«[...]
- Πώς θα περάσουμε χωρίς εκκλησιά τέτοιες μέρες!
Αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι' αυτός ο λόγος άναφτε μέσα τα σπλάχνα μας. Οι τούρκοι είχαν γίν' άφαντοι την αυγή τούτη. Εφοβήθηκαν από ταραχές. Γιατί κι' όλοι μας, δεν ακαρτερούσαμαν, παρά ταραχές.
- Τα χωριά δε θά λά το νταγιατίσουν.
Έλεγαν άλλοι.
- Εκκλησιά πουθενά δε θά λ' ανοίξη με το στανιό, αν είμεστε Χριστιανοί κι' αν έχουμε Πατριάρχην. - Τα χωριά αρματωμένα θαρθούν μέσα στα Γιάννινα να φοβερίξουν.
- Από την Πόλη θά λ' αρχινήση ο χαλασμός, αν θά λ' αρχινήση.
Τέτοιες κουβέντες ελέγονταν, ως που σίμωσε το γιώμα. Κι' όλοι μας δεν καρτερούσαμε πλιά τώρα παρά χαλασιά.
Επεινάσαμαν κι' αλειτούργητοι οι μαύροι εστρώσαμαν το γιώμα να φάμε. Άλλους καιρούς επασχάζαμαν κι' εμείς νύχτα, σαν εγυρνούσαμαν από την εκκλησιά το πρωΐ. Φέτο, οπού δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε για φαΐ μάς πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας την νύχτ' απ' ώρα 'ς ώρα το σήμαντρο και τον κράχτη. Κι' από την αγρύπνια αυτή μάς εγένονταν αγγλέουρας το φαΐ και κάθε χαψιά έπεφτε σαν το μολύβι βαριά στο στομάχι μας.
*
Άξαφνα, μεσ' στο φαΐ απάνου, έν' απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.
- Κάτι κακό θ' άρχεψε, λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη χαψιά στο στόμα του.
- Χ'στός και Παναγιά! Σταυροκοπιέται η μάννα.
Εμείς τα παιδιά επανιάσαμαν.
Και μονομιάς χλαλοή και τρεχάματα επλημμύρισαν τους δρόμους.
Πετιούμαστε με τον πατέρα στο δρόμο να μάθουμε. Όλ' έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τούς ρωτάμε τί γίνεται.
- Ανοίγουν η εκκλησιές, μάς λέγουν.
- Και πώς ανοίγουν; Με το στανιό;
- Μωρ' τί με το στανιό, που νικήσαμαν. Πήραμαν τα προνόμια.
- Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια!...
Τώρα αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι' όλοι ετρέχαμαν κατά τη Μητρόπολη. Εκεί ηύραμαν ολάνοιχτες της εκκλησιάς τες πόρτες κι' αναμμένα και τα καντήλια και τα πολύφωτα και τους κηροστάτες. Είχε γιομόσει κόσμον η εκκλησία και μέσα και στην αυλή ακόμα. Η εικόνες δεν επρόφταιναν να πάρουν ασπασμούς.
Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζη απάνου. Ξεσυγνέφιασαν και η όψες των Χριστιανών, όπ' έλαμπαν τώρα χαρούμενες κι' αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα. Και μεσ' από την ψυχή τους ωσάν λιβάνι ανέβαινε στα ουράνια η μυστική δέηση τούτη:
-Θέ μου, δόσε πάντα δύναμη της εκκλησιάς να βγαίνη από ολούθε νικήτρα, δόσε κι' εμάς θάρρος των μαύρων και μεγάλη καρδία να φτουράμε της σκλαβιάς μας τους κατατρεγμούς και τες καταφρόνησες, ως που να σωθούν καμμιά μέρα η αμαρτίες μας κι' ως που να 'δούμε άστρο ελευθεριάς το Χριστουγεννιάτικο τ' άστρο».
*
Την φιλική τούτη γραφή ανοίγοντάς σας σήμερα ελεύθερα εβουλήθηκα να σάς γυρίσω μ' αυτήν δυό χρόνια πίσω, να σάς γυρίσω με το νού στα Χριστούγεννα της μαυρισμένης χρονιάς με το κλείσιμο των εκκλησιών.
Δάκρυσ' αλήθεια διαβάζοντας τότες του φίλου μου την γραφή και γέρνοντας κι' εγώ κατά τον ουρανό τα μάτια εδεήθηκα τέτοια:
-Δόσε, Θεέ, δύναμη της εκκλησιάς μας να βγαίνη απ' ολούθε νικήτρα· όμως δόσε και κάθε τόσο τέτοιες στον τόπο μας ταραχές, για να ξυπνάν κάπου κάπου τα σαπημένα μας αίματα και για να ξεσκουριάζη η πατσαβουριασμένη μας η καρδιά· μπέλκιμ και βγούνε καμμιά βορά για καλλίτερο.
Κώστας Κρυστάλλης, Προπέρσινα Χριστούγεννα (Φιλική γραφή από τα Γιάννινα) (έκδ. Ι.Μ. Ελεούσης Νήσου, Ιωάννινα 1998, σσ. 16-19).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου