Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

ο φίλος μου το μουλάρι


ο συνάδελφος Καπράλος, ποιμήν από την Πεντέλη, μονολογεί και λέει:
«Γιατί, Θεέ μου, με έκανες άνθρωπο και σκιάζομαι τη θάλασσα;
Γιατί δεν με έκανες σκύλο να φυλάω κοπάδια
και να μπορώ να κολυμπάω από τα γεννοφάσκια μου;».*

[...] Όταν υπήρχε ορατότητα, δηλαδή όταν δεν έβρεχε ή δεν χιόνιζε πολύ, κατορθώναμε να διακρίνουμε την εφοδιοπομπή που κινιότανε αργά-αργά και που, αν δεν συνέβαινε τίποτα το έκτακτο, θα έφτανε στο Λόχο σε μερικές ώρες. Τότε αλαλάζαμε από χαρά και τα άδεια στομάχια μας γέμιζαν υγρά. Ερχότανε η σωτηρία.

Θυμόμουνα το θάλαττα-θάλαττα που φώναζαν τα υπολείμματα των μυρίων του Ξενοφώντα στην επιστροφή τους, όταν, κατεβαίνοντας από τα Καρδούχεια όρη, αντίκρυσαν τη θάλασσα που θα τούς έφερνε στην πατρίδα. Έρχονται τα μουλάρια, σημαίνει πως αύριο και μεθαύριο θάχουμε φαΐ, ίσως δε και δέματα και γράμματα.

Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο το απαραίτητο για μάς μουλάρι είχε ανέβει στην εκτίμησή μας. Μπορώ να πώ ότι το λατρεύαμε. Όλοι μας ανεξαιρέτως είχαμε εκτιμήσει την αξία ενός μουλαριού σαν ίση με την αξία εκατό μοσχαριών ή μουνάκηδων ή σομπάκηδων. Έτσι λέγαμε αυτούς τους δειλούς ευνούχους και άμαχους, αλλά υγιέστατους στρατιώτες που ήσαν σε πλεονασμό απεσπασμένοι και προσκολλημένοι, αντί των βοηθητικών, στα γραφεία των Μονάδων που εδρεύανε πολύ πίσω από την πρώτη γραμμή.

[...]

Αντιθέτως το μουλάρι το βλέπαμε σαν τον ακαταπόνητο και φιλότιμο εργάτη που δούλευε σαν σκλάβος για να μάς προσφέρει ό,τι μπορούσε και να ικανοποιήσει τις ανάγκες μας. Το καμαρώναμε να βαδίζει σταθερά με το μετρημένο και αλάθητο βηματισμό του, τον ίδιο πάντα, νύχτα και μέρα, ακόμα κι' όταν τα μονοπάτια πάνω στα οποία βάδιζε βρίσκονταν κρυμμένα κάτω από το παχύ στρώμα του χιονιού.

Λίγες φορές είδα μουλάρι να στέκεται και να διστάζει για το πού θα στηρίξει το πόδι. Το αλάνθαστο ένστικτό του το θεωρώ σαν ένα είδος πρακτικής σοφίας που δεν έχει μεν καμιά σχέση με τη γνώση, αλλά έχει τα ίδια με αυτήν αποτελέσματα.

*

Δεν θεωρώ περίεργο ή αδικαιολόγητο το γεγονός ότι αγάπησα πολύ αυτό το αθώο ζώο και το θεωρώ ανεκτίμητο καλό φίλο και κάπως συνάδελφο. Άλλως τε κι' εμείς είμαστε φορτωμένοι σαν τα μουλάρια. Κουβαλούσαμε: το μάουζερ [...]. Το βάρος των πιο πάνω φτάνει τις οκτώ οκάδες. [...]


O γλάρος είναι η δράση
ξέρες και φύκια είναι το δικό του στερέωμα
εμείς, οι βιαστικοί έχουμε διαλέξει το ψέμα.**


Οδοιπορικό του πολέμου 1940-41 του στρατιώτη Αριστείδη Τσάτσου (Αθήνα 1986, σσ. 87-88, 89). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 96).

-----
** Στην κατακλείδα όμως, το ποιημάτιο «Τηγάνι» [Οκτ. 2016] του Γιώργου Βέη από την συλλογή Βράχια (έκδ. Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2020), όπου Τηγάνι η παλαιότερη ονομασία του Πυθαγορείου της Σάμου!

Δεν υπάρχουν σχόλια: