(...) οι διαγνώσεις των γιατρών έβγαιναν πάντα λαθεμένες, (...) κοιμητήρια ολόκληρα ανυψώθηκαν στον αέρα σαν σμήνη πουλιών φωσφορίζοντας, άνθρωποι έτρεχαν ολημερίς στους δρόμους γελώντας ασταμάτητα όπως γελάει κανείς στον ύπνο του,
κι ένα μόνιμο φώς πόνου κι αξόδευτης αγάπης πλανιόταν πάνω απ' όλα τα κτίσματα δίνοντας στο συνολικό τοπίο μια όψη συσπασμένου προσώπου παρθένας που, θέλοντας να ξεπεράσει τον φραγμό της παρθενίας της αλλά φοβούμενη την επαφή με άντρα, μπήγει, με την ανεξέλεγκτη και σεισμική λύσσα των απελπισμένων, έναν λοστό μέσα στον κόλπο της ουρλιάζοντας «θεέ μου, θεέ μου» με το κεφάλι στραμμένο σαν της πέρδικας προς τον ουρανό και σμίγοντας τις δύο άκρες της ζωής μέσα στον κοχλαστό πίδακα του μυρωμένου αίματός της. Γιατί είχανε μαζευτεί πάρα πολλά μες στις καρδιές των ανθρώπων, τόσα που οι καρδιές δεν άντεχαν να τα κρατάνε άλλο μέσα τους.
Δημήτρης Δημητριάδης, Πεθαίνω σα χώρα (έκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσ/νίκη 2010, σ. 34).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου