[…] η στοιχειωμένη, καταπιεστική ατμόσφαιρα στην οποία κινούνται οι χαρακτήρες του Αισχύλου μάς φαίνεται απείρως παλαιότερη από τη διαυγή ατμόσφαιρα που ανέπνεαν οι άνθρωποι και οι θεοί της Ιλιάδας.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Glotz αποκάλεσα τον Αισχύλο «ce revenant de Mycènes – το φάντασμα των Μυκηνών» (μολονότι πρόσθεσε πως ήταν επίσης ένας άνθρωπος του καιρού του)· αυτός είναι ο λόγος που τώρα τελευταία ένα Γερμανός συγγραφέας επιμένει πως ο Αισχύλος «ξαναζωντάνεψε τον κόσμο των δαιμόνων και ειδικά των πονηρών δαιμόνων».
Το να μιλούμε όμως έτσι σημαίνει για μένα πως παρεξηγούμε εντελώς και τον σκοπό του Αισχύλου και το θρησκευτικό κλίμα της εποχής στην οποία έζησε. Ο Αισχύλος δεν είχε ανάγκη να ξαναζωντανέψει τον κόσμο των δαιμόνων: ήταν ο κόσμος μέσα στον οποίο γεννήθηκε. Και ο σκοπός του δεν ήταν να ξαναφέρει τους συμπατριώτες του πίσω στον κόσμο αυτό· τουναντίον, να τούς οδηγήσει μέσα από αυτόν και έξω από αυτόν.
Αυτό επεδίωξε να το κάμει όχι όπως ο Ευριπίδης, αμφισβητώντας την ύπαρξη του κόσμου αυτού με λογικά και ηθικά επιχειρήματα, αλλά δείχνοντας πως ο κόσμος αυτός είναι δεκτικός μιας υψηλότερης ερμηνείας, και, στις Ευμενίδες, δείχνοντάς τον να μεταμορφώνεται με τη μεσιτεία της Αθηνάς σ' ένα νέο κόσμο έλλογης δικαιοσύνης.
Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 47-48).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου