Γράφοντας γράμματα τρυγώ τα σπαράγματα
του χαμογέλιου σου
και ο αγέρας φυσομανά στις ρωγμές του μυαλού
σφυρίζει στην πηγάδα του ύπνου
Ανασέρνω σταμνί το σταμνί την οδύνη μου
και την αδειάζω
Μουσκεύουν τα σεντόνια των ευωδιαστών ύπνων μας
που στρώσανε κυδώνι τα δικά σου χέρια
Ά τα χέρια σου
τα χέρια σου
όταν σφράγιζαν τις χαραμάδες στην πορτοπούλα
και ύστερα τραβούσαν την κουβέρτα στο μαγουλό μου
μη με πληγώσει ο βοριάς *
του χαμογέλιου σου
και ο αγέρας φυσομανά στις ρωγμές του μυαλού
σφυρίζει στην πηγάδα του ύπνου
Ανασέρνω σταμνί το σταμνί την οδύνη μου
και την αδειάζω
Μουσκεύουν τα σεντόνια των ευωδιαστών ύπνων μας
που στρώσανε κυδώνι τα δικά σου χέρια
Ά τα χέρια σου
τα χέρια σου
όταν σφράγιζαν τις χαραμάδες στην πορτοπούλα
και ύστερα τραβούσαν την κουβέρτα στο μαγουλό μου
μη με πληγώσει ο βοριάς *
Ώρα Δεύτερη. […] Ένα φύλλο υψώθηκε πάνω από το κεφάλι του. Μπήκε στη σκιά του. Ανάμεσα στις διακλαδώσεις των νεύρων του φωτεινές ίνες άρχισαν να κυλούν. Πεινάω και διψάω, είπε και κουλουριάστηκε κάτω από το φύλλο. Έβρεχε φωτεινές κλωστές. Αυτός βογγούσε. Λίγο λίγο οι βόγγοι αραίωσαν. Αθόρυβα ήρθε η ησυχία. Κλείστηκε μέσα της όπως σε άρτο αρμυρισμένο από τα δάκρυά του. Ένα μαχαίρι βυθίστηκε και τον έκοψε σε μερίδες αλλά πάλι ήταν μέσα στον άρτο ολόκληρος. Το φύλλο τον σκέπαζε.
*
Ώρα Πέμπτη. Ήρθε πάλι η νύστα. Ένα κύμα αδιαφορίας ανέβηκε από τα ακροδάχτυλα ώς την καρδιά του. Πολύ μακριά πέρασε ένας καμπουράκος που φορούσε προβιά ζώου. Προσπάθησε να διώξει τη νύστα και φώναξε με όλη του τη δύναμη:
- Έ, σύ! Έ, σύ! Στάσου!
Ο άλλος κοντοστάθηκε και ρώτησε:
- Τί ζητάς από έναν που βαδίζει ήσυχος;
Δεν ήξερε τί να απαντήσει, κατάφερε να ψελλίσει:
- Μη μ' αφήνεις.
Ο καμπουράκος γύρισε και τού είπε:
- Έλα, λοιπόν.
Παλεύοντας να διασχίσει το κύμα της αδιαφορίας που τον έπνιγε, έφτασε με κόπο κοντά του και άρπαξε την άκρη της προβιάς του. Εκείνος έβγαλε ένα κουτάλι από κασσίτερο γεμάτο κρασί, έρριξε μερικά ξερά ψίχουλα, έσκυψε και τού έδωσε να φάει. Το φεγγοβόλο πρόσωπο ήρθε τόσο κοντά του που δεν μπορούσε πια να δεί παρά μόνο έναν πίδακα από λάμψεις. Ανακάθησε. Ο καμπουράκος τού είπε:
- Γιατί τούς αφήνεις να σε ταράξουν; Μην τούς δίνεις σημασία, χαρά μου!
- Θέλω να κάνω κάτι σπουδαίο. Κι αυτοί έχουν τη Δύναμη.
- Νιώθεις ακόμα αηδία, χαρά μου;
- Όχι, καθόλου, απάντησε αυτός, κι ήταν σα να μην την είχε νιώσει ποτέ.
- Πήγαινε στην ειρήνη του Θεού τότε.
Νατάσα Κεσμέτη, Μικρό Ωρολόγιο (έκδ. Ευθύνη / Ο μικρός Αστρολάβος, Αθήνα 2005, σσ. 12-13, 16-17).
-----
* Στο motto στίχοι του Παναγιώτη Κουσαθανά για την μάνα, την δική του, καθενός μας, εκ του τόμου Τα ποιήματα και τέσσερεις αναπλάσεις (έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2011, σ. 184). Κάποιοι εξ αυτών αναδημοσιεύονται και στα Παραμιλητά (τ. Ε΄, έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2021, σσ. 199-201).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου