Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

με φτενά υλικά


Ο δίκαιος
αναπαύθηκε εν ειρήνη. Κι ο άδικος το ίδιο
.*


Όχι πλέον τέχνη μολυσμένη από την διακόσμηση. Όχι, όχι,
η παρέλαση των αλγηρών επιθέτων,
των αριστοκρατικών και εκλεπτυσμένων
ουσιαστικών, μην η κουστωδία
των αμφίσημων ρημάτων. Μήτε πλέον οι αλλόποδες ρυθμοί που
συνεγείρουν τα ένστικτα, τα περίπλοκα σκαριφήματα, οι
χαριτωμένες εικόνες να σε εγχειρίζουν
στην έκδοτη πλάνη. Ας είναι
η διαδοχή των ήχων φυσική καθώς στην καθημερινή ομιλία,
η σύνταξη μονότονη και τυπική,
ο στίχος περικυκλωμένο από πρόζα, το λεξιλόγιο
προσηνές και μετρημένο.
Έτσι συμβαίνει. Με φτενά υλικά
κατασκευάζεται
δημιούργημα ευγενικό.

*

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΑΪ-ΛΑΧΘ-ΣΟΥ,
ΑΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ,
ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ,
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΤΟΝ ΔΡΑΚΟ

(Tocatta)

Του πατέρα μου τα λέπια
όλη του η μεγαλοπρέπεια.

Του πατέρα μου τα γένεια
είναι η φυσική του ευγένεια.

Ο πατέρας μου, ο γίγας,
με φτερά λεπτά σαν μύγας.

Αν πατέρα μου καριόλη
προδοθής, χανόμαστε όλοι.

Αν πατέρα μου γουρούνι
προδοθής, εμείς οι σπιούνοι.

Ο πατέρας μου, ο δράκος,
που να τον σκεπάση λάκκος.

Ο πατέρας μου, το κτήνος,
είμαι εγώ, δεν είν' εκείνος.

Έτσι δεν θα υπάρξη πλέον άλλη περιπλάνησις
στα άωρα της νυχτός, τόσον αργά **

Ηλίας Λάγιος, Μουζικούλες (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 1997, σσ. 36, 16). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 37). Κι η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π., σ. 15).

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

μερικές φορές το τέλος μιας ζωής


Δεν χορταίνεται το νόημα ενός γυμνού σώματος
Η φρεσκάδα που φέρνει η αγάπη στο χθεσινό ψωμί
Το κορμί μιας γυναίκας που κάνει θησαυρό το φτωχό κρεβάτι
.*


Σημειώσεις ερασιτεχνικής αρχιτεκτονικής, α΄

Κάποτε δεν φτάνουν τα σπασμένα τζάμια σ' ένα
παλιό μακρινό κτήριο
Ούτε η ξεχασμένη ζακέτα σ' ένα πλοίο που φεύγει·
Μερικές φορές το τέλος μιας ζωής
Μερικές φορές το τέλος μιας ζωής χρειάζεται
Άφθονες σκονισμένες στέγες
Κι έναν αέρα που ξέχασε σιγά-σιγά
Πώς να ψιθυρίζει τ' αγαπημένο σπίτι.

*

Σύνθεση με ή χωρίς τίτλο


Ίσως κάτι καινούργιο να μπορεί να βρεθεί
Πέρ' από τη χειμωνιάτικη θάλασσα·
Αυτή την αρχαία θάλασσα που τις νύχτες
Σκάβει μες στα σιωπηλά λευκά σπίτια
τη μνήμη.

Σαν να χαθήκανε οι λέξεις απ' τον κόσμο,
Κι ένα ακυβέρνητο σκαρί σαν να γυρεύει
Τον λιγοστό ήλιο που απέμεινε.

*

Ο άνθρωπος με τ' αόρατα χέρια


Το απόγευμα φάνηκε πάνω απ' το λόφο το περιστέρι
παρατηρώντας τους κρυφούς ανέμους. Τη νύχτα
βαθιά στο όνειρο, μιλώντας ακατάληπτα,
χτυπούσε αδύναμα τα φτερά του μπροστά σε μια κιθάρα
που πάνω της είχαν αφήσει δυό γάντια.
Λίγο πριν χαράξει, στον ορίζοντα είχαν σπαρθεί
μισοσβησμένα κάρβουνα, μάταιες μνήμες
μιας λιτανείας που άργησε νά 'ρθει και χάθηκε.
Ο άνθρωπος με τ' αόρατα χέρια μίλησε σιγά:
«...Αυτή είναι η εποχή των λιγνών κεριών. Κατεβαίνοντας ψυχρές σκάλες, κοιτάζοντας ψευδεπίγραφους πίνακες σε φτηνούς διαδρόμους, ήταν επόμενο πως θα καλούσα το περιστέρι. Για να μην έρθει το μεσημεριάτικο φώς στο απάτητο ακρογιάλι και μείνει άγραφο. [...]»

Κώστας Λιννός, Μετασχηματισμοί Δ΄, (έκδ. Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2018, σσ. 47, 57, 66). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 77).

Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

ανασκαφή


Κείνο το απόγευμα πέρασε μακριά
στην κουπαστή του δρόμου
ήτανε ώρα εσπερινού
πίσω το άνοιγμα του λιμανιού
και πέρα η θάλασσα κενή
χωρίς καράβι.*

...Πέρασαν τα χρόνια. Σαν ένα πείραμα
το αποφάσισαν έτσι αμοιβαία
τηλεφωνήθηκαν για να συναντηθούν.
Δεν είχαν χαθεί τόσον καιρό
ίδιες παρέες ίδιοι τόποι
κοιτάζονταν από μακριά ένευαν λίγο
χωρίς να συγκινούνται σαν άγνωστοι
πιο άγνωστοι μετά 'πό τέτοιο πάθος.
Έτσι δεν πρόσεχαν τις αλλαγές στα πρόσωπά τους.
Βλεπόντουσαν σα να μη βλέπονται.

Βρεθήκανε. Κάπου καθίσαν και τα είπαν.
Ήξεραν βέβαια λίγο πολύ τη νέα ζωή του άλλου
ο καθένας.
Πεζή κινήθηκαν σ' ένα τυχαίο τόπο
μες στο δωμάτιο γυμνώθηκαν
για λίγο παρατήρησαν τα σώματά τους:
η κόπωση των χρόνων οι απαλές ραβδώσεις
μια νιότη που λίγο λες και ταπεινώθηκε
έμεινε μόνο σαν ανταύγεια
μια χάρις μεσ' από τη φθορά.

Ύστερα πέσανε στον έρωτα σαν αδηφάγοι
αρχαιολόγοι
γνωρίζοντας καλά
τους τρόπους και τις έξεις
σκάβοντας για παλιά κτερίσματα
φιλιά που βούλιαξαν χάθηκαν μες στο χρόνο
ή μείναν μόνον ίχνη μες στην ενθύμηση
σχεδόν σβησμένα.

Έψαχναν να ενώσουνε τα φύλα
το ίδιο αίσθημα ζητώντας
λίγο απ' το δέρμα παίρναν με το στόμα
να ξαναβρούν την ίδια γεύση
καθώς εχάιδευαν με βία τα πισινά τους ώμους
γυρεύοντας με όλα τους τα δάχτυλα
ένα χαμένο κόσμο στο άδειο χώμα
.

Και όπως ψάχναν έβρισκαν απορημένοι
πιο χαλαρά τα μέλη πια λίγο καταστραμμένα
πιο τακτική όμως πιο έμπειρη τη χρήση των χειλιών
και πιο βαριά η ανάσα.
Πιο πλούσια τα στήθη
κλείνουνε ό,τι δέχονται και το νεκρώνουν
μια τόση δα μικρή αλλαγή
στο τρίψιμο πάνω στους όρχεις
-τότε πιο άγρια-
τώρα στην ίδια ένταση αλλά θλιμμένα
το πιο σημαντικό οι οργασμοί αλλεπάλληλοι
εύκολοι μεν αλλά βαθείς
σ' όλες τις στάσεις τις μορφές
-τότε πιο δύσκολοι-
πιο ακριβοί πιο δυνατοί
σε σύσπαση και νεύρο απελπισμένοι-
στο ανοιγμένο σκάμμα.

Όμως αυτές οι νύξεις που δηλώναν μιαν αδιόρατη αλλαγή
αντί να τούς ξενίζουν
ακόμη πιο πολύ τούς ερεθίζανε
τούς προκαλούσαν για πιο ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις...

Μέσα στη νύχτα χωριστήκανε
λίγο μετά χωρίς υπόσχεση άλλη να συναντηθούν.
Έτσι χαμένοι χωρισμένοι
κείνη τη νύχτα ένιωσαν να περπατούν
(στην Όλυνθο την Άβυδο τη Βύβλο)
μες στα ερείπια νωπά κι αλλοιωμένα
πόλης ολόκληρης αρχαίας
που εκείνοι φέρανε στο φώς
μες απ' τα χώματα ενός έρωτα θαμμένου...

Ιούνιος 1983

Στρατής Πασχάλης, Ανασκαφή (έκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1984, σσ. 7-9). -Το motto εκ του ιδίου, από το ποίημα "Ελβίρα" (ό.π., σ. 15).

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

με κάτι σαν τρόμο ανάβω το φώς


ΤΑ ΦΤΕΡΑ

Πώς νύχτωσε πάλι
στο σπίτι, στο δρόμο,
με κάτι σαν τρόμο
ανάβω το φώς.

Ανάβω μιαν άλλη
ζωή με θαμώνες,
μια νύχτα με εικόνες,
μια γή του πυρός.

Της νύχτας τα κάλλη
με ράκη τα ντύνω,
τον έρωτα δίνω
με ξένο κορμί.

Βαθιά, με τη ζάλη,
σε κάτι ωραίο
πιστεύω και λέω
ν' ανέβω στη γή.

Ξημέρωσε πάλι
στην ίδιαν Αθήνα,
με κάποιου μαικήνα
το βρωμικό φώς.

Κοιτώ κι έχω βγάλει
φτερά, μα πονάνε,
του αγγέλου μου θά 'ναι
που φεύγει κι αυτός.

Δ. Καψάλης

*

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Δεν σηκώθηκα, σ' άφησα νά 'μπεις
σαν αγέρι που φέρνει δροσιά·
σ' είχε ο νούς μου γυμνή και να λάμπεις,
μα κρατούσα τα μάτια κλειστά

ως γδυνόσουν, και θά 'χες στο σώμα
του χορού σου δειλές ομορφιές·
δεν σηκώθηκα, λείπεις ακόμα,
κι ήταν όνειρο πού 'ρθες προχθές.

Δ. Καψάλης

*

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ Α.Κ.

Και με φώς και με θάνατο πάλι
δεν τολμώ να σηκώσω κεφάλι.

Κυκλοδίωκτος, πλην των ερώτων,
για σταυρό θα βουτήξω των Φώτων.

Μ' αρετήν και με τόλμη, με πάθος,
θα βουτήξω σ' αμέτρητο βάθος.

Μυρισμένα τα χείλη φιλούσι
της καλής μου - σπουδή στο γιουρούσι.

Και συμμέτρως χορεύουν, συμμέτρως
στην ακτή Τάκης, Χάρης και Πέτρος.

Μ' αρετήν, όπως είπα, και πάθος
θά 'χω πέσει - κι αυτό κατά λάθος.

Η. Λάγιος

Ανθοδέσμη. Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα των Μιχάλη Γκανά, Διονύση Καψάλη, Γιώργου Κοροπούλη, Ηλία Λάγιου (έκδ. Άγρα, Αθήνα 1993, σσ. 20-21, 26, 28).

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

θεριστές θα είναι τα παιδιά...


Ας μάς δοθούνε λέξεις, τροχισμένες, για να τρυπήσουμε
Το Υπαρκτό. Ας ακούσουν το γέλιο και τα μέσα μας όρια
Του Εαυτού. Η λύση τ' ουρανού περιμένει μες στη φωτιά:
Ένα θαύμα φτιαγμένο από άγνωστο χώμα πως είμαστε.*

Οι θεριστές θα είναι τα παιδιά

Πλατάγιζε σαν μέσα σε όνειρο
Ο τραβηγμένος απ' τα πλοία κάβος
Και δακρυσμένη στο παράθυρο στεκόταν
Η προηγούμενη μέρα
.

Τα χέρια των νεκρών κράταγαν
Τα δωρισμένα απ' τους ανέμους κλειδιά
Κι η σκιά μιας καρδερίνας κελαηδούσε
Στον κήπο των λέξεων
.

Και μάτια
Πού 'καναν το καλοκαίρι να μοιάζει
Με δροσερά χείλη που εύχονται,
Κι άδεια από μνήμες ρυάκια·
Μα ένα ποτάμι θολό μέσα μας
Ακόμα ελπίζει.

Πλέναμε την καρδιά μας σε θάλασσα
ερημική
Κι όταν στραφήκαμε προς την αμμουδιά
Είδαμε τα παιδιά απορημένα·

Η θάλασσα τραγουδά για όλους.
Ο ίσκιος του σύννεφου
είναι συγχώρεση.

Κώστας Λιννός, Μετασχηματισμοί Δ΄, (έκδ. Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2018, σσ. 59). -Το motto εκ του ιδίου και δη στιχάκια από το εκτενές «Εγκώμιο για τη Χαμένη εποχή» (ό.π., σ. 60).

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

απέναντι απ' αυτή τη θάλασσα...


Ο πόλεμος τότε

Ίσως και να μην ξέρουμε πια τί να κάνουμε απέναντι απ' αυτή τη θάλασσα.
Τα κύματα παίζουν με τους ερχομούς
Και το αθάνατο άσμα χαίρεται στο θνητό λαιμό.
Κοιτάζουμε το χέρι που χαϊδεύει τα μαλλιά στο κουρασμένο μέτωπο
Της γυναίκας που θυμάται με μπερδεμένη συγκίνηση τους δρόμους της πατρίδας της.
Αλλά βέβαια δεν μπορεί κανείς να μάθει παρά μόνο να αισθανθεί
Απ' το σχήμα των ρούχων, απ' την αναλαμπή που δίνει στα μάτια
Ο ξερός θάμνος πάνω στο λόφο, πόση αγάπη
Και πόση αλύτρωτη πίκρα
Διπλώνεται μαζί με το σώμα και τη γυμνή σκιά του.
Μ' ένα βλέμμα που εξομολογήθηκε μοναχικά στο νερό τις στεναχώριες
Κοιτάζουμε τώρα τα πεταμένα γράμματα και τις φωτογραφίες μες στη φωτιά
Το πρόσωπο της γυναίκας που τ' ομόρφυνε τόσο η λύπη που κράτησε πολύ μα κάποτε πέρασε.

Έχει μείνει ακόμη λίγη βοή απ' την αλλοτινή θύελλα
Χθεσινό φαγητό στο τραπέζι, πλυμένα σώματα σε φτηνά δωμάτια-
Ίσως να μην ξέρουμε πια τί να κάνουμε απέναντι απ' αυτή τη γυναίκα
Που μάς κοιτάζει χαμογελώντας, δακρυσμένη, περήφανη
-πληγωμένο κύμα μιας ανεκπλήρωτης θάλασσας-
Και παίρνει τη βαλίτσα της και χάνεται
Τα μάτια, τα μάτια, τα μάτια της προσηλώνοντας
Στα χείλη που κάποτε σήμαιναν ελπίδα
Μα τώρα πίστη σε μια φλόγα που αργά και αθόρυβα σβήνει
.

*

Λύτρωση

Άπλωσε τώρα το χέρι σου
Στο τελευταίο χορτάρι της μέρας.
Το νερό τραγουδά
Μια κρυμμένη αλήθεια.
Κοίτα τα σύννεφα
Που αρχίζουν τον ερωτικό τους χορό.
Ξέχνα το όνομα
Ξέχνα τις λέξεις, μη μιλάς
Ψηλά το φώς κι η ερημιά
Νανουρίζουν το θαύμα.

Άπλωσε τώρα το χέρι σου
Στο τριμμένο χορτάρι της αγάπης.
Το γυμνό σώμα ας γίνει εξορία
Του καλοκαιριού και της μνήμης.
Μέσ' απ' το σκαμμένο χώμα
Φαίνεται το πρόσωπο
μιας γυναίκας
:
Στήριξέ το δίπλα σου, κοιτάξτε μαζί
Τη θάλασσα, τη βάρκα
Που χάνεται στη σκέψη πριν νυχτώσει.

Μες στο ερημικό σπίτι
Σού χαμογελά μια σκιά·
Απλώνεις τώρα το χέρι σου
Στο λουλουδιασμένο νόημα τ' ουρανού
Και κλείνεις τα μάτια.

Κώστας Λιννός, Μετασχηματισμοί Δ΄, (έκδ. Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2018, σσ. 62, 63).