[…] έπαψε να τα προσέχει όλα τούτα, και ξάπλωσε εκεί,
ήρεμος και χαμογελαστός, σαν να τού άρεσε που απέδρασε
από την κοιλάδα των τυφλών όπου είχε οραματιστεί
να γίνει βασιλιάς.*
ήρεμος και χαμογελαστός, σαν να τού άρεσε που απέδρασε
από την κοιλάδα των τυφλών όπου είχε οραματιστεί
να γίνει βασιλιάς.*
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν τυφλοί και αποκομμένοι, εδώ και δεκατέσσερις γενιές, από το προικισμένο με την αίσθηση της όρασης σύμπαν. Τα ονόματα των πραγμάτων που σχετίζονται με την όραση αχρηστεύτηκαν και άλλαξαν συν τω χρόνω. Η ανάμνηση του έξω κόσμου ξεθώριασε, μετατράπηκε σε παραμύθι για παιδιά και οι κάτοικοι έπαψαν να ενδιαφέρονται για ό,τι υπήρχε πέρα από τους βράχους που κρέμονταν πάνω από το περιτείχισμά τους.
Ανάμεσά τους εμφανίστηκαν άνθρωποι τυφλοί αλλά ιδιοφυείς, οι οποίοι, αμφισβητώντας τα απομεινάρια των αντιλήψεων και της παράδοσης που κουβαλούσαν από την εποχή που έβλεπαν, τα απέρριψαν όλα χαρακτηρίζοντάς τα χιμαιρικά όνειρα και αντικαθιστώντας τα με καινούργιες, πιο λογικές εξηγήσεις. Ένα μεγάλο κομμάτι της φαντασίας τους περιήλθε σε μαρασμό μαζί με τα μάτια τους, και επινόησαν νέα φαντασιοκοπήματα, περισσότερο προσαρμοσμένα στα ευαίσθητα αυτιά και τ' ακροδάχτυλά τους.
Σιγά σιγά, ο Νούνιες κατάλαβε ότι αδίκως ήλπιζε να κερδίσει το θαυμασμό και το σεβασμό τους ποντάροντας στην καταγωγή και τα προσόντα του. Όταν η αξιοθρήνητη απόπειρά του να τους εξηγήσει για την όραση απορρίφθηκε ως συγκεχυμένη ιδέα ενός πλάσματος που μόλις ήρθε στον κόσμο και ήθελε να περιγράψει το θαύμα των ακατανόητων αισθήσεών του, ο Νούνιες παραιτήθηκε και, ελαφρώς αποκαρδιωμένος, δέχτηκε τις νουθεσίες τους.
Ο πιο ηλικιωμένος από τους τυφλούς τού μίλησε για τη ζωή, για τη φιλοσοφία και τη θρησκεία, τού εξήγησε ότι ο κόσμος (ήγουν η κοιλάδα τους) ήταν αρχικά ένα κούφιο κοίλωμα στους βράχους, ότι πρώτα εμφανίστηκαν τα άψυχα πράγματα, που στερούνταν την αίσθηση της αφής, τα λάμα και μερικά ακόμα πλάσματα με υποτυπώδη νοημοσύνη, κατόπιν ακολούθησαν οι άνθρωποι, και τέλος οι άγγελοι, των οποίων ακούμε το τραγούδι και το φτεροκόπημα, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να τούς αγγίξουμε -πράγμα που προβλημάτισε βαθιά τον Νούνιες, ώσπου σκέφτηκε τα πουλιά.
Ο γέροντας συνέχισε τη διήγηση εξηγώντας του πώς ο χρόνος χωρίστηκε στα δύο, στη ζέστη και στο κρύο, το ισοδύναμο της ημέρας και της νύχτας για τους τυφλούς. Τού είπε ότι ήταν καλό να κοιμάται κανείς με τη ζέστη και να δουλεύει με το κρύο, και ότι εκείνη την ώρα η πόλη των τυφλών θα κοιμόταν, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο ερχομός του.
H.G. Wells, Η χώρα των τυφλών (μτφρ. Π. Ισμυρίδου, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2011, σσ. 30-31).- Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 59).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου