Εάν θελήσουμε να εξηγήσουμε τις ιδέες μας για την Θεότητα, θα αναγκαστούμε να παραδεχτούμε ότι ο άνθρωπος, με τη λέξη «Θεός», δεν μπόρεσε παρά να ορίσει την πιο απόκρυφη, την πιο απόμακρη και την πιο άγνωστη αιτία των αποτελεσμάτων που μπορούσε να δεί· άρχισε να χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη μονάχα όταν έπαψε να τού είναι ορατό το έργο των φυσικών και των γνωστών αιτιών· αφ’ ής στιγμής έχασε το νήμα αυτών των αιτιών ή όταν το μυαλό του δεν μπόρεσε πια να ακολουθήσει την αλυσίδα, σταμάτησε μπροστά στις δυσκολίες και έβαλε τέλος στις έρευνές του, αποκαλώντας Θεό την τελευταία των αιτιών, εκείνη, δηλαδή, που βρίσκεται πέραν όλων των αιτιών που γνώριζε· έτσι, το μόνο που κατάφερε ήταν να αποδώσει μια ασαφή ονομασία σε μια άγνωστη αιτία, ενώπιον της οποίας η οκνηρία ή τα όρια της γνώσης του τον ανάγκασαν να σταματήσει.
Κάθε φορά που λέμε ότι ο Θεός είναι ο πρωτουργός κάποιου φαινομένου, τούτο υποδηλώνει ότι αγνοούμε τον τρόπο με τον οποίο ένα τέτοιο φαινόμενο μπόρεσε να τεθεί σε κίνηση με τη βοήθεια των γνωστών σε μάς φυσικών δυνάμεων ή αιτιών. Με αυτόν τον τρόπο, το ανθρώπινο γένος, στο οποίο έλαχε ο κλήρος της άγνοιας, αποδίδει στη Θεότητα όχι μόνο τα ασυνήθιστα φαινόμενα που τού προξενούν εντύπωση, αλλά, επιπλέον, τα πιο απλά γεγονότα, οι αιτίες των οποίων θα μπορούσαν να γίνουν εύκολα κατανοητές σε οποιονδήποτε επιθυμούσε να τίς μελετήσει.
Κοντολογίς, ο άνθρωπος ανέκαθεν έτρεφε σεβασμό για τις άγνωστες αιτίες και τις απροσδόκητες συνέπειές τους, τις οποίες η άγνοια τον εμπόδιζε να αποκαλύψει. Πάνω σε τούτα τα ερείπια της φύσης ο άνθρωπος ήγειρε τον φανταστικό κολοσσό της Θεότητας.
Εάν η άγνοια της φύσης γέννησε τους θεούς, η γνώση της φύσης προορίστηκε να τούς καταστρέψει. Καθώς ο άνθρωπος καταλάβαινε όλο και περισσότερα, η δύναμη και οι πόροι του αυξάνονταν από τούτη τη γνώση· η επιστήμη, οι τέχνες και η φιλοπονία τού πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους· η εμπειρία τόν καθησύχασε ή τού εξασφάλισε τα μέσα αντίστασης στις δυνάμεις πολλών αιτιών που, μόλις έγιναν κατανοητές, έπαψαν να τον ανησυχούν. Κοντολογίς, οι φόβοι του διασκορπίστηκαν κατ' αναλογία προς τον διαφωτισμό του. Ο μορφωμένος άνθρωπος παύει να είναι δεισιδαίμων.
Λέγεται (από προφορικές παραδόσεις που πέρασαν από στόμα σε στόμα απ' τη μια γενιά στην άλλη) ότι ολόκληροι λαοί λάτρευαν τον Θεό των πατέρων και των ιερέων τους: η αυθεντία, η εμπιστοσύνη, η υποταγή, καθώς και τα έθιμα, αντικαθιστούσαν τις πεποιθήσεις ή τις αποδείξεις: οι λαοί προσκυνούσαν και προσεύχονταν επειδή οι πατέρες τους τούς έμαθαν να προσκυνούν και να προσεύχονται: γιατί, όμως, οι πατέρες τους έπεφταν στα γόνατα;
Διότι, σε αυτούς τους πρωτόγονους καιρούς, οι νομοθέτες και οι καθοδηγητές τούς το παρουσίασαν ως καθήκον. «Λάτρευε και πίστευε», έλεγαν, «τους θεούς που δεν μπορείς να καταλάβεις· έχε εμπιστοσύνη στη βαθιά μας σοφία· γνωρίζουμε περισσότερα από εσένα για τη Θεότητα». Και όταν εσύ ρωτούσες με τη σειρά σου, «αλλά γιατί να έρθω εγώ σε εσάς;», θα απαντούσαν: γιατί αυτό είναι το θέλημα του Θεού· επειδή, αν τολμήσεις να αντισταθείς, θα σε τιμωρήσει. Αυτός είναι, λοιπόν, ο Θεός που γυρεύουμε; Παρόλ' αυτά, ο άνθρωπος ανέκαθεν γυρόφερνε σ' αυτόν τον φαύλο κύκλο· το νωθρό του μυαλό έβρισκε πάντοτε ευκολότερο να αποδέχεται την κρίση των άλλων.
Όλα τα θρησκευόμενα έθνη εγκαθιδρύονται αποκλειστικά και μόνο πάνω στην αυθεντία· όλες οι θρησκείες του κόσμου απαγόρευαν την έρευνα και μάς αποτρέπουν απ’ το να σκεφτόμαστε με τη λογική· η αυθεντία θέλει τη πίστη στον Θεό· ο ίδιος ο Θεός για τον οποίο κάνουμε λόγο στηρίζεται μόνον στην αυθεντία μιας χούφτας ανθρώπων που προσποιούνται ότι τον γνωρίζουν και, ως απεσταλμένοι του, τον αγγέλουν στη γή· διότι ένας Θεός που έχει επινοηθεί από τον άνθρωπο, αδιαμφισβήτητα χρειάζεται έναν άνθρωπο για να τον φανερώσει.
Shelley P.B., Η αναγκαιότητα της αθεΐας (μτφρ. Κ. Δεσποινιάδης – Ισιδ. Στανιμεράκη, έκδ. Πανοπτικόν, Θεσ/σνίκη 2017, σσ. 18-20).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου