«[...] Αναρωτιέσαι και σκαρφαλώνεις [ενν. στα υψώματα της Ελλάδας] σαν κατσίκι ανάμεσα από τα λείψανα των βασιλέων, τα μυρωμένα από τους αμάραντους απ' όπου η καταιγίδα ελευθερώνει ένα απόσπασμα από μυρωδιές τόσο ζωντανές και τόσο πεθαμένες, όσο κι εκείνος ο ηνίοχος που βαδίζει δίχως να κινεί τα πόδια του και διασχίζει τους αιώνες με βλέμμα σαν το λευκό ραβδί των τυφλών...».
από το Ημερολόγιο ενός αγνώστου
*
«[...] Η ασχήμια και η ανοησία είναι δυο πανίσχυρες θεές που μπροστά τους η ευφυΐα και η ομορφιά είναι σχεδόν άοπλες. Η ασχήμια του Ηρακλείου της Κρήτης είναι τουρκική. Έχουμε αγκυροβολήσει σ' ένα λιμάνι γεμάτο χαλάσματα και μηχανές ανοικοδόμησης. Σήμερα το πρωί πήγαμε στην Κνωσσό. Αξίζει να διασχίσει κανείς τα πέλαγα για να τη δεί. Χάρη στις θαυμάσιες ανασκαφές του σερ Άρθουρ Έβανς, περιδιαβαίνουμε στην κατοικία του Μίνωα. Από τα Ανάκτορα αυτά θα πρέπει να γεννήθηκε ο μύθος του Λαβύρινθου.
Αν τούτη η εξαίσια μυρμηγκοφωλιά δεν ήταν ορθάνοιχτη, θα είχαμε χαθεί. Συνεχώς ανεβαίνουμε, κατεβαίνουμε, στρίβουμε, επιστρέφουμε εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε, νομίζουμε ότι βγαίνουμε και ξαναβρισκόμαστε στο τελικό αδιέξοδο ενός μαιάνδρου ή μιας σπείρας. Ιδού το παράδειγμα μιας παρακμής που είναι το ανώτατο σημείο του πολιτισμού. Έπειτα έρχεται η παρακμή της παρακμής και ο σύγχρονος σκουπιδοτενεκές. Οι τοιχογραφίες αιχμαλωτίζουν με τη φρεσκάδα και την κομψότητά τους».
21 Ιουνίου 1952, από το Οριστικό παρελθόν
Ζαν Κοκτώ, δυό αποσπάσματα εκ του Ο Jean Cocteau και η Ελλάδα (έκδ. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2007, σσ. 13, 14).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου