Εις τα βάθη υπογείου τινός της οδού Καλαμιώτου,
όπου τα κρεοπωλεία και οπωροπωλεία ήσαν
πλουσιώτατα και θαυμασίως εστολισμένα...*
όπου τα κρεοπωλεία και οπωροπωλεία ήσαν
πλουσιώτατα και θαυμασίως εστολισμένα...*
Παραμονή των Χριστουγέννων τάχα. Σαράντα ημέρας οι άνθρωποι ενήστευον εις το νησάκι εκείνο. Η καλύβη, η χρησιμεύουσα ως κρεοπωλείον, είχε καταληφθή υπό τινος ναυπηγού, όστις υπ' αυτήν εσκάρωσε πλοιάριον. Την παραμονήν το έρριψεν εις την θάλασσαν μ' ευχάς κ' ευλογίας, και ο κρεοπώλης κατέλαβε πάλιν την καλύβην, ακολουθούμενος από χοίρους, τράγους και αμνούς· όλα προς σφαγήν διά τα Χριστούγεννα.
*
- Όχι, καημένε, να πηγαίναμεν εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα Ελαιοτριβεία.
- Πώς; είπον έκθαμβος.
- Ναι. Εις τον άγιον Δανιήλ. Ο παπά-Στουπής, φίλε μου, μόλις τού πάνε την διαταγήν τού Μητροπολίτου, «Τί έκαμε, λέει;», εφώναξε με την άγρια, βραχνιασμένην φωνάραν του από τον ταραμά, ένας καλός εφημέριος εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα Ελαιοτριβεία, και άρχισεν από τα μεσάνυχτα, σαν εις το Μέγα Πάσχα να σημαίνη· την έσπασε την καμπάνα, φίλε μου. «Τί έκαμε, λέει;», επανελάμβανε και εκτύπα, κρεμασμένος εις την καμπάνα με θυμόν. Σήμερον τά 'μαθα. Και εώρτασαν λαμπρά τα Χριστούγεννα εκεί έξω σαν καλοί χριστιανοί.
- Να μη το μάθωμεν! είπον μετά λύπης.
- Δεν είμεθα άξιοι, φαίνεται. Είπε και ο φίλος μου εν θλίψει.
Και εξηκολούθησεν:
- Εώρτασαν ωραία. Έξω-έξω, εις την άκρην της πόλεως. Είναι μιά ήσυχη γειτονιά, σαν χωριουδάκι. Και η εκκλησία μικρούτσικη. Ο κυρ-Χριστόφιλος, πού το μυρίσθη; Λες και είναι γάτος εις μερικά πράγματα. Τούς έβαλε ανάγνωσιν από τον «Θησαυρόν» του Δαμασκηνού, όπου υπάρχει περίληψις λαμπρά, εις απλήν γλώσσαν, από τον περίφημον λόγον του Γρηγορίου του Θεολόγου «Χριστός γεννάται, δοξάσατε!». Και ευχαριστήθησαν όλοι, ιδίως «οι ταλιαγρήται», οι εργάται των ελαιοτριβείων. Τούς έψαλε και τον πολυέλεον κατόπιν καλογερικά, φίλε μου. Και εις το τέλος οι ταλιαγρήται είχον τηγανίτες με το καλύτερο λάδι, και τσίπουρο ντόπιο, και μη ρωτάς. Μόνον ένα λάθος έκαμε, κουρασθείς πλέον. Εις το «Χριστός γεννάται» κατά το έθος, έπρεπε να κινήση σταυροειδώς τον πολυέλαιον, εις ένδειξιν χαράς, αλλ' ελησμόνησαν να τόν ανάψουν εγκαίρως, ο δε κυρ-Χριστόφιλος, νομίζων ότι είναι αναμμένος, τόν εκίνησε σβησμένον. Δεν πειράζει όμως. Πάν ό,τι γίνεται με καλήν καρδιά, είναι καλόν.
Και είπον πάλιν μετά θλίψεως:
- Να μη το μάθουμε και ημείς!
- Έ! το βράδυ, θα ψάλλωμεν όλον τον «Κανόνα», με παρηγόρησεν ο φίλος μου. Θα έλθω να σε πάρω.
[...]
Αλ. Μωραϊτίδης, «Χριστούγεννα στον ύπνο μου», στον τόμο: Χρυσός και Χρυσομηλιγγάτος. Δέκα αφηγήματα για τον Αλ. Παπαδιαμάντη (έκδ. Αρμός, Αθήνα 1996, σσ. 94, 78-79). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 83).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου