Ευτυχώς στο έργο των Ελλήνων Πατέρων δεν υπάρχει «προτεραιότητα» ούτε του προσώπου ούτε της φύσεως, αλλά συμπροτεραιότητα και των δύο, καθώς αρρήτως και απολύτως και αδιαστάτως συμπλέκονται αποδίδοντας τη συγκλονιστική και ανεπανάληπτη πραγματικότητα του συγκεκριμένου και πραγματικού και μοναδικού ενυπόστατου όντος...
Το πρόβλημα δηλαδή που αντιμετωπίζουμε μελετώντας το έργο του Χ.Γ. δεν είναι τελικά το αν ή όχι θ' αποδεχτούμε την κεντρική θέση του έρωτος στη θεολογική ανθρωπολογία. Το ανακύπτον από το προκείμενο έργο πρόβλημα είναι πως εδώ έχουμε να κάνουμε μ' έναν διχασμένον έρωτα.
Πράγματι ο Γιανναρικός έρως μοιάζει διχασμένος ανάμεσα σε μιαν άδεια, εκστατική αναχώρηση και μια νατουραλιστική ναρκισσική αυτοεκπλήρωση. Κινδυνεύει έτσι να παραμείνει απράγματος, αβίωτος, μετέωρος, ανεκπλήρωτος – μόνο η Πατερική οντολογία της ενυπόστατης φύσεως, όπως ακροθιγώς αναπτύχθηκε παραπάνω, μπορεί να μάς μιλήσει πειστικά τόσο για τον φυσικό έρωτα όσο και για τον εν Χριστώ εξαγιασμό του.
Σε αυτά και μόνο τα πλαίσια ο έρως καθίσταται μία πραγματικά ενοποιός και ενοποιημένη εμπειρία, όπου η πραγματική, φυσική ερωτική σχέση σταδιακά αγιάζεται και απογειώνεται, χωρίς να χάσει τη φυσικότητά της, μεταβάλλοντας τον τρόπον υπάρξεώς της προς το μυστήριο των εσχάτων.
Μέσα στο παιχνίδι υπερβατισμού-φυσιοκρατίας ο έρως, αντίθετα, καθώς προβάλλει ως η μόνη δυνατή πραγματοποίηση του προσώπου, το οποίο έτσι ταυτίζεται με τη σχέση, γίνεται ένα είδος κατηγορικής προσταγής: ερωτεύομαι για να υπάρξω. Κάθε ίχνος μιας υποτιθέμενης ερωτικής ανιδιοτέλειας τείνει έτσι προς αφανισμόν. Χρειάζομαι ερωτικά τον άλλον, στο υπαρξιακό πεδίο, αφού εκείνος και μόνο αποτελεί το όχημα της δικής μου προσωπικής πραγμάτωσης.
π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα. Κριτικοί στοχασμοί για μια μετανεωτερική θεολογική οντολογία (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 103-105).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου