στ. 535-572: και γαρ ότ' εκρίνοντο θεοί θνητοί τ' άνθρωποι
Μηκώνη, τότ' έπειτα μέγαν βούν πρόφρονι θυμώ
δασσάμενος προέθηκε, Διός νόον εξαπαφίσκων.
τοις μεν γαρ σάρκας τε και έγκατα πίονα δημώ
εν ρινώ κατέθηκε καλύψας γαστρί βοείη,
τω δ' αύτ' οστέα λευκά βοός δολίη επί τέχνη
ευθετίσας κατέθηκε καλύψας αργέτι δημώ.
δη τότε μιν προσέειπε πατήρ ανδρών τε θεών τε·
Ιαπετιονίδη, πάντων αριδείκετ' ανάκτων,
ώ πέπον, ως ετεροζήλως διεδάσσαο μοίρας.
ώς φάτο κερτομέων Ζευς άφθιτα μήδεα ειδώς.
τόν δ' αύτε προσέειπε Προμηθεύς αγκυλομήτης
ήκ' επιμειδήσας, δολίης δ' ου λήθετο τέχνης·
Ζευ κύδιστε μέγιστε θεών αιειγενετάων,
των δ' έλε', οπποτέρην σε ένι φρεσί θυμός ανώγει.
φη ρα δολοφρονέων· Ζευς δ' άφθιτα μήδεα ειδώς
γνώ ρ' ουδ' ηγνοίησε δόλον· κακά δ’ όσσετο θυμώ
θνητοίς ανθρώποισι, τα και τελέεσθαι έμελλεν.
χερσί δ' ό γ' αμφοτέρησιν ανείλετο λευκόν άλειφαρ.
χώσατο δε φρένας αμφί, χόλος δε μιν ίκετο θυμόν,
ως ίδεν οστέα λευκά βοός δολίη επί τέχνη.
εκ του δ' αθανάτοισιν επί χθονί φύλ' ανθρώπων
καίουσ' οστέα λευκά θυηέντων επί βωμών.
τον δε μέγ' οχθήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζευς·
Ιαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα ειδώς,
ώ πέπον, ουκ άρα πω δολίης επιλήθεο τέχνης.
ώς φάτο χωόμενος Ζευς άφθιτα μήδεα ειδώς·
εκ τούτου δη έπειτα δόλου μεμνημένος αιεί
ουκ εδίδου μελίησι πυρός μένος ακαμάτοιο
θνητοίς ανθρώποις, οί επί χθονί ναιετάουσιν.
αλλά μιν εξαπάτησεν είς πάις Ιαπετοίο
κλέψας ακαμάτοιο πυρός τηλέσκοπον αυγήν.
αυτίκα δ' αντί πυρός τεύξεν κακόν ανθρώποισιν·
γαίης γαρ σύμπλασσε περικλυτός Αμφιγυήεις
παρθένω αιδοίη ίκελον Κρονιδέω διά βουλάς.
(= [535] Τον καιρό που κρίνονταν, στην Μακώνη [Σικυών] θεοί και άνθρωποι θνητοί τότε ο Προμηθέας μοίρασε ένα μεγάλο βόδι και πρόθυμα, ύστερα, το πρόσφερε με σκοπό να ξεγελάσει τον Δία. Στην μια μερίδα έβαλε τις σάρκες και τα παχιά εντόσθια, σκεπασμένα με της κοιλιάς το δέρμα. [540] Στην άλλη έσιαξε, με τέχνη δολερή, τα γυμνά κόκκαλα του βοδιού και τα σκέπασε με άσπρο λίπος. Τού φώναξε, τότε, ο πατέρας ανθρώπων και θεών: «Ιαπετονίδη! υπέροχε ανάμεσα στους αρχόντους, φίλε… πολύ μεροληπτικά έφτιαξες τις μερίδες!» [545] Έτσι είπε πειράζοντάς τον ο Δίας με την αλάθευτη σκέψη και τότε ο πανούργος Προμηθέας τού αποκρίθηκε χαμογελώντας μη ξεχνώντας την δολερή του τέχνη: «Ένδοξε Δία, άρχοντα των θεών των αιωνίων, διάλεξε όποιαν από τις δύο τραβάει η καρδιά σου». [550] Το είπε πονηρά, κι ο Δίας με την αλάθευτη σκέψη, ένοιωσε, δεν τού ξέφυγε ο δόλος, και μέσα του μελετούσε την καταστροφή των θνητών ανθρώπων όπως κι έμελλε να το κάνει*. Με τα δυο του χέρια σήκωσε το άσπρο λίπος, κι οργίστηκε κι η χολή του φούσκωσε μέσα του [555] καθώς είδε τ' άσπρα κόκκαλα της δολερής παγίδας. Αυτός είν' ο λόγος που στη γή η γενιά των ανθρώπων καίνε, για τους αθανάτους κόκκαλα επάνω σε βωμούς που καπνίζουν. Γεμάτος αγανάκτηση ο νεφεληγερέτης Δίας τού φώναξε: «Ιαπετονίδη, σύ που τα ξέρεις όλα, φίλε [560] δεν την ξέχασες την δολερή σου τέχνη!» Έτσι τού είπε θυμωμένος ο Δίας με την αλάθευτη σκέψη. Τον λόγο αυτόν δεν τον ξεχνούσε και δεν έστελνε επάνω στις μελιές [φτελιές· ο κεραυνός βάζει φωτιά στο δέντρο και την παίρνουν οι άνθρωποι] την ορμή της ακάματης φωτιάς για χάρη των θνητών ανθρώπων που κατοικούν στη γή. [565] Τον εξαπάτησε όμως ο άφοβος γιος του Ιαπετού κι έκλεψε την ανταύγεια της ακάματης φωτιάς μέσα σε κούφιο καλάμι. Βαθιά την δάγκωσε ο θυμός την καρδιά του Δία που βροντάει ψηλά, σαν είδε, ανάμεσα στους ανθρώπους την ανταύγεια της φωτιάς. [570] Ευθύς, αντίρροπο της φωτιάς, κατασκεύασε ένα κακό για τους ανθρώπους. Ο ξακουστός Κουτσοπόδης [Ήφαιστος] έπλασε με χώμα, του Κρονίδη παραγγελία, ένα πλάσμα ίδιο παρθένα σεμνή...).
* Η ιστόρηση αυτή είναι συγκεχυμένη. Η τιμωρία του Προμηθέα αναφέρεται πριν από την πανουργία του και πριν από την κλοπή της φωτιάς. Ο Δίας ξέρει την πονηριά και θυμώνει όχι γι' αυτήν την ίδια αλλά γιατί τον ξεγελούν. Η απόφαση τιμωρίας των ανθρώπων παίρνεται πριν επωφεληθούν της κλοπής και πριν απ' την κλοπή.
Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 80-83).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου