[…]
Δεν είν' ο κόσμος φάντασμα, είναι μια πέτρα
και πάνω της χαράγματα, σημάδια των ανθρώπων, όπως το δέρμα κάποιων
αντρών παλιών που άντεξαν και βασανίστηκαν
βουβοί μες στο μυστήριο του πόνου·
γι' αυτό και 'γω εκλιπαρώ
να βρώ ένα σώμα για ν' ακουμπήσω στέρεο,
ένα σημείο σύνορο, μοναχικό λιθάρι, και μια ζωή απλοϊκή στα πέρατα της εξοχής,
τα χώματα τ' αρχέτυπα, σα νά ΄χα πρωτοϋπάρξει…
Τάγματα του Θεού, μες στο προαύλιο της εκκλησίας είδα τυχαία μια φορά
της Σύναξής μας το εικόνισμα να κρέμεται σε κόγχη ασβεστωμένη,
κι όπως σκυθρώπιαζε το άλσος των κυπαρισσιών και σιωπούσε η κρήνη,
φτάνει ένα σύμφυρμα πουλιών,
λευκά και γκρίζα περιστέρια,
κι εκεί στη μέση της αυλής, πάνω στα μάρμαρα των τάφων,
στάθηκε απότομα όλο μαζί κι ανίδεο έβοσκε χωρίς καμιά συνείδηση
της ομορφιάς του.
Καταιγισμός περιστεριών πάνω απ' τις αντηρίδες,
ένα τοπίο ανάληψης,
στον κήπο που φιλοξενεί ό,τι αδερφωμένο,
εκεί που ως και τα ζώα κοιτάζονται στα μάτια πονετικά
με βλέμμα ανθρώπινο,
κι η βασιλεία του αγαθού βουβά επισφραγίζει
ένα θλιμμένο σούρουπο, μια σιωπή, ένα τέλος…
[...]
*
Όλα τοπία είναι της φρίκης, κι αργοσαπίζουν βυθισμένα σε προαιώνιο μαρασμό,
ενώ εσύ περνάς πατώντας πάνω στο άρρωστο και το σαθρό
κι αφήνεις χνάρια από χρυσάφι –έλα λοιπόν με μορφή μελιχρού νεανία
και στην όχθη του βορβόρου αυτού καθισμένος
δείξε επιτέλους τί σημαίνει άσαρκος πόθος κι ομορφιά,
εσύ, που με σκληρότητα ομοίωσες την καλοσύνη
κι έτσι εκδικείσαι ό,τι αγαπάς κι ό,τι μισείς λατρεύεις
-έλα λοιπόν, ώστε κατάστικτος απ' το βασίλεμα του αιώνα
να λάμψει ο βάλτος ο αιμόφυρτος που ρέει προς τη συντέλεια,
και νά 'ρθει η ώρα η έσχατη
όπου θα πέσει ο άνθρωπος για να θαφτεί ολότελα μες στον πηλό
καθώς ο άντρας πάει και χώνεται σφαδάζοντας από χαρά μες στη γυναίκα
σαν πιο βαθιά μες στον θάνατο.
Στρατής Πασχάλης, Μιχαήλ (έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1996, σσ. 100-101, 32).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου