Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

στύξ, όταν ψευδώς ορκίζονται οι θεοί


στ. 775-806: ένθα δε ναιετάει στυγερή θεός αθανάτοισι,
δεινή Στύξ, θυγάτηρ αψορρόου Ωκεανοίο
πρεσβυτάτη· νόσφιν δε θεών κλυτά δώματα ναίει
μακρήσιν πέτρησι κατηρεφέ'· αμφί δε πάντη
κίοσιν αργυρέοισι προς ουρανόν εστήρικται.
παύρα δε Θαύμαντος θυγάτηρ πόδας ωκέα Ίρις
αγγελίην πωλείται επ' ευρέα νώτα θαλάσσης.
οππότ' έρις και νείκος εν αθανάτοισιν όρηται
και ρ' ός τις ψεύδηται Ολύμπια δώματ' εχόντων,
Ζεύς δέ τε Ίριν έπεμψε θεών μέγαν όρκον ενείκαι
τηλόθεν εν χρυσέη προχόω πολυώνυμον ύδωρ
ψυχρόν
, ό τ' εκ πέτρης καταλείβεται ηλιβάτοιο
υψηλής
· πολλόν δε υπό χθονός ευρυοδείης
εξ ιερού ποταμοίο ρέει διά νύκτα μέλαιναν
Ωκεανοίο κέρας· δεκάτη δ' επί μοίρα δέδασται·
εννέα μεν περί γήν τε και ευρέα νώτα θαλάσσης
δίνης αργυρέης ειλιγμένος εις άλα πίπτει,
ή δε μί' εκ πέτρης προρέει μέγα πήμα θεοίσιν.
ός κεν την επίορκον απολλείψας επομόσση
αθανάτων, οί έχουσι κάρη νιφόεντος Ολύμπου,
κείται νήυτμος τετελεσμένον εις ενιαυτόν·
ουδέ ποτ' αμβροσίης και νέκλταρος έρχεται άσσον
βρώσιος, αλλά τε κείται ανάπνευστος και άναυδος
στρωτοίς εν λεχέεσσι, κακόν δε ε κώμα καλύπτει.
αυτάρ επεί νούσον τελέση μέγαν εις ενιαυτόν,
άλλος γ' εξ άλλου δέχεται χαλεπώτερος άεθλος.
εινάετες δε θεών απαμείρεται αιέν εόντων,
ουδέ ποτ' ες βουλήν επιμίσγεται ουδ' επί δαίτας
εννέα πάντα έτεα· δεκάτω δ' επιμίσγεται αύτις
είρας ες αθανάτων, οί Ολύμπια δώματ' έχουσιν.
τοίον άρ' όρκον έθεντο θεοί Στυγός άφθιτον ύδωρ
ωγύγιον
, το δ' ίησι καταστυφέλου διά χώρου
.

(= [775] [Εκεί [ενν. στον Άδη] και κατοικεί, φρικτή για τους αθάνατους θεά, η Στύξ η φοβερή, γριά κόρη του Ωκεανού που κυλάει κυκλικά. Μένει μακριά απ' τους θεούς σε παλάτι φημισμένο που στέγη έχει βράχια ψηλά. Γύρω, τριγύρω στηρίζεται σε στύλους ασημένιους που υψώνονται προς τον ουρανό. [780] Του Θαύμαντα η θυγατέρα, η γοργοπόδαρη Ίρις, σπάνια έρχεται να φέρει μήνυμα επάνω απ' την πλατιά θάλασσα, όταν φιλονικία ή διχόνοια χωρίσει αθανάτους. Και τότε για να φανερωθεί ποιός είν' ο ψεύτης απ’ όσους κατοικούν στον Όλυμπο, ο Δίας στέλνει την Ίριδα να φέρει «τον μέγα όρκο των θεών», από τον μακρινό εκείνο τόπο. [785] Τον φέρνει σε χρυσό μέσα δοχείο κι είναι το ξακουστό νερό, το κρύο που πέφτει από ψηλό κρεμαστό βράχο. Του Ωκεανού είναι παρακλάδι που από το ιερό ποτάμι κυλάει άφθονο κάτω μεσ’ από τα φαρδυά περάσματα της γής, μέσα στην μαύρη νύχτα. Έχει το δέκατο του νερού και τ' άλλα εννιά, [790] σαν ασημένια στροβιλίσματα, τα κυλάει ο Ωκεανός γύρω απ' τη γή και τα πλατιά πελάγη και τα ρίχνει στη θάλασσα. Και το ένα αυτό, το δέκατο, πέφτει απ' τον ψηλό τον βράχο, κακό μεγάλο για τους θεούς. Όποιος απ' τους αθάνατους που ζούν στις χιονισμένες του Ολύμπου κορυφές, ορκίζεται επίορκα παίρνοντας μάρτυρα το νερό αυτό, [795] χρόνο ολόκληρο κείτεται χωρίς πνοή. Ούτε έρχεται ποτέ ν' αγγίξει αμβροσία ή νέκταρ για να τραφεί αλλά κείτεται χωρίς αναπνοή, άφωνος απάνω στα στρωσίδια και τον κατέχει κακή λιγοθυμιά. Κι όταν μετά από έναν μεγάλο χρόνο η αρρώστια τού περάσει, άλλα, χειρότερα κακά παθαίνει. [800] Εννέα χρόνια ζεί μακριά από τους αθανάτους κι ούτε πηγαίνει στα συμβούλια ή στα δείπνα τους, χρονιές ολόκληρες εννιά. Μόνο στην δέκατη χρονιά ξανασμίγει στις συγκεντρώσεις των θεών που ζούν στον Όλυμπο. [805] Τέτοιος είναι ο όρκος που όρισαν οι θεοί στ' όνομα του πανάρχαιου, αθάνατου νερού της Στύγας που τρέχει ανάμεσα σε βραχοτόπια].).

Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 94-97).

Δεν υπάρχουν σχόλια: