στ. 585-590: αυτάρ επεί δη τεύξε καλόν κακόν αντ' αγαθοίο,
εξάγαγ', ένθα περ άλλοι έσαν θεοί ηδ' άνθρωποι,
κόσμω αγαλλομένην γλαυκώπιδος οβριμοπάτρης.
θαύμα δ' έχ' αθανάτους τε θεούς θνητούς τ' ανθρώπους,
ως έιδον δόλον αιπύν, αμήχανον ανθρώποισιν.
(= Κι όταν, αντί του καλού έφτιαξε το όμορφο αυτό κακό, την πήγε στολισμένη από την γαλανομάτα κόρη του πανίσχυρου, εκεί που ήσαν μαζεμένοι θεοί και άνθρωποι και θαύμασαν και οι αθάνατοι θεοί και οι ανθρώποι οι θνητοί καθώς είδαν την στημένη αυτήν αναπόφευκτη για τους ανθρώπους παγίδα).
στ. 600-612: ώς δ' αύτως άνδρεσσι κακόν θνητοίσι γυναίκας
Ζευς υψιβρεμέτης θήκεν, ξυνήοντας έργων
αργαλέων· έτερον δε πόρεν κακόν αντ' αγαθοίο·
ός κε γάμον φεύγων και μέρμερα έργα γυναικών
μη γήμαι εθέλη, ολοόν δ' επί γήρας ίκοιτο
χήτεϊ γηροκομοίο· ό γ' ου βιότου επιδευής
ζώει, αποφθιμένου δε διά κτήσιν δατέονται
χηρωσταί· ώ δ' αύτε γάμου μετά μοίρα γένηται,
κεδνήν δ' έσχεν άκοιτιν αρηρυίαν πραπίδεσσι,
τω δε τ' απ' αιώνος κακόν εσθλώ αντιφερίζει
εμμενές· ός δε κε τέμνη αταρτηροίο γενέθλης,
ζώει ενί στήθεσσιν έχων αλίαστον ανίην
θυμώ και κραδίη, και ανήκεστον κακόν εστιν.
(= Έτσι ο Δίας που βροντάει ψηλά, έβαλε, ανάμεσα στους άντρες, για το κακό τους, τις γυναίκες, συντρόφισσες συφοράς κι αντί για καλό τούς πόρισε κακό. Όποιος, αποφεύγοντας τον γάμο και τις έγνοιες που φέρνει η γυναίκα δεν θελήσει να παντρευτεί, σαν φτάσουν τα καταραμένα γεράματα στερημένος γηροκόμο [ενν. τον γιο που εύχεται στον καθένα -πρβλ. Έργα και Ημέραι, στ. 378] δεν τού λείπει το ψωμί όσο ζεί, μα σαν πεθάνει την περιουσία του μοιράζονται μακρινοί συγγενείς. Όποιος πάλι τού έταξε το ριζικό του τον γάμο, μπορεί να πάρει σύντροφο φρόνιμη και με μυαλό, μα πάλι στον αιώνα θα βλέπει το κακό ν’ αντισταθμίζει το καλό. Αλλ' όποιον τού έλαχε καμιά συφοριασμένη θα ζεί έχοντας μέσ' τα στήθια του, στην καρδιά και στο νού, ένα αβάσταχτο βάσανο, κακό που δεν έχει άλλο).
*
στ. 624-626: αλλά σφεας Κρονίδης τε και αθάνατοι θεοί άλλοι,
ούς τέκεν ηύκομος Ρείη Κρόνου εν φιλότητι,
Γαίης φραδμοσύνησιν ανήγαγον ες φάος αύτις.
(= Ο Κρονίδης όμως και οι άλλοι αθάνατοι θεοί, που τούς είχε γεννήσει απ' τον έρωτα του Κρόνου η Ρέα με τα πλούσια μαλλιά, άκουσαν την συμβουλή της Γής και τούς ξανάφεραν στο φώς).
στ. 651-653: μνησάμενοι φιλότητος ενηέος, όσσα παθόντες
ες φάος αψ αφίκεσθε δυσηλεγέος υπό δεσμού
ημετέρας διά βουλάς υπό ζόφου ηερόεντος.
(= [Μιλάει ο Δίας στους Γίγαντες:] θυμηθείτε με κάποια ευγνωμοσύνη πως υποφέρατε ανυπόφορα δεσμά, στον σκοτεινό κάτω τον ζόφο...).
Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 82-85, 86-87).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου