Καλλίστην θεωρώ την από δυσμών εκ του ελαιώνος πρόσοψιν της πόλεως, μάλιστα μετά μεσημβρίαν. Ανάμεσα των δένδρων βλέπεις εκείθεν ικανάς των μειζόνων της πόλεως οικοδομών με ευχάριστόν τινα εξ αυτών των ελαιών σχηματιζομένην διακοπήν. Απωτέρω η ακρόπολις όλη χρυσόχροος τότε φαίνεται και ως επί του όπισθέν της μελανού εισέτι Υμηττού επερειδομένη, και θαρρείς, ξένε, κινείται κ' εκείνη προς σε καθ' όσον και συ πλησιάζεις...
Στεφ. Κουμανούδης, Καθολικόν πανόραμα των Αθηνών (έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σ. 11).
2 σχόλια:
θείο τραγί,
συγνώμη για το χώρο που πιάνω
μου αρέσουν πολύ αυτά που γράφεις, όσα κατάλαβα από αυτά
θα ήθελες να διαβάσεις κάτι δικό μου;
καλημέρα από τη Λούτσα
Τιχομίρ
Καλημέρα Αλέξανδρε, ωραία είναι και τα δικά σου. Η τέχνη μάς βαστά συντροφιά. Κριτήριο είναι άλλωστε η συντροφιά! Φχαριστώ που πήρες κόκκινο μελάνι και σχολίασες το άωρον τετράδιό μου. Θα προσεύχομαι για σένα. Ο ίδιος
Δημοσίευση σχολίου