[…] στον Γολγοθά, πίσω από τον Σταυρό που έχουν υψώσει για την ημέρα αυτή, βάζουν μια θέσι που κάθεται ο επίσκοπος, κι εμπρός του βάζουν ένα τραπέζι σκεπασμένο με κάλυμμα, γύρω απ' το οποίο στέκονται οι διάκονοι και φέρνουν την επίχρυση ασημένια λειψανοθήκη που μέσα βρίσκεται το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού· την ανοίγουν, την παρουσιάζουν και βάζουν πάνω στο τραπέζι το Ξύλο του Σταυρού και την επιγραφή.
Όταν γίνη αυτή η τοποθέτησι πάνω στο τραπέζι, ο επίσκοπος καθισμένος ακουμπά τα χέρια του στα άκρα του Τιμίου Ξύλου και οι διάκονοι που είναι όρθιοι τριγύρω επαγρυπνούν. Και να γιατί επαγρυπνούν:
σύμφωνα με την συνήθεια που επεκράτησε, ένας-ένας, όλος ο κόσμος έρχεται, πιστοί και κατηχούμενοι, και γονατίζοντας μπροστά στο τραπέζι, ασπάζονται το Τίμιο Ξύλο και φεύγουν. Και όπως λένε, δεν ξέρω πότε, κάποιος έμπηξε τα δόντια και έκλεψε ένα κομμάτι του Τίμιου Ξύλου, και γι' αυτό τώρα οι διάκονοι που είναι τριγύρω ορθοί επαγρυπνούν, από φόβο μήπως κανείς πλησιάζοντας (να προσκυνήση) τολμήση να κάνη το ίδιο.
Έτσι λοιπόν περνούν όλοι, ένας-ένας· γονατίζουν, ακουμπούν στην αρχή με το μέτωπο, ύστερα με τα μάτια τον Σταυρό και την επιγραφή, έπειτα προσκυνούν τον Σταυρό και φεύγουν, αλλά κανείς δεν βάζει το χέρι του για να τον αγγίξη. Όταν ασπασθούν τον σταυρό και προχωρήσουν λίγο […]
Αιθερίας, Οδοιπορικόν των Αγίων Τόπων και Σινά (έκδ. Τήνος, Αθήνα 1989, σσ. 88-89).
*
Δεν ξέρω εγώ κανένα θεό Χρέος,
ένα θεό εγώ ξέρω· την Αγάπη.
Αγάπη, από το χρέος σου είμαι ωραίος.
Εσύ με κάνεις δούλο, εσύ σατράπη,
φτερά τα κάνεις τα σκοινιά του γάμου·
πότε με δέρνεις, βέργα ενός αράπη,
πότε ανθείς, περιβόλι ολόγυρά μου.
Εσύ με τα βαθιά τα καταφρόνια
με γιομίζεις· πλαταίνεις την καρδιά μου,
σα θάλασσας αγέρας τα πλεμόνια.
Έρωτα εσύ, μονάρχη και γενάρχη!
Εσύ τυφλή και η Μοίρα, εσύ και η Πρόνοια.
Ό,τι δεν αγαπούμε, δεν υπάρχει.
Κωστής Παλαμάς, Σατιρικά γυμνάσματα (έκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1998, σ. 46). -Κι ως επισημείωση ο τελευταίος στίχος του Β.19 γυμνάσματος: «το τρίστιχο απ’ την Κόλαση του Δάντη!» για την μετρική του (ό.π., σ. 33). Ο ίδιος.