[...] Έτυχε εκείνη την ημέρα, που έγινε το ζέφκι των παλληκαριών, η θάλασσα να έχει ξεβράσει έναν πνιγμένο ναυαγό, που τόν είχαν σ' ένα κιβούρι στην εκκλησιά τού Άι-Γιάννη του Βάθους κοντά στο Παραπόρτι του Κάστρου, εκεί όπου τόν είχε άπνοο ξεμπαρκάρει το κύμα - Κύριος οίδε ποιά μάννα θα τόν έκλαιγε!
*
[...] ο καπτα-Μπάμπης μαθές, προλαβαίνει τρέχοντας να πάει πρώτος στον Άι-Γιάννη τού Βάθους από την αντίθετη όμως κατεύθυνση μη τυχόν και συναπαντηθούν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Φραζέσκο.
Περνά τρεχοπετάμενος από την Αγία Υπακοή με τη γυμνόστηθη δίουρη γοργόνα στο τέμπλο της κάτω από τον Εσταυρωμένο στην Μπαρ'κιά, από τον άλλο Άι-Γιάννη, που τόνε λέμε τού Σ'χωρεμένου, από την Αγία Μονή κι από την Παναγιά την Πρυ'ανή, που κρέμεται με το αυλιδάκι της από τα μισογκρεμισμένα τειχιά και τον πύργο τού Κάστρου.
Τέλος, μπαίνει καμμιά φορά στον Άι-Γιάννη τού Βάθους κι αμέσως βγάζει τον [...].
*
- Να βγώ από την Πόρτα Γιαλού τού Κάστρου δίπλα στην Αγιά-Μονή των Γκίζηδω' κι αντί να πάω προς το Γιαλό απ' όπου ήρθα, να στρίψω δεξιά στα σοκάκια της Μπαρκιάς για ν' αποφύγω τη λύσσα τού αγέρα και τού κυμάτου, αλλά και τη νάμμο που με τέτοιο βάρος στο νώμο μου θα με βουλιάζει τώρα ώσμε το γόνατο; Ή καλύτερα... - τελικά δεν ηξεύρει τί να κάμει, τού είναι αδύνατο ν' αποφασίσει αυτή τη στιγμή.
Εκείνα τα προ τού ηλεχτρισμού χρόνια, δημόσια φανάρια στα σοκάκια τού νησιού ακόμη δεν υπήρχανε, σκοτάδι θεοσκότεινο παντού. [...]
*
[...] Η Φιορούλα είχε μια πρωτεϊκή μορφή, όπου στο πρόσωπό της παρέλαυναν επιδεικτικά και περιδιάβαιναν κατά την περίσταση οι μορφές όλων μαζί των γυναικών τού τόπου, εξ ού ίσως και η αόριστη «θολότη'», το νεφελώδες, περίεργο θάμπωμα, που λες και την επροστάτευε ωσάν προστατευτικό πέπλο από το περίεργο, το αναιδές και κατακτητικό βλέμμα τού φωτογραφικού φακού - αλλιώς, πώς να το εξηγήσεις;
[...] Πάντως, ήταν απόλαυση να βλέπεις το κασελάκι της, που λαμποκοπούσε κατάκοσμο [...].
Παναγιώτης Κουσαθανάς, Φιορούλα (έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2023, σσ. 22, 23, 32-33, 106, 107).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου