Στην πλάτη φορτωμένη τη βαρέλα και στο χέρι
Το μπαγκράτσι* και δρόμο για το πηγάδι
Το νερό της στέρνας μονάχα για πιώμα έφτανε
Κι εκεί που τέλειωνε γεμίζοντας τη βαρέλα
Την έπιακαν οι πόνοι δεν άργησε το κλάμα
Μάρτυρες μονάχα τα δέντρα και τα πουλιά
Στην πιο ευλογημένη ώρα της ζωής της
Έκοψε με το σουγιά τον ομφάλιο λώρο τον
Έδεσε έβγαλε το μεσοφόρι της τύλιξε το μικρό
Το απόθεσε στη γεμάτη βαρέλα που 'χε
Τοποθετήσει στο ανάχωμα πήρε την τριχιά
Το ’δεσε πάνω της πέρασε τα μπράτσα της
Ανάμεσα βαρέλα και κορμί στο καμπύλωμα
Το φορτώθηκε και πίσω στο χωριό ξαλαφρωμένη
Κι ύστερα αναρωτιόσαστε πώς ζαλώνονταν
Κιβώτια με πολεμοφόδια για την πρώτη γραμμή
Πώς κουβαλούσαν τραυματίες ως τα πρόχειρα
Χειρουργεία οι Μανάδες εκείνου του καιρού.
* μπαγκράτσι: μεταλλικό δοχείο αντλήσεως νερού από πηγάδι ή στέρνα
Τάσος Πορφύρης, «Νερό», από την συλλογή Χρονοσυλλέκτης (έκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2011) (κι απ' εδωδά). Κι (εδωδά) ένα ποιητικό του βιογραφικό, από την συλλογή Οι μέσα μας πληγές, (έκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2015).