[...] κυρίως όμως είχαν να λένε για την ψυχική διάλυση που επικρατούσε από πολύ καιρό σε όλες τις γραμμές, για τους φόνους που γίνονταν μέρα μεσημέρι για ένα πιάτο παλιοφαΐ ή για τις τσούπρες των διπλανών χωριών που, λες κι ήσαν βαλτές οι κουφάλες, έσπερναν την διχόνοια ανάμεσα στους στρατιώτες και την αντιζηλία πηγαίνοντας, οι λιμασμένες, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο («τί φταιν αυτές αν το μουνί τους είν' αχόρταγο;», τίς δικαιολογούσαν μερικοί),
ενώ κάθε φαντάρος ήθελε να έχει μια μόνιμη, αποκλειστικά δική του, για να περνάει μαζί της τον καιρό του, αφού αυτή ήταν η μοναδική του διασκέδαση (εκτός του ότι όλοι νοιάζονταν μονάχα για τον πούτσο τους και για τίποτ' άλλο, από αναχρονιστική αιδώ, που κάποια σχέση έχει με τα στρατιωτικά ήθη, δεν έβαζαν ποτέ πρώτη στις αισθησιακές απολαύσεις την μαλακία, η οποία φορές-φορές έπαιρνε τις διαστάσεις μεραρχιακής βακχείας κι έκανε χιλιάδες κορμιά στερημένα να τραντάζονται κάτω απ' τις κουβέρτες ή όρθια πίσω από κανένα δέντρο, στις σκοπιές, μέσα σε κραυγές που έκαναν την φύση να ριγάει, ματαιώνοντας έτσι την συνεύρεση των συγκλονισμένων σωμάτων αλλά κι επιβεβαιώνοντας την υπεροχή της εκσπερμάτωσης μέσα στο ίδιο το βασίλειο του θανάτου),
ήταν τέλος πάντων το γαμήσι η μοναδική ψυχαγωγία τους για να μην καταλαβαίνουν τους ατέλειωτους μήνες της εξουθενωτικής στρατοπέδευσης που, χρόνια τώρα, κυλούσαν μέσα σ' ένα κενό όμοιο μ' εκείνο που επικρατεί μες στο σώμα του νεκρού και που κάποτε αρχίζει ν' αναδύεται στην επιφάνεια με την μορφή αποκρουστικών ρήξεων της δερματικής συνέχειας, εν μνήματι. (...)
Δημήτρης Δημητριάδης, Πεθαίνω σα χώρα (έκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσ/νίκη 2010, σσ. 22-24).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου