Είναι εύκολο να λάμψει η θεία δικαιοσύνη σ' ένα έργο φαντασίας, όπως είναι η Οδύσσεια: καθώς παρατηρεί ο Αριστοτέλης, «οι ποιητές λένε αυτού του είδους τις ιστορίες για να κολακέψουν τις επιθυμίες των ακροατών τους». Στην καθημερινή ζωή το πράγμα δεν είναι τόσο εύκολο.
Στην αρχαϊκή εποχή οι μύλοι των θεών αλέθουν τόσο αργά ώστε η κίνησή τους να είναι σχεδόν ανεπαίσθητη, εκτός από το μάτι του πιστού. Για να διατηρηθεί η πίστη πως κινούνται κάπως οι μύλοι, ήταν απαραίτητο να απαλλαχθεί ο άνθρωπος από το φυσικό χρονικό όριο του θανάτου. Αν κοιτούσες πέρα από αυτό το όριο, θα μπορούσες να πείς το ένα ή και τα δυό από τα εξής πράγματα: θα μπορούσες να πείς πως ο ανενόχλητος παραβάτης μπορεί να τιμωρηθεί μέσω των απογόνων του, ή θα μπορούσες να πείς πως θα πλήρωνε ο ίδιος προσωπικά σε μιαν άλλη ζωή.
Η δεύτερη λύση αναδύθηκε, ως δόγμα γενικής εφαρμογής, αργά μόνο στην αρχαϊκή εποχή, και περιοριζόταν πιθανόν σε πολύ στενούς κύκλους […].
*
Ας αρχίσουμε με μια ερώτηση: τί ήταν ακριβώς αυτό το νέο μέσα στο νέο πρότυπο των δοξασιών; Σίγουρα όχι η ιδέα της μεταθανάτιας ζωής. Στην Ελλάδα, όπως και στα περισσότερα μέρη του κόσμου, η ιδέα αυτή ήταν πράγματι πάρα πολύ παλαιά.
Οι κάτοικοι της περιοχής του Αιγαίου, απ' όσο μπορούμε να κρίνουμε από την οικοσκευή των τάφων τους, είχαν αισθανθεί ήδη από την νεολιθική εποχή πως η ανάγκη του ανθρώπου για τροφή, πιοτό και ρουχισμό και ο πόθος για περιποίηση και διασκέδαση δεν σταματούσε με τον θάνατο.
Λέω εσκεμμένα «αισθανθεί», παρά «πιστέψει», επειδή τέτοιες πράξεις, όπως ο σιτισμός των νεκρών, μοιάζει με άμεση αντίδραση στις συναισθηματικές ορμές, χωρίς αναγκαστικά να παρεμβάλλεται κάποια θεωρία. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος ταΐζει τους νεκρούς του για τον ίδιο λόγο που ένα κοριτσάκι ταΐζει την κούκλα του· και όπως το κοριτσάκι, έτσι και ο άνθρωπος αποφεύγει να σκοτώσει τη φαντασίωσή του με τα σταθερά μέτρα της πραγματικότητας.
*
Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία λοιπόν πως «εγκαθίσταται» η ιδέα της μεταθανάτιας ζωής· τούτο υπονοείται στα παμπάλαια έθιμα για εκείνο το πράγμα στον τάφο που είναι πτώμα και φάντασμα, και δηλώνεται ρητά στον Όμηρο για τη σκιά του Άδη που είναι μόνο φάντασμα.
Ούτε πάλι η ιδέα της μεταθανάτιας αμοιβής και τιμωρίας ήταν κάτι καινούριο. Η μεταθανάτια τιμωρία, για μερικά παραπτώματα προς τους θεούς, αναφέρεται στην Ιλιάδα, κατά την γνώμη μου, και περιγράφεται πολύ καθαρά στην Οδύσσεια· την ίδια εποχή η Ελευσίνα υποσχόταν ήδη στους μυημένους της ευνοϊκή μεταχείριση στη μεταθανάτια ζωή, τόσο παλαιά όσο μπορούμε να εντοπίσουμε τη διδασκαλία της, δηλ. πιθανόν τον έβδομο αιώνα.
Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 41, 96, 97).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου