'Οσοι χορεύουνε στη θράκα, στη Θράκη ή στην Ινδία ή οπουδήποτε αλλού, με μουσικές και προσευχές κι ένα θεό μέσα τους, δεν ξέρουν τί θα πεί να κάθεσαι, μες στη σιωπή, σε αναμμένα κάρβουνα και να μην έχεις μέσα σου θεό.
*
Είναι ωραίο πράγμα ο άνθρωπος, το πιο ωραίο, ίσως, αντικείμενο, κυρίως όταν μένει ακίνητος και σιωπηλός σε μια γωνιά του δωματίου ή του τοπίου, λησμονημένος και σχεδόν αόρατος. 'Οσο πιο ακίνητος ο άνθρωπος, όσο πιο σιωπηλός τόσο πιο ωραίος∙ όσο πιο αόρατος τόσο καλύτερα για το δωμάτιο ή το τοπίο.
Αργύρης Χιόνης, το πρώτο από τις «Ιστορίες μιάς εποχής που πέρασε χωρίς ποτέ να έχει έρθει», και το δεύτερο από τα «Περί ανθρώπου». Περιέχονται στην συλλογή∙ Εσωτικά τοπία (έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1991, σσ. 30, 39).
-----
* Με την ευκαιρία, η λεξούλα του τίτλου του παρόντος δεν είναι άλλη από την ονομασία που παραδίδει ο αρχαίος φυσιοδίφης Διοσκουρίδης για το γνωστό ινδικό προϊόν, έτι εν χρήσει τη σήμερον, τζίντζερ. 'Ε, λωλέ! Ο ίδιος.
...η «αληθινή» τέχνη ελευθερώνει ταυτόχρονα την πιο ενσαρκωμένη πυκνότητα, το ιστορικό και κοσμικό βάρος των προσωπικών υπάρξεων, κι εκείνο που θα μπορούσε κανείς να ονομάση το μέρος τους που είναι αιωνιότητα.
Στην συνέντευξη που έδωσε το 1967 στον Σλοβάκο δημοσιογράφο Πάβος Λίκο και που αποτελεί ένα είδος σύντομης βιογραφίας, ο Σολζενίτσυν εκφράζει τη γνώμη πως ο συγγραφέας πρέπει να διατηρή ισορροπία ανάμεσα στην επικαιρότητα και στην αιωνιότητα.
'Ενα έργο, που δεν ξεπερνά το επίπεδο της επικαιρότητας «δεν θ' αργήση να χαθή». 'Ενα έργο που παραβλέπει το παρόν, τις τραγωδίες και τις υποσχέσεις της ιστορίας, στερείται δύναμη και θέρμη: «Ο συγγραφέας βρίσκεται πάντα ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη. Δεν μπορεί να αγνοήση ούτε τη μια ούτε την άλλη» (Cahiers de l' Herne, 117). 'Οσο πιο ενσαρκωμένο είναι το έργο, τόσο απλώνει μέσα στην ίδια την πυκνότητα της ιστορίας, ανάμεσα από τα πρόσωπα και τις σχέσεις τους, ρίζες μετα-ιστορικές. 'Οσο περισσότερο εισδύει στη μοναδικότητα του κάθε προσώπου, τόσο περισσότερο χρειάζεται να περιγράψη την ανθρώπινη και κοσμική ολότητα που προσδιορίζει το πρόσωπο αυτό, και τόσο περισσότερο αφήνει να διαφαίνεται «το κέντρο όπου συγκλίνουν οι γραμμές».
Olivier Clement, Το πνεύμα του Σολζενίτσυν (μτφρ. Ελ. Δαλαμπίρα, έκδ. Εστία, Αθήνα χ.χ., σσ. 82-83).
*
Σκύλλα, βέβαια, εκτός από τα στενά της Μεσσίνας, λέγεται και το γνωστό αποτροπαϊκό εκείνο φυτό, το οποίο θέτουμε την Πρωτοχρονιά σε εμφανές σημείο έξω από το σπίτι, στην εξώπορτα, για το 'καλό' - κάτι που αναφέρει ήδη και ο Πλίνιος στην Φυσική Ιστορία του (Historia Naturalis, 19, 94).
Ησυχία στο μέτωπο σήμερα,
μόνο που δε μάς είπαν πόσους
έχωσαν καψαλισμένους στην άμμο.
Αναρωτήθηκα αν η έρημος
αποβάλλει τα ξένα σώματα
σαν το έρμο μας το κορμί...
Σουρουπώνει∙
διαβάζω γράμματα του Μεσοπολέμου∙
αλληλογραφούν και φιλιούνται με λέξεις
χωρίς να ξέρουν αν ποτέ θα ιδωθούν,
η Τσβετάγιεβα, ο Πάστερνακ, ο Ρίλκε.
Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, «Ημερολόγιο Πολέμου» από τη συλλογή∙ 'Αδεια φύση (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1993, σ. 32).
-----
Και Ωσηέ του προφήτου τη 17η! Ο ίδιος.
[…]
Την ίδια στιγμή πέρασε ένα αμάξι, ένα πολύ όμορφο ξεσκέπαστο χαμηλό αμάξι, που το σέρνανε χοροπηδώντας δυο λεπτά άσπρα άλογα. Η χαίτη τους και η ουρά τους ανέμιζαν καθώς τρέχανε, οδηγημένα από μια μικρόσωμη ξανθιά κοπέλα, μια γνωστή εταίρα. Δυο μικροί υπηρέτες κάθονταν στο πίσω κάθισμα. Ο Ντιρουά σταμάτησε, νιώθοντας την επιθυμία να χαιρετήσει, να χειροκροτήσει αυτή τη νεόπλουτη, που είχε ανέβει από το εμπόριο του έρωτα, που είχε την τόλμη να κάνει επίδειξη του πλούτου της σ' αυτό το μέρος και αυτή την ώρα των υποκριτών αριστοκρατών, να απλώνει προκλητικά μπροστά στα μάτια τους τη χτυπητή πολυτέλεια που είχε κερδίσει στο κρεβάτι της. 'Ισως ένιωθε λίγο αόριστα πως υπήρχε κάτι κοινό μεταξύ τους, μια ομοιότητα, πως κι οι δυο τους ανήκαν στην ίδια ράτσα, είχαν την ίδια ψυχή, και πως κι η δική του επιτυχία θα ακολουθούσε παρόμοιες τολμηρές διαδικασίες.
Γκυ ντε Μωπασάν, Μπελ-αμί (μτφρ. Χάρης Μίκολου, έκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1995, σ. 167).
*
Βάδιζε,
βάδιζε,
βάδιζε,
και σκεφτόταν αινίγματα
και μετρούσε την ησυχία στα σοκάκια
και θυμόταν το θόρυβο.
'Υστερα
κατούρησε στη μέση της διαδρομής
δίπλα από έναν κάδο
ευτυχισμένος
μονολογώντας:
«ο έρωτας υπάρχει και χωρίς εμάς»
π.κ.
(αναρτήθηκε στο blog επαναστατικό ποιηταριάτο! -το Σάββατο, 29 Σεπτεμβρίου 2012, στις 3:48 π.μ.).
«Αγγέλους βλέπω λίγκους,
ντέμονες πολλούς» *
[...]
Ευτυχώς έχω πάνω μου το κλειδί του εξομολογητηρίου.
Και ψάχνοντας στην τσέπη του, τράβηξε έναν κρίκο απ' όπου κρέμονταν κλειδιά, διάλεξε ένα, και κατευθύνθηκε με γρήγορο βήμα στα μικρά ξύλινα χωρίσματα, που είναι ένα είδος καλαθιού για τα άχρηστα των ψυχών, που μέσα τους οι πιστοί αδειάζουν τα αμαρτήματά τους.
[...]
Γκυ ντε Μωπασάν, Μπελ-αμί (μτφρ. Χάρης Μίκολου, έκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1995, σ. 313).
-----
* Το motto λογάκι ενός ασκητή της αγιορειτικής ερήμου, του παπα-Στεφάνου του Σέρβου, δημοσιευμένο στο Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Αγιορείτικο Μεσονυκτικό (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2005, σ. 68).
[…] συμβαίνει μερικές φορές, σε περιόδους όπου κινδυνεύει η ύπαρξη (προσωπική ή συλλογική), να ξυπνάει ένας ιδιάζων «υπαρξισμός» της ενδεχομενικότητας του μηδενός.
Δεν ζούσαν το μηδέν οι Βυζαντινοί με τον ίδιο τρόπο στους αιώνες της ακμής της αυτοκρατορίας. Τώρα [ενν. πριν την πτώση] στον Μυστρά οι άρχοντες θα ένιωθαν κάπως σαν ελεύθεροι φυλακισμένοι. 'Η σαν ετοιμοθάνατοι με αναστολή. Αυτή η αβεβαιότητα ίσως τους ελευθέρωνε από λογικές βεβαιότητες που επικάλυπταν τη θνητότητα και τη ρευστότητα της ύπαρξης σε προηγούμενες εποχές. 'Οπως ο φόβος του επικείμενου θανάτου γεννάει στον ετοιμοθάνατο κάποια μυστηριώδη μεταφυσική αίσθηση ή διαίσθησεις ή κάποια άλλα σύνδρομα που διαφέρουν από τις λογικοκρατούμενες συμπεριφορές που τον χαρακτήριζαν σε περιόδους της ζωής του, όπου παρασυρόταν από την καθημερινή ψευδαίσθηση αθανασίας που τού έδινε απατηλά η προσωρινή του υγεία.
'Ισως γι' αυτό σε περιόδους αβεβαιότητας, φτώχειας ή ανελευθερίας το πνεύμα μεγαλουργεί. Οι 'Ελληνες το απέδειξαν αυτό σε πολλές φάσεις παρακμής.
[...]
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να εγκύψουμε στον φτωχό κι ανέλπιδο πολιτικά Μυστρά και να δούμε πώς τρεφόταν η ψυχούλα του πνευματικά από τη γλύκα της Αναστάσεως, που τώρα [ενν. πάλι λίγο πριν από την πτώση] αποτελούσε τη μόνη ελπίδα, ενώ στο ακμάζον Βυζάντιο ήταν καθημερινή βεβαιότητα λόγω ψευδαισθήσεων που προκαλούσε η οικονομική ακμή και ευρωστία.
π. Σταμάτης Σκλήρης, πρόλογος στο Μυστράς. Τότε που οι εικόνες... Μια περιήγηση στις τοιχογραφίες των εκκλησιών του (έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2012, σσ. 12-14).