Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

[το πορτοκάλι]





[...]

Και δε βρίσκουμε λόγια να εκφράσουμε το θαυμασμό για το περίβλημα που κλείνει την τρυφερή, την εύθραυστη και ρόδινη σφαίρα μέσα στο παχύ, υγρό στυπόχαρτο. Αιθέρια επιδερμίδα, αλλά με έντονο χρώμα, χυμώδης και στυφή, ρικνή όσο χρειάζεται για να αιχμαλωτίσει δεόντως το φώς στο τέλειο σχήμα του καρπού.

[...]


Francis Ponge, απόσπασμα από το κείμενο «Το πορτοκάλι», στο∙ Η φωνή των πραγμάτων (έκδ. Γραβριηλίδης, Αθήνα 1999, σ. 30-31).

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

[το γάλα ή ο τράγος]


[...]
Θρεπτικό, βάλσαμο, χλιαρό ακόμη, αχ αυτό το γάλα είναι για να το πίνουμε, εντάξει, αλλά ας μην το κάνουμε και θέμα. Το γάλα όπως κι ο χυμός των λόγων μας δεν έχει προορισμό του εμάς –διαμέσου της κατσίκας και του μικρού της – αλλά μάλλον μια σκοτεινή αναγέννηση.
'Ετσι μάλλον στοχάζεται ο ενήλικος τράγος.
Υπέροχο κερασφόρο, στοχαστής που με σοβαρό ύφος επιδεικνύει τις ιδέες του, υπομένει το βάρος του με κάποια μνησικακία που οφείλεται στις ασήμαντες πράξεις που τού έχουν αναθέσει.
Κι είναι τα κέρατα στο κεφάλι του στοχασμοί μεταμορφωμένοι σε όπλα, τα οποία από υπέρμετρη φιλαρέσκεια έχει στρέψει προς τα πίσω.
Κι εξάλλου ξέρει πολύ καλά -από πηγές απόκρυφες που βαθιά μέσα του σφαδάζουν–   Τί πράγμα, πόση αγάπη τον βαραίνει.
Αυτά μηρυκάζει με τα εκφραστικά του μέσα πάνω στο κεφάλι, καθώς κτυπά τη γή με τις οπλές του.

Francis Ponge, τελευταίο μέρος από το κείμενο «Η κατσίκα», στο Η φωνή των πραγμάτων (έκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1999, σ. 98-99).

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

le chevre


Η ΚΑΤΣΙΚΑ


Κι αν στα έγκατα της γης η κόλαση είναι μύθος
Εντός μου είναι αληθινή

Μαλέρμπ


Στην Οντέτ

Από την πρώτη στιγμή νιώθουμε τρυφερά στην ιδέα της κατσίκας, γι' αυτό που κουβαλά ανάμεσα στα λεπτά της πόδια, τον φουσκωμένο ασκό, που σέρνεται ώς το χώμα και τον μισοκρύβει η φτωχή με τον τρίχινο μανδύα, ριγμένο πάντοτε λοξά στη ράχη της σαν σάλι – τούτο το γάλα που παίρνει από τις πιο σκληρές πέτρες, βόσκοντας σπάνια βότανα ή κληματίδες.

Ψιλοπράγματα όλα αυτά, καλά το λέτε, θα μού πείτε. Σίγουρα, μα όλο στριφογυρίζουν στο μυαλό μου.

Και αυτό το αδιάκοπο κουδούνισμα!

[...]

Μια κι ο λόγος για κατσίκες, θά 'πρεπε οπωσδήποτε να μιλήσουμε για σκοινί, και μάλιστα –τί τραβήγματα, τί γλυκό και πεισματικό τράνταγμα- για σκοινί εντελώς φθαρμένο, κι ίσως για φούντα μαστιγίου.

Και το γενάκι, αυτή η βαρεία...

Οι κατσίκες στοιχειώνουν τους βράχους.

[...]


Francis Ponge, Η φωνή των πραγμάτων (έκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1999, σ.86-87, 90-91).