στ. 674-735: οί τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν εν δαΐ λυγρή
πέτρας ηλιβάτους στιβαρής εν χερσίν έχοντες.
Τιτήνες δ' εκατέρωθεν εκαρτύναντο φάλαγγας
προφρονέως, χειρών τε βίης θ’ άμα έργον έφαινον
αμφότεροι· δεινόν δε περίασχε πόντος απείρων,
γή δε μέγ' εσμαράγησεν, επέστενε δ' ουρανός ευρύς
σειόμενος, πεδόθεν δε τινάσσετο μακρός Όλυμπος
ριπή ύπ’ αθανάτων, ένοσις δ' ίκανε βαρεία
Τάρταρον ηερόεντα, ποδών τ' αιπεία ιωή
ασπέτου ιωχμοίο βολάων τε κρατεράων·
ώς άρ' επ' αλλήλοις ίεσαν βέλεα στονόεντα.
φωνή δ' αμφοτέρων ίκετ' ουρανόν αστερόεντα
κεκλομένων· οί δε ξύνισαν μεγάλω αλαλήτω.
Ουδ' άρ' έτι Ζεύς ίσχεν εόν μένος, αλλά νυ του γε
είθαρ μεν μένεος πλήντο φρένες, εκ δε τε πάσαν
φαίνε βίην· άμυδις δ' άρ' απ' ουρανού ηδ' απ' Ολύμπου
αστράπτων έστειχε συνωχαδόν· οι δε κεραυνοί
ίκταρ άμα βροντή τε και αστεροπή ποτέοντο
χειρός άπο στιβαρής, ιερήν φλόγα ειλυφόωντες
ταρφέες· αμφί δε γαία φερέσβιος εσμαράγιζε
καιομένη, λάκε δ' αμφί πυρί μεγάλ' άσπετος ύλη.
έζεε δε χθών πάσα και Ωκεανοίο ρέεθρα
πόντος τ' ατρύγετος· τους δ' άμφεπε θερμός αυτμή
Τιτήνας χθονίους, φλοξ δ' αιθέρα δίαν ίκανεν
άσπετος, όσσε δ' άμερδε και ιφθίμων περ εόντων
αυγή μαρμαίρουσα κεραυνού τε στεροπής τε.
καύμα δε θεσπέσιον κάτεχεν Χάος· είσατο δ' άντα
οφθαλμοίσι ιδείν ηδ' ούασι όσσαν ακούσαι
αύτως, ως ει Γαία και Ουρανός ευρύς ύπερθε
πίλνατο· τοίος γαρ κε μέγας υπό δούπος ορώρει
της μεν ερειπομένης, του δ' υψόθεν εξεριπόντος·
τόσσος δούπος έγεντο θεών έριδι ξυνιόντων.
συν δ' άνεμοι ένοσίν τε κονίην τ' εσφαράγιζον
βροντήν τε στεροπήν τε και αιθαλόεντα κεραυνόν,
κήλα Διός μεγάλοιο, φέρον δ' ιαχήν τ' ενοπήν τε
ες μέσον αμφοτέρων· ότοβος δ' άπλητος ορώρει
σμερδαλέης έριδος, κάρτος δ' ανεφαίνετο έργων.
εκλίνθη δε μάχη· πριν δ' αλλήλοις επέχοντες
εμμενέως εμάχοντο διά κρατεράς υσμίνας.
Οί δ' άρ' ενί πρώτοισι μάχην δριμείαν έγειραν
Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύης τ' άατος πολέμοιο,
οί ρα τριηκοσίας πέτρας στιβαρών από χειρών
πέμπον επασσυτέρας, κατά δ' εσκίασαν βελέεσσι
Τιτήνας, και τους μεν υπό χθονός ευρυοδείης
πέμψαν και δεσμοίσιν εν αργαλέοισιν έδησαν
χερσίν νικήσαντες υπερθύμους περ εόντας,
τόσσον ένερθ' υπό γής, όσον ουρανός εστ' από γαίης·
[τόσσον γαρ τ' από γής ες Τέρταρον ηερόεντα.]
εννέα γαρ νύκτας τε και ήματα χάλκεος άκμων
ουρανόθεν κατιών δεκάτη ες γαίαν ίκοιτο·
εννέα δ' αυ νύκτας τε και ήματα χάλκεος άκμων
εκ γαίης κατιών δεκάτη ες Τάρταρον ίκοι.
τον περί χάλκεον έρκος ελήλαται· αμφί δε μιν νύξ
τριστοιχεί κέχυται περί δειρήν· αυτάρ ύπερθεν
γής ρίζαι πεφύασι και ατρυγέτοιο θαλάσσης.
ένθα θεοί Τιτήνες υπό ζόγω ηερόεντι
κεκρύφαται βουλήσι Διός νεφεληγερέταο
[χώρω εν ευρώεντι, πελώρης έσχατα γαίης.]
τοις ουκ εξιτόν εστι, θύρας δ' επέθηκε Ποσειδέων
χαλκείας, τείχος δε περοίχεται αμφοτέρωθεν.
ένθα Γύης Κόττος τε και Οβριάρεως μεγάθυμος
ναλίουσι, φύλακες πιστοί Διός αιγιόχοιο.
(= Και τότε, στην τρομερή την μάχη σταθήκαν [οι Εκατόγχειρες] κατάντικρυ στους Τιτάνες [675] με ογκόλιθους στα στιβαρά τους χέρια. Οι Τιτάνες από μέρους τους, πύκνωσαν γρήγορα τις φάλαγγές τους και έδειχναν, και από τις δυό μεριές, το τί μπορούσαν δύναμη και χέρια. Βούιζε φοβερά ο απέραντος γύρω πόντος και βόγγηξε βαριά η γή και σείστηκε στενάζοντας ο αχανής ουρανός. [680] Κλονίστηκε πάνω στα ριζιμιά του ο πανύψηλος Όλυμπος απ' την ορμή των αθανάτων και βαρύς σεισμός έφτανε ως τον γεράνιο Τάρταρο από τον κρότο των ποδιών, τον ανείπωτο πάταγο που έκαναν οι τρομερές ριξιές καθώς πηγαινορχόνταν οι μύδροι που σφυρίζαν. [685] Και οι φωνές τους, καθώς έκραζαν κι από τις δυό μεριές έφταναν ώς τον κατάστερο ουρανό καθώς πάλευαν με αλαλαγμούς. Και τότε πια ο Δίας δεν συγκράτησε τον θυμό του κι ευθύς το μένος του πλημμύρισε την ψυχή του κι έβαλε όλη του την δύναμη. Από τον ουρανό κι από τον Όλυμπο ερχόταν κι έριχνε ακατάπαυτα [690] πολλές μαζί αστραπές και οι πυκνοί κεραυνοί με βροντές κι εκλάμψεις πετούσαν από το στιβαρό του χέρι. Και γύρω, η ζωοδότρα γή καιγόταν με τριγμούς και τ' απέραντα δάση βογγούσαν ζωσμένα από φωτιά. [695] Κόχλαζε η γή ολάκερη και τα νερά του Ωκεανού κι η ατρύγητη θάλασσα και καυτή λαύρα έζωνε τους χθόνιους Τιτάνες κι η τεράστια φλόγα ανέβαινε ως τις θείες νεφέλες. Όση κι αν είχαν δύναμη τούς θάμπωνε εκτυφλωτικά η λάμψη του κεραυνού, της αστραπής. [700] Καυτή πνοή αγκάλιαζε το χάος. Η θέα για τα μάτια, ο θόρυβος για τ’ αυτιά έμοιαζαν όπως θα ήταν να χτυπηθούν η γή και ο απάνω ουρανός. Τέτοιος θα ήταν ο κρότος αν η γή καταστρεφόταν κι απάνω της γκρεμιζόταν ο ουρανός. Τόσος ήταν ο κρότος της σύγκρουσης των θεών. [705] Και μαζί οι άνεμοι συνταράζαν τη γή, σηκώνοντας σκόνη, βροντή κι αστραπή φλογισμένος κεραυνός, όπλα του μεγάλου Δία, κι οι άνεμοι σκορπούσαν τις φωνές και τις κραυγές ανάμεσά τους. [710] Κρότος τρομερός ανασηκωνόταν από την φοβερή πάλη όπου αγωνίζονταν δυνατοί. Και τότε έκλινε η μάχη· ως τότε μάχονταν με μανία σε φοβερές συγκρούσεις. Μέσα στους πρώτους σήκωσαν σκληρή μάχη ο Κόττος κι ο Βριάρεος και ο Γύης αχόρταγος για πόλεμο. [715] Τριακόσια βράχια ρίχνανε απανωτά, με τα στιβαρά τους χέρια και σκιάσανε μ’ αυτά τούς Τιτάνες και τούς έστειλαν, έπειτα, κάτω στην πλατειά γή και τούς δέσανε σε σκληρά δεσμά, τους αλαζονικούς που τούς είχαν νικήσει με τα χέρια τους. [720] Τόσο μακριά κάτω απ' την γή όσο ο ουρανός είναι μακριά από τη γή. Εννέα νύχτες κι εννέα μέρες αν έπεφτε χάλκινο αμόνι από τον ουρανό, θα έφτανε στην γή στις δέκα. Κι εννέα πάλι νύχτες και μέρες χάλκινο αμόνι [725] που θα έπεφτε από την γή θα έφτανε στον Τάρταρο στις δέκα. Χάλκινο τείχος τον περιτριγυρίζει. Τριπλό σκοτάδι σκεπάζει τον στενό του λαιμό απ' όπου ξεφυτρώνουν οι ρίζες της γής και της ατρύγητης θάλασσας. Εκεί είναι θαμμένοι οι Τιτάνες [730] απ' την βουλή του Δία του νεφεληγερέτη. Δεν μπορούν να φύγουν από κεί. Ο Ποσειδών χάλκινες τοποθέτησε πύλες και τείχος τον κλείνει από παντού και εκεί κατοικούν, φύλακες πιστοί του Δία του αιγίοχου [735] ο Γύης, ο Κόττος κι ο Βριάρεος).
Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 88-93).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου