί φαίδιμ' Αχιλλεύ
βάλλεαι, ουδέ τι πάμπαν αμύνειν νηυσί θοήσι
πυρ εθέλεις αίδηλον, επεί χόλος έμπεσε θυμώ,
πώς αν έπειτ' από δείο φίλον τέκος αύθι λιποίμην
οίος; σοι δε μ' έπεμπε γέρων ιππηλάτα Πηλεύς
ήματι τω, ότε σ' εκ Φθίης Αγαμέμνονι πέμπε
νήπιον, ού πω ειδόθ' ομοίου πολέμοιο
ουδ' αγορέων, ίνα τ' άνδρες αριπρεπέες τελέθουσι.
τούνεκά με προέηκε διδασκέμεναι τάδε πάντα,
μύθων τε ρητήρ' έμεναι πρηκτήρά τε έργων.
ως αν έπειτ' από σείο φίλον τέκος ουκ εθέλοιμι
λείπεσθ', ούδ' ει κεν μοι υποσταίη θεός αυτός
γήρας αποξύσας θήσειν νέον ηβώοντα,
οίον ότε πρώτον λίπον Ελλάδα καλλιγύναικα,
φεύγων νείκεα πατρός Αμύντορος Ορμενίδαο,
ος μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο,
την αυτός φιλέεσκεν, ατιμάζεσκε δ' άκοιτιν,
μητέρ' εμήν∙ η δ' αιέν εμέ λισσέσκετο γούνων
παλλακίδι προμιγήναι, ιν' εχθήρειε γέροντα.
τη πιθόμην και έρεξα∙ πατήρ δ' εμός αυτίκ' οισθείς
πολλά κατηράτο, στυγεράς δ' επεκέκλετ' Ερινύς,
μή ποτε γούνασιν οίσιν εφέσσεσθαι φίλον υιόν
εξ εμέθεν γεγαώτα∙ θεοί δ' ετέλειον επαράς,
Ζευς τε καταχθόνιος και επαινή Περσεφόνεια.
[τον μεν εγώ βούλευσα κατακτάμεν οξέι χαλκώ∙
αλλά τις αθανάτων παύσεν χόλον, ος ρ' ενί θυμώ
δήμου θήκε φάτιν και ονείδεα πόλλ' ανθρώπων
ως μη πατροφόνος μετ' Αχαιοίσι καλεοίμην]".
αναπρήσας = του αναπρήθω. κυρίως = αναφυσώ, όθεν αναβλύζω, εκχύνω.
μετά φρεσί βάλλεσθαι = σκέπτομαι περί. Η φρην θεωρείται έδρα της συνειδήσεως, όθεν σημαίνει την ψυχήν, τον νουν, το φρόνημα.
φαίδιμος = λαμπρός, ένδοξος. Εκ του φάος.
πάμπαν = παν παν = εντελώς
αίδηλον = εκ του στερητικού α και της ρίζης Fιδ (video) = αδηλοποιός, καταστρεπτικός, πρβλ. ΑFίδης.
έπειτα = τότε, εν τοιαύτη περιπτώσει
από σείο = μακράν σου, χωρισμένος από σου
τέκος = εκ ρ. τεκ γίνονται τέκνον, τίκτω, τοκεύς, τοκάς, τόκος και το τέκος –εος.
ιππηλάτα = αντί ιππηλάτης. Εκ του ίππος και ελαύνω. Πρβλ. αρματηλάτης, κωπηλάτης, και το παρ' ημίν αμαξηλάτης.
νήπιον –ίη –ον = άπειρον. Συνήθως παράγεται εκ του νη και έπος. 'Ωστε η πρώτη σημασία είναι: infans, μη ομιλών, είτα = ανήλικος, παιδαριώδης ή μωρός, αδύνατος.
ειδότα = συχνά λαμβάνει γενικήν
ομοίιος = έτερος τύπος του όμοιος = κοινός πάσι, ό,τι είναι κοινόν εις πάντας, εδώ, πόλεμος ου οι κίνδυνοι είναι κοινοί πάσι.
αγορέων = ονομαστική αγορή, σημαίνει την συνέλευσιν του λαού, έπειτα τον τόπον της συνελεύσεως ταύτης, και τέλος δημηγορίαν εν τη συνελεύσει, συμβουλήν, λόγον.
μύθων τε ρητήρα πρηκτήρά τε έργων = ενωρίς ενόησεν ο 'Ελλην, ότι ο συνδυασμός λόγων και έργων, θεωρίας και πράξεως αποτελούσι τον τέλειον και χρήσιμον άνδρα.
ρητήρ = ρήτωρ
πρηκτήρ = πράκτωρ, εκτελεστήςως = όθεν, διά τούτο
εθέλοιμι = ήθελον αποφασίσει, τολμήσει
υποσταίη = του υπέστην του υφίσταμαι = υπισχνέομαι, αναλαμβάνω βάρος τι, οίον αληθώς είναι η υπόσχεσις
αποξύσας = του αποξύω = ξύνων αφαιρώ, ξύνων αποβάλλω την δυσμορφίαν ή τας ρυτίδας του γήρατος
θήσειν = ποιήσειν
ηβώοντα = του ηβάω
οίον ότε = οίος ην, ότε. Η εις το παρελθόν μετάβασις αύτη αναμιμνήσκει το ύφος του Νέστορος διηγουμένου παλαιάς ιστορίας. Αμφότεροι είναι γέροντες, και ως τοιούτοι ευχαρίστως αναφέρουσι τα παλαιά. Ενταύθα ο Φοίνιξ διηγείται λυπηράν του βίου αυτού περίστασιν, ίνα συγκινήση τον Αχιλλέα. Συγκινηθέντα δ' ελπίζει ότι ευκόλως θα τον πείσει διά των επομένων 496 εξ.
Ελλάδα = το κράτος του Αμύντορος κατά τα εν Β 734 εξ. λεγόμενα περί του κράτους του ανεψιού αυτού Ευρύπυλου έκειτο εν Θεσσαλία περί το Κιέριον (Ματαράγκα) μέχρι της λίμνης Βοιβηίδος.
καλλιγύναικα = έχουσα ωραίας γυναίκας. Μόνον κατ' αιτιατικήν απαντά και είναι επίθετον της Ελλάδος, της Αχαιΐδος και της Σπάρτης.
Ορμενίδαο = υιού του Ορμένου κτίσαντος το Ορμένιον επί της Μαγνησίας, εις τους πρόποδας του Πηλίου, το οποίον βραδύτερον μετ' άλλων χωρίων συναπετέλεσε την πόλιν Δημητριάδα.
περιχώσατο = περιχώομαι = σφοδρώς οργίζομαι. Η περί επιτείνει.
λισσέσκετο = θαμιστικόν του λίσσομαι, β' αόρ. ελιτόμην. Η ρ. είναι λιτ, εξ ης λιτή (=παράκλησις), λιτανεύω = ικετεύω.
γούνων = γόνυ
προμιγήναι = επιτατικήν δύναμιν έχει η προ, όπως εν τοις προνοείν, προφεύγειν, πρόπας, και όχι χρονικήν.
εχθήρειε = αόρ. του εχθαίρω, = μισήση, αηδιάση.
οισθείς = του αόρ. ωίσθην, του οίομαι = νομίζω, θαρρώ.
πολλά = επίρρ. = σφοδρώς
στυγεράς = αποτρόπαιας, φρικτάς. Ούτω λέγονται ως θεότητες του κάτω κόσμου.
Στυγέ-ω = αποστρέφομαι, φρίττω.
επεκέκλετο = αόρ. του επικέλομαι = επικαλούμαι
Ερινύς = συνηρημένον του Ερινύας. Αι θεαί αύται ήσαν εν τη υπηρεσία του 'Αδου, και ετιμώρουν τα κακουργήματα, ιδίως την επιορκίαν και την προς τους γονείς ασέβειαν. Οι μεθ' 'Ομηρον ωνόμασαν αυτάς Αληκτώ, Τισιφόνην, Μέγαιραν.
εφέσσεσθαι = του εφέζομαι. Εκ του κατηράτο εξαρτάται. Υποκείμ. υιόν. οίσιν = εοίσιν, τοις Αμύντορος φυσικά.
γεγαώτα = μετοχή του παρακ. του γίγνομαι = γεγονότα. Απαιδίαν λοιπόν ο Αμύντωρ κατηράσθη του παιδός αυτού Φοίνικος.
ετέλειον = δηλοί την προθυμίαν προς εκτέλεσιν, ουχί την εκτέλεσιν αυτήν
επαράς = επ – αρή = αρά, κατάρα Ζευς καταχθόνιος = Ο Αιδης λέγεται Ζευς καταχθόνιος, διότι άρχει υπό την γην, όπως ο Ζευς εν ουρανώ.
επαινή = δεινή, φοβερά. Εκ του αινός = δεινός. Η επί επιτείνει.
Περσεφόνεια = Αντί των εν 454 Ερινυών ενταύθα έχομεν τον Αίδην και την Περσεφόνην, αντιστρόφως δ' εν 571 τας Ερινύς αντί των εν 569 Αίδου και Περσεφόνης, ώστε δεν έχουσι διακριθή έτι τα καθήκοντα εκατέρων.
458-461 = απορρίπτονται διότι α') καταστρέφουσι την συνέχειαν, β') διά το περιεχόμενον. Ουδέν άλλωστε χειρόγραφον έχει αυτούς, αλλ' ελήφθησαν εκ του Πλουτ. «πώς δει τον νέον ποιημάτων ακούειν».
κατακτάμεν = απαρ. του κατεκτάν αορίστου του κατακτείνω
χαλκώ = ξίφει
χόλον = τον εμόνος
ρα = ανάπτυξις του παύσεν
ενί θυμώ θήκε = μ' έκαμε ν' αναλογισθώ, ν' αναμετρήσω
φάτις = φήμη, λόγος. Εκ του φημί. Επομένως του δήμου φάτιν είναι γενικόν και αόριστον, διό προσετέθη προς διασάφησιν το «ονειδέα πόλλ' ανθρώπων».
(απόδοση, υπό Α.Ξ. Καραπαναγιώτου (1893), έκδοση βασισμένη στην Ιλιάδα του J. La Roche.)
'Αλλο απόσπασμα από το ίδιο έργο
εδωδά.