[…] Το θαύμα όμως δεν γίνεται, ο Γιάννης δεν θεραπεύεται, παρά τα ταξίματα και τα παρακάλια της μάνας. Ο Παπαδιαμάντης δεν φαίνεται να ενοχλείται από αυτά, μένει ατάραχος και μάλλον ικανοποιημένος:
“Πλην φαίνεται ότι αυτός ήτο αρκετά καλά, σχεδόν καλύτερα από πλείστους άλλους, και οι Άγιοι δεν έκρινον ότι εσύμφερε να τού δώσουν εκείνο το οποίον η μάννα του ωνόμαζε «την υγειά του», δηλ. την ελευθερίαν να κακουργή εν γνώσει”. (4.530.3-6)
Σε ό,τι γράφει εδώ ο Παπαδιαμάντης για το γεγονός πως, παρά τις προσευχές της μάνας, ο Γιάννης έμενε καθυστερημένος και μουγγός, διαβάζουμε την ίδια πάντα απαισιόδοξη στάση του για τα ανθρώπινα (το αυτεξούσιο είναι απλώς το θεμέλιο της ενσυνείδητης κακουργίας) και την πεποίθησή του ότι το κακό και ο πόνος θα υπάρχουν όσο υπάρχει και ο κόσμος.
Διαβάζουμε όμως και κάτι περισσότερο, τη βαθιά μεταφυσική πίστη (που συνδέεται με τα δύο προηγούμενα, αλλά δεν ταυτίζεται διόλου μαζί τους) ότι το κριτήριο τού τί είναι καλό και κακό, τί συμφέρει τον άνθρωπο (με την ευαγγελική έννοια του ρήματος, βλ. Μτ 5,29-30), το κατέχουν οι άγιοι, εκείνοι δηλαδή που μπορούν να κρίνουν ασφαλώς τί οδηγεί στη σωτηρία και τί στην απώλεια. Δίχως αυτήν την πίστη, η στάση του Παπαδιαμάντη απέναντι στη δύστυχη μάνα και το άρρωστο παιδί της μπορεί να κριθεί ως ανάλγητη.
Μια μέρα ο Γιάννης θα κάνει και εκείνος ό,τι έκανε πάντα, θα μπεί σε ένα ξωκκλήσι, θα ανάψει κεριά και καντήλια και θα πιάσει να ψάλλει. Αυτή τη φορά όμως έχει μάρτυρες, το Μαλαμώ του μπαρμπα-Δημητρού και τον άντρα της τον Γιώργη του Πολύζου, που έχουν φτάσει στο Χριστό στο Κάστρο για άλλο λόγο και ακούνε να βγαίνει από μέσα μια άρρυθμη ψαλμωδία, ένα βουητό. Δεν μπορούν να διαπιστώσουν τί πραγματικά συμβαίνει, γιατί η πόρτα είναι μανταλωμένη από μέσα:
“Απ' όλον τον ακατάληπτον βόμβον του ήχου του ακουομένου, η ακοή των αίφνης διέκρινε δις ή τρις τας λέξεις: «Χριστός Ανέστη»”. (4.533.14-15)
Επειδή οι μάρτυρες είναι ευλαβείς -«η Μαλαμώ [...] ήτο απαράμιλλος εις την θρησκευτικήν ευλάβειαν» (4.531.14-15)-, θα αρχίσουν να έχουν τις απορίες των ευλαβών: πώς είναι δυνατόν να ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη» ενώ «τώρα πέρασε το μεσοσαράκοστο» (4.533.16-17) -ήταν πράγματι Σάββατο της Δ΄ των Νηστειών-, ή μήπως αυτός που ψάλλει είναι καθολικός και έχει κάνει ήδη Πάσχα; Η απορία θα λυθεί: «Ήτο τω όντι ο Γιάννης του Λέκα» (4.534.1), όπως είχε υποθέσει ο Πολύζος:
“Ο Γιάννης είχεν ανάψει στα μανάλια όλα τ' απόκηρα, όσα είχεν ευρεί εκεί, είχε χύσει το λάδι από τα κανδήλια, είχε κενώσει όλον το λαδικόν, που ηύρεν εις το ερμάρι της βορειοδυτικής γωνίας, και είχε κατορθώσει να ανάψη ως πυροφάνι μόνον δύο καντήλια εκ των επτά ή οκτώ των προ του Τέμπλου και του προσκυνηταρίου, και ηυφραίνετο ψάλλων το «Χριστός Ανέστη», όπως αυτός ήξευρεν. Είχε βαρεθή την Σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη”. (4.534.7-13)
Ο βλαξ και μογιλάλος προετοιμάζει την Ανάσταση και ψάλλει τον θούριό της ευφραινόμενος! Ήξευρεν καλώς. [...]
Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ο στεναγμός των πενήτων. Δοκίμια για τον Παπαδιαμάντη (έκδ. ΠΕΚ, Ηράκλειο Κρήτης 2016, σσ. 69-70), σχολιάζοντας το διήγημα «Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη», άρθρο δημοσιευμένο στην Νέα Ευθύνη το 2011.- Πρβλ. κι εδωδά, στα καθ' ημάς, το σμικρό κι όμως τόσο σημαντικό ποίημα του πολύ Β.Ν. Μπόνου για τον όντως μεγΑλέξανδρο της καθ' ημάς Ανατολής!