Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

το άτομο ως προσωπικότητα μόνο μετά θάνατο


Ο ομηρικός άνθρωπος δεν έχει ενοποιημένη αντίληψη αυτού που λέμε «ψυχή» ή «προσωπικότητα» (ένα γεγονός που οι συνέπειές του τράβηξαν τελευταία την ιδιαίτερη προσοχή του Bruno Snell).

Είναι αρκετά γνωστό πως ο Όμηρος φαίνεται να αναγνωρίζει ψυχή στον άνθρωπο μόνο μετά θάνατο, ή όταν βρίσκεται σε κατάσταση λιποθυμίας, ή σε ώρα θανάτου, ή όταν απειλείται με θάνατο: η μόνη διαπιστωμένη λειτουργία της ψυχής σε σχέση με τον ζωντανό άνθρωπο είναι πως τον εγκαταλείπει.

Ούτε κι έχει ο Όμηρος άλλη λέξη για τη ζωντανή προσωπικότητα. Ο θυμός μπορούσε να ήταν κάποτε μια πρωτόγονη «ανάσα-ψυχή», ή «ζωή-ψυχή»· στον Όμηρο όμως δεν είναι ούτε η ψυχή ούτε (όπως στον Πλάτωνα) «μέρος της ψυχής».

*

Ήταν δυστύχημα για τους Έλληνες το ότι η ιδέα της κοσμικής δικαιοσύνης που αντιπροσώπευε μια πρόοδο απέναντι στην παλιά αντίληψη των απόλυτα αυθαίρετων θεϊκών Δυνάμεων και επικύρωνε τη νέα κοινωνική ηθική, συνδέθηκε έτσι με μια πρωτόγονη αντίληψη για την οικογένεια.

Επειδή αυτό σημαίνει πως το βάρος του θρησκευτικού αισθήματος και του θρησκευτικού νόμου εμπόδισε πάρα πολύ την ανάδυση μιας αληθινής όψης του ατόμου ως προσωπικότητας, με προσωπικά δικαιώματα και προσωπικές ευθύνες. Μια τέτοια άποψη αναδύθηκε με την πάροδο του χρόνου στο κοσμικό δίκαιο των Αθηνών.

Καθώς απέδειξε ο Glotz στο μεγάλο του βιβλίο, La Solidarité de la Familie en Grèce, η απελευθέρωση του ατόμου από τα δεσμά της φυλής και της οικογένειας είναι από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ελληνικού ορθολογισμού, και για το οποίο πρέπει να επαινεθεί η αθηναϊκή δημοκρατία.

Αλλά πολύ μετά, αφότου η απελευθέρωση αυτή έγινε οριστική με νόμο, τα θρησκόληπτα μυαλά ήσανακόμη στοιχειωμένα με το φάντασμα της αρχαίας αλληλεγγύης. Φαίνεται από τον Πλάτωνα πως ακόμη στον τέταρτο αιώνα εξακολουθούσαν να δείχνουν με το δάχτυλο τον άνθρωπο που βρισκόταν κάτω από τη σκιά της κληρονομικής ενοχής, και που ήταν ακόμη αναγκασμένος να πληρώσει ένα καθαρτή για να λάβει τελετουργική απαλλαγή από την ενοχή.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 33-34, 42).

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

η ιδιαίτερη οξύνοια του Ευριπίδη


Ο Ιάσονας, στο τέλος της Μήδειας, ερμηνεύει τη συμπεριφορά της γυναίκας του μονάχα ως πράξη ενός αλάστορος, του δαίμονα που δημιουργήθηκε από χυμένο αίμα που δεν έχει εξαγνισθεί· ο χορός του Ιππόλυτου πιστεύει πως η Φαίδρα πρέπει να είναι δαιμονισμένη, και η ίδια αρχικά χαρακτηρίζει την κατάστασή της ως άτη που στέλνει κάποιος δαίμονας.

Όμως για τον ποιητή και τους καλλιεργημένους ακροατές του, η γλώσσα αυτή έχει τώρα μονάχα τη δύναμη ενός παραδοσιακού συμβολισμού. Ο δαιμονικός κόσμος έχει αποσυρθεί αφήνοντας τον άνθρωπο μόνο μέσα στα πάθη του. Και αυτό είναι που δίνει στον Ευριπίδη, όταν μελετά το έγκλημα, την ιδιαίτερή του οξύνοια: μάς δείχνει τους άνδρες και τις γυναίκες να αντιμετωπίζουν γυμνοί το μυστήριο του κακού, όχι ως ένα ξένο πράγμα που προσβάλλει το λογικό τους απ' έξω, αλλά ως ένα μέρος του ίδιου του εαυτού τουςήθος ανθρώπω δαίμων. Έτσι, ενώ παύει το κακό να είναι υπερφυσικό, δεν είναι λιγότερο μυστηριώδες ή τρομακτικό.

Η Μήδεια ξέρει πως δεν την έχει αρπάξει κάποιος αλάστωρ, αλλά ο ίδιος ο άλογος εαυτός της, ο θυμός. Παρακαλεί λοιπόν τον ίδιο τον εαυτό της να την λυπηθεί, όπως ο σκλάβος ικετεύει τον βάρβαρο κύριό του. Μάταια όμως: οι πηγές της πράξης κρύβονται μέσα στον θυμόν, όπου ούτε λογικό ούτε οίκτος μπορεί να τις φτάσει. «Ξέρω ποιο είναι το κακό που πάω να κάμω: όμως ο θυμός είναι ισχυρότερος από τα σχέδιά μου, αυτός είναι η αιτία των μεγαλύτερων κακών του ανθρώπου». Αφού λέει αυτά, εγκαταλείπει τη σκηνή· όταν επιστρέφει έχει καταδικάσει τα παιδιά της σε θάνατο και τον εαυτό της σε μια ζωή γεμάτη δυστυχία. Η Μήδεια δεν έχει καμιά σωκρατική «ψευδαίσθηση προπτικής»· δεν κάνει κανένα άλλο λάθος στην ηθική της αριθμητική από το να παρερμηνεύσει το πάθος της ως ένα κακό πνεύμα. Εδώ βρίσκεται η ανώτατη τραγική της ποιότητα.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σ. 121).

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Αισχύλος, «το φάντασμα των Μυκηνών»


[…] η στοιχειωμένη, καταπιεστική ατμόσφαιρα στην οποία κινούνται οι χαρακτήρες του Αισχύλου μάς φαίνεται απείρως παλαιότερη από τη διαυγή ατμόσφαιρα που ανέπνεαν οι άνθρωποι και οι θεοί της Ιλιάδας.

Αυτός είναι ο λόγος που ο Glotz αποκάλεσα τον Αισχύλο «ce revenant de Mycènes – το φάντασμα των Μυκηνών» (μολονότι πρόσθεσε πως ήταν επίσης ένας άνθρωπος του καιρού του)· αυτός είναι ο λόγος που τώρα τελευταία ένα Γερμανός συγγραφέας επιμένει πως ο Αισχύλος «ξαναζωντάνεψε τον κόσμο των δαιμόνων και ειδικά των πονηρών δαιμόνων».

Το να μιλούμε όμως έτσι σημαίνει για μένα πως παρεξηγούμε εντελώς και τον σκοπό του Αισχύλου και το θρησκευτικό κλίμα της εποχής στην οποία έζησε. Ο Αισχύλος δεν είχε ανάγκη να ξαναζωντανέψει τον κόσμο των δαιμόνων: ήταν ο κόσμος μ
έσα στον οποίο γεννήθηκε. Και ο σκοπός του δεν ήταν να ξαναφέρει τους συμπατριώτες του πίσω στον κόσμο αυτό· τουναντίον, να τούς οδηγήσει μέσα από αυτόν και έξω από αυτόν.

Αυτό επεδίωξε να το κάμει όχι όπως ο Ευριπίδης, αμφισβητώντας την ύπαρξη του κόσμου αυτού με λογικά και ηθικά επιχειρήματα, αλλά δείχνοντας πως ο κόσμος αυτός είναι δεκτικός μιας υψηλότερης ερμηνείας, και, στις Ευμενίδες, δείχνοντάς τον να μεταμορφώνεται με τη μεσιτεία της Αθηνάς σ' ένα νέο κόσμο έλλογης δικαιοσύνης.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 47-48).

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

το ασυνήθιστο βάρος της ατομικής ευθύνης και το απόκρυφο εγώ


Οι χαρές του Διονύσου εμφανίζονταν σε μια εξαιρετικά πλατιά κλίμακα, απ' τις απλές απολαύσεις του χωριάτη, που χόρευε πηδηχτό χορό, πάνω σε λιγδωμένα ασκιά κρασιού, ίσαμε την ωμοφάγον χάριν του εκστατικού εκβακχευμένου. Και στα δυό αυτά επίπεδα -και σ' όλα τα επίπεδα- ο θεός είναι ο Λύσιος, «ο Ελευθερωτής» - αυτός που με πολύ απλά μέσα, ή με άλλα μέσα όχι τόσο απλά, σε βοηθά για ένα σύντομο διάστημα να πάψεις να είσαι ο εαυτός σου, και ως εκ τούτου σε απελευθερώνει.

Θαρρώ πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο μυστικό της έξης του κατά την αρχαϊκή εποχή: όχι μόνο επειδή η ζωή κατά την εποχή αυτή ήταν κάτι από όπου έπρεπε κανείς να ξεφύγει, αλλά, πιο συγκεκριμένα, επειδή το άτομο, όπως το ξέρει ο σημερινός κόσμος, άρχιζε σ' αυτήν την εποχή να αναδύεται για πρώτη φορά από την παλαιά οικογενειακή αλληλεγγύη, και έβρισκε πως ήταν δύσκολο να υποφέρει το ασυνήθιστο βάρος της ατομικής ευθύνης. Ο Διόνυσος μπορούσε να το ελαφρύνει.

*

Είτε αληθεύει είτε όχι πως για τα χείλη του κοινού Αθηναίου του 5. αιώνα η λέξη ψυχή είχε, ή μπορούσε να έχει, μιαν ελάχιστη γεύση του αλλόκοτου, αυτό που σίγουρα δεν είχε ήταν η γεύση του πουριτανισμού ή κάποιον υπαινιγμό μεταφυσικής. Η ψυχή δεν ήταν ένας ακούσιος δεσμώτης του σώματος: ήταν η ζωή ή το πνεύμα του σώματος, τέλεια βολεμένη εκεί.

Στο σημείο αυτό ήταν που το νέο θρησκευτικό πρότυπο έκαμε τη μοιραία του συμβολή: με το να αποδώσει στον άνθρωπο ένα απόκρυφο εγώ θείας καταγωγής, και με το να θέσει έτσι την ψυχή και το σώμα σε αντίθεση, εισήγαγε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό μια καινούρια ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης, την ερμηνεία που ονομάζουμε πουριτανική.

*

[…] η ψυχή είναι ενεργητική όταν το σώμα κοιμάται ή, καθώς πρόσθεσε ο Αριστοτέλης, όταν βρίσκεται στο σημείο του θανάτου. Αυτό είναι που εννοώ λέγοντας «απόκρυφο» εγώ.

Μια τέτοια όμως πίστη αποτελεί ένα ουσιαστικό στοιχείο του σαμανιστικού πολιτισμού που υπάρχει ακόμη τώρα στη Σιβηρία και έχει αφήσει τα ίχνη της παλαιάς του ύπαρξης πάνω σε μια μεγάλη περιοχή, που εκτείνεται σ' ένα πελώριο τόξο από τη Σκανδιναβία κατά μήκος του Ευρασιανού χώρου ίσαμε την Ινδονησία· η μεγάλη έκταση στην οποία διαδόθηκε δείχνει πόσο παλαιό ήταν το πρότυπο αυτό.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 69-70, 98-99, 99).

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

να απαλλαχθεί ο άνθρωπος από το φυσικό χρονικό όριο του θανάτου


Είναι εύκολο να λάμψει η θεία δικαιοσύνη σ' ένα έργο φαντασίας, όπως είναι η Οδύσσεια: καθώς παρατηρεί ο Αριστοτέλης, «οι ποιητές λένε αυτού του είδους τις ιστορίες για να κολακέψουν τις επιθυμίες των ακροατών τους». Στην καθημερινή ζωή το πράγμα δεν είναι τόσο εύκολο.

Στην αρχαϊκή εποχή οι μύλοι των θεών αλέθουν τόσο αργά ώστε η κίνησή τους να είναι σχεδόν ανεπαίσθητη, εκτός από το μάτι του πιστού. Για να διατηρηθεί η πίστη πως κινούνται κάπως οι μύλοι, ήταν απαραίτητο να απαλλαχθεί ο άνθρωπος από το φυσικό χρονικό όριο του θανάτου. Αν κοιτούσες πέρα από αυτό το όριο, θα μπορούσες να πείς το ένα ή και τα δυό από τα εξής πράγματα: θα μπορούσες να πείς πως ο ανενόχλητος παραβάτης μπορεί να τιμωρηθεί μέσω των απογόνων του, ή θα μπορούσες να πείς πως θα πλήρωνε ο ίδιος προσωπικά σε μιαν άλλη ζωή.

Η δεύτερη λύση αναδύθηκε, ως δόγμα γενικής εφαρμογής, αργά μόνο στην αρχαϊκή εποχή, και περιοριζόταν πιθανόν σε πολύ στενούς κύκλους […].

*

Ας αρχίσουμε με μια ερώτηση: τί ήταν ακριβώς αυτό το νέο μέσα στο νέο πρότυπο των δοξασιών; Σίγουρα όχι η ιδέα της μεταθανάτιας ζωής. Στην Ελλάδα, όπως και στα περισσότερα μέρη του κόσμου, η ιδέα αυτή ήταν πράγματι πάρα πολύ παλαιά.

Οι κάτοικοι της περιοχής του Αιγαίου, απ' όσο μπορούμε να κρίνουμε από την οικοσκευή των τάφων τους, είχαν αισθανθεί ήδη από την νεολιθική εποχή πως η ανάγκη του ανθρώπου για τροφή, πιοτό και ρουχισμό και ο πόθος για περιποίηση και διασκέδαση δεν σταματούσε με τον θάνατο.

Λέω εσκεμμένα «αισθανθεί», παρά «πιστέψει», επειδή τέτοιες πράξεις, όπως ο σιτισμός των νεκρών, μοιάζει με άμεση αντίδραση στις συναισθηματικές ορμές, χωρίς αναγκαστικά να παρεμβάλλεται κάποια θεωρία. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος ταΐζει τους νεκρούς του για τον ίδιο λόγο που ένα κοριτσάκι ταΐζει την κούκλα του· και όπως το κοριτσάκι, έτσι και ο άνθρωπος αποφεύγει να σκοτώσει τη φαντασίωσή του με τα σταθερά μέτρα της πραγματικότητας.

*

Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία λοιπόν πως «εγκαθίσταται» η ιδέα της μεταθανάτιας ζωής· τούτο υπονοείται στα παμπάλαια έθιμα για εκείνο το πράγμα στον τάφο που είναι πτώμα και φάντασμα, και δηλώνεται ρητά στον Όμηρο για τη σκιά του Άδη που είναι μόνο φάντασμα.

Ούτε πάλι η ιδέα της μεταθανάτιας αμοιβής και τιμωρίας ήταν κάτι καινούριο. Η μεταθανάτια τιμωρία, για μερικά παραπτώματα προς τους θεούς, αναφέρεται στην Ιλιάδα, κατά την γνώμη μου, και περιγράφεται πολύ καθαρά στην Οδύσσεια· την ίδια εποχή η Ελευσίνα υποσχόταν ήδη στους μυημένους της ευνοϊκή μεταχείριση στη μεταθανάτια ζωή, τόσο παλαιά όσο μπορούμε να εντοπίσουμε τη διδασκαλία της, δηλ. πιθανόν τον έβδομο αιώνα.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 41, 96, 97).

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

η παλαιά καθαρτική μαγεία του αποδιοπομπαίου τράγου


Μάταια ο Ηράκλειτος διαμαρτύρεται πως
«ο χαρακτήρας είναι το πεπρωμένο»
(ήθος ανθρώπω δαίμων
απέτυχε να εξοντώσει τη δεισιδαιμονία.*

[…] οι επικοί ποιητές αγνόησαν ή περιόρισαν στο ελάχιστο πολλές δοξασίες και τελετές, που υπήρχαν στις μέρες τους αλλά που δεν άρεσαν καθόλου στους προστάτες τους. Για παράδειγμα, η παλαιά καθαρτική μαγεία του αποδιοπομπαίου τράγου ετελείτο στην Ιωνία τον 6. αιώνα και πολύ πιθανόν είχε εισαχθεί εκεί από τους πρώτους άποικους, μια και η ίδια τελετή γινόταν στην Αττική.

Οι ποιητές της Οδύσσειας και της Ιλιάδας θα πρέπει να είδαν πάρα πολύ συχνά να τελείται αυτή η μαγεία. Όμως την απέκλεισαν από τα ποιήματά τους καθώς επίσης απέκλειαν ό,τι φαινόταν βαρβαρικό και σ' αυτούς και στο αριστοκρατικό τους ακροατήριο.

Οι ποιητές μάς δίνουν όχι κάτι ολοκληρωτικά άσχετο με την παραδοσιακή πίστη, αλλά μιαν επιλογή από την παραδοσιακή πίστη -την επιλογή που ταίριαζε σ' ένα αριστοκρατικό στρατιωτικό πολιτισμό, όπως ακριβώς ο Ησίοδος μάς δίνει την επιλογή που ταιριάζει σ' έναν αγροτικό πολιτισμό.

Αν δεν λάβουμε αυτό υπόψη, η σύγκριση ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς θα προκαλέσει μιαν υπερβολική αίσθηση ιστορικής ασυνέχειας.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σ. 51). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 49).

Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

αντίδραση προς την Διαφώτιση του 5ου π.Χ. αιώνα


Πρέπει όμως να δούμε ως πιο εντυπωσιακή απόδειξη της αντίδρασης προς την Διαφώτιση τους επιτυχείς διωγμούς των διανοουμένων για λόγους θρησκευτικούς, που γίνονται στην Αθήνα στο τελευταίο τρίτο του 5. αιώνα. Γύρω στα 432 π.Χ., ή ένα ή δυο χρόνια αργότερα, η έλλειψη πίστης στο υπερφυσικό και η διδασκαλία της αστρονομίας αποτελούσαν αξιόποινα αδικήματα. Στα επόμενα τριάντα τόσα χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας ολόκληρης σειράς δικών κατά των αιρετικών, που είναι μοναδικές στην αθηναϊκή ιστορία.

Στα θύματα περιλαμβάνονται οι περισσότεροι αρχηγοί της προοδευτικής σκέψης της Αθήνας – ο Αναξαγόρας, ο Διαγόρας, ο Σωκράτης, μάλλον ο Πρωταγόρας, και πιθανόν ο Ευριπίδης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, εκτός από την τελευταία, η καταδίωξη ήταν επιτυχής: πολύ πιθανόν ο Αναξαγόρας να καταδικάστηκε και να εξορίστηκε. Ο Διαγόρας σώθηκε φεύγοντας, έτσι έκαμε πιθανόν κι ο Πρωταγόρας. Ο Σωκράτης, που μπορούσε να κάμει το ίδιο, ή μπορούσε να ζητήσει την τιμωρία της εξορίας, προτίμησε να παραμείνει και ήπιε το κώνειο.

Όλοι αυτοί ήταν πασίγνωστοι πολίτες. Δεν ξέρουμε πόσοι άλλοι ασημότεροι θα πρέπει να υπέφεραν για τις ιδέες τους. Όμως οι μαρτυρίες που έχουμε είναι περισσότερο από αρκετές, ώστε να αποδείξουμε πως η μεγάλη εποχή της ελληνικής Διαφώτισης ήταν επίσης, όπως στα χρόνια μας, μια εποχή Διωγμών – δίωξη των διανοουμένων, παρωπίδες στη σκέψη, και ακόμη (αν πρέπει να πιστέψουμε την παράδοση σχετικά με τον Πρωταγόρα) κάψιμο των βιβλίων.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 123-124).