στ. 82: διοτρεφέων βασιλήων. Ο τύπος διοτρεφέες βασιλήες (αναθρεμμένοι από το Δία βασιλιάδες) είναι συχνότατος στα ομηρικά έπη και εκφράζει την ελέω θεού εξουσία του βασιλιά, του «ποιμένος λαών». Την αντίληψη αυτήν είχαν και άλλοι λαοί, αρχαιότεροι των Ελλήνων –Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Αιγύπτιοι– αλλά εξαφανίζεται στους κλασσικούς χρόνους, για να ξαναφανεί με τους Ρωμαίους αυτοκράτορες και να περάσει, με τον Χριστιανισμό, στο Βυζάντιο όπου ο αυτοκράτωρ ήταν ελέω θεού πιστός εν Χριστώ βασιλεύς. Στην Δύση εμφανίζεται πάλι ο τίτλος αυτός με τον Καρλομάγνο, τον 9ο αι.
στ. 131-132: ή δε και ατρύγετον πέλαγος τέκεν, οίδματι θυίον, / Πόντον, άτερ φιλότητος εφιμέρου. (= Και γέννησε [η Γη], χωρίς έρωτα τρυφερό, το ατρύγητο πέλαγος που φουσκοθαλασσώνει, τον Πόντο).
στ. 337-345: Τηθύς δ' Ωκεανώ Ποταμούς τέκε δινήεντας,
Νείλόν τ' Αλφειόν τε και Ηριδανόν βαθυδίνην
Στρυμόνα Μαίανδρόν τε και Ίστρον καλλιρέεθρον
Φάσίν τε Ρήσόν τ' Αχελώιόν τ' αργυροδίνην
Νέσσον τε Ροδίον θ' Αλιάκμονά θ' Επτάπορόν τε
Γρήνικόν τε [=Γρανικόν] και Αίσηπον θείόν τε Σιμούντα
Πηνειόν τε και Έρμον ευρρείτην τε Κάικον
Σαγγάριόν τε μέγαν Λάδωνά τε Παρθένιόν τε
Εύηνόν τε και Άρδησκον θείόν τε Σκάμανδρον.
Πολλά από τα ποτάμια αυτά είναι της Ιωνίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ησίοδος δεν αναφέρει κανέναν από τους ποταμούς της Βοιωτίας όπως τον Κηφισσό ή τον Ασωπό.
στ. 371-374: Θεία δ' Ηέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
Ηώ θ', ή πάντεσσιν επιχθονίοισι φαείνει
αθανάτοις τε θεοίσι, τοί ουρανόν ευρύν έχουσι,
γείναθ' υποδμηθείσ' Υπερίονος εν φιλότητι.
(= Σαν έσμιξε ερωτικά η Θεία με τον Υπερίονα, γέννησε τον μέγα Ήλιο και την λαμπρή Σελήνη και την Αυγή φέγγει για όλους...)
στ. 404-406: Φοίβη δ’ αυ Κοίου πολυήρατον ήλθεν ες ευνήν·
κυσαμένη δη έπειτα θεά θεού εν φιλότητι
Λητώ κυανόπεπλον εγείνατο, μείλιχον αιεί,
μειλίχιον εξ αρχής...
(= Η Φοίβη θεά από έρωτα θεού, του γοητευτικού Κοίου, γέννησε παιδί, την γαλαζόπεπλη Λητώ πάντα γλυκειά, γλυκειά από την πρώτη ώρα...).
στ. 482-484: κρύψεν δε [η Γαία τον νεογνό της Ρέας Δία] ε χερσί λαβούσα
άντρω εν ηλιβάτω, ζαθέης υπό κεύθεσι γαίης,
Αιγαίω εν όρει πεπυκασμένω υλήεντι.
(= και με τα χέρια της τον έκρυψε σε μια βαθειά σπηλιά, στα έγκατα της πάνσεπτης γής, στο όρος Αιγαίο το πυκνά δασωμένο).
στ. 497-500: πρώτον δ' εξείμεσσε λίθον, πύματον καταπίνων·
τόν μεν Ζευς στήριξε κατά χθονός ευρυοδείης
Πυθοί εν ηγαθέη γυάλοις ύπο Παρνησοίο
σήμ' έμεν εξοπίσω, θαύμα θνητοίσι βροτοίσιν.
(= Πρώτον εξέμεσε τον λίθο που είχε, τελευταίον καταπιεί. Αυτόν ο Δίας τον έστησε στην ευρύχωρη Πυθώ [τους Δελφούς] στα ριζά του Παρνασσού να μένει μνημείο στα υστερότερα χρόνια, θαύμα για τους θνητούς ανθρώπους).
Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 54-55, 58-59, 70-71, 70-73, 78-79).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου