ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ* και γυρεύω το σχήμα: 3 Iron του Kim Ki-Duk.
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ γυρνώντας κάποτε στην πόλη (από την εξοχή όπου είχα βρεί καταφυγή) συνάντησα δυό παιδιά από τη Γαλλία που πήγαιναν στην Καππαδοκία. Πάνε χρόνια, βέβαια. Στον γυρισμό, όπως κανονίσαμε, θα τα φιλοξενούσα πίσω. Και όντως πήγαν. Γυρνώντας μού 'δείξαν λεπτομέρειες που πέρασαν στο χαρτί: από την Αφροδισιάδα, ελληνιστική και ρωμαϊκή πόλη στα νοτιοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ενδιάμεσος σταθμός του ταξειδιού. Tο μάτι μου έπεσε στο πρώτο ήμισυ: αφρό... ιχνογραφημένο πάνω σε μία πέτρα. Μιλήσαμε πολύ εκείνη τη βραδυά. Το πρωΐ κόψαμε σταφύλια που κρέμονταν στην κληματαριά (ήτανε Αύγουστος μήνας) και τσιμπήσαμε ρώγες. Είχα σε μεγάλο μέγεθος ένα έγχρωμο αντίγραφο με τον καππαδόκη καθήμενο στον οντά, (style Buddha!), έργο του Κόντογλου. Το προσέφερα ως ενθύμιο.
Ο Stefan ήταν αδύνατος, εβραϊκής καταγωγής και σπούδαζε σχεδιαστής μόδας a Pari. Ανάμεσα στους συνειρμούς της νύχτας κι ενώ η Melani είχε γείρει ν’ αποκοιμηθεί, ανέφερε τον Τσβέ. Τρέχα γύρευε τώρα ποιός νά είναι τάχα αυτός ο «Τσβέ». Τελείως απίθανο μού φαινόταν για όνομα γερμανικό. (Είχαμε πιεί και τα κρασάκια μας –δεν είχα τότε τα γνωστά προβλήματα-, ο Στέφανος είχε φτιάξει πεντανόστιμο ριζότο στο μαγερείο, ακριβή συνταγή). Mάς έσωσε ο Μαγγελάνος. Για τον συνονόματό του, έλεγε, τον Zweig (Τσβάϊχ, σε μια παιδιαρίζουσα γαλλική ανάγνωση: Τσβέ), τον μεγάλο αυστριακόν συγγραφέα (εβραϊκής καταγωγής) του μεσοπολέμου. Μεγάλον, γιατί κατόρθωσε να διεισδύσει βαθιά στην ανθρώπινη ενδοχώρα και να φέρει στο φώς της δημοσιότητος μια σειρά από μικρά διαμαντάκια γραφής, γι' αυτήν ακριβώς την ενδοχώρα.
ΒΡΙΣΚΩ αντιστοιχίες (-συγγένειες, είτε πές: καταγωγές, με διαφορετική απόλυση, βέβαια) ανάμεσα στο φίλμ του βραβευμένου κορεάτη και το τελευταίο αριστούργημα του Τσβάϊχ, την ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΗ ΝΟΥΒΕΛΑ (SCHACHNOVELLE, 1942, έκδ. 'Αγρα 1991, ISBN 960-325-229-8). Αρχινώ από την αργόσυρτη, αλλά ευφυή τους δομή. Δομή μές στην σιγή (του αλλοτινού εγκλεισμού). Αντιγράφω, τώρα, από το οπισθόφυλλο του τόμου -και όποιος έχει δεί ήδη την ταινία, ας βγάλει μόνος του συμπεράσματα:
«Ο συγγραφέας αναπτύσσει με μεγαλειώδη τρόπο το θέμα του πνευματικού εγκλεισμού που δεν μπορεί να βρεί διέξοδο παρά στην τρέλα. Ο δρ. Μπ., πριν ταξιδέψει, υπέστη από τους ναζί μια ιδιαίτερη φυλάκιση σ’ ένα εντελώς άδειο δωμάτιο ξενοδοχείου, χωρίς τίποτα να μπορεί ν’ απασχολήσει ή να διασκεδάσει το μυαλό του, μέχρι που ανακάλυψε ένα εγχειρίδιο με παρτίδες σκακιού που άρχισε ν’ αποστηθίζει και να ξαναπαίζει από μνήμης.
'Εχοντας εξαντλήσει τις πηγές του βιβλίου, το μυαλό του τον οδήγησε σε παρτίδες με αντίπαλο τον εαυτό του κι έτσι άρχισε να υποβάλλεται σε μια σχιζοφρενική διάλυση που επρόκειτο να αποβεί μοιραία.
Στο αφήγημα απεικονίζεται η πάλη του πνεύματος και της φαντασίας –χαρακτηριστικά του παλαιού κόσμου- ενάντια στον εσωτερικό δαίμονα και στην αδιάβλητη και πεισματική λογική της σύγχρονης βαρβαρότητας».
(Κι εσύ να διαβάσεις την νουβέλα. Αλλιώς δεν θα σε αγγίξουν αυτά που σημειώνω εδώ. Σαν τηνε διαβάσεις θα πλαντάξεις, η ίδια, από τον «εγκλεισμό». Μ’ ακούς;).
Ο ΤΟΝΟΣ του βιβλίου, με το πολύ δυνατό finis, είναι τρυφερά απαισιόδοξος. (Ο ίδιος, ο Τσβάϊχ, αμέσως μετά την συγγραφή αυτή και ήδη αυτοεξόριστος στη Βραζιλία, αυτοκτονεί, το 1943). Στην ταινία του Κι Ντούκ (2004), εμφανίζεται κάποια στιγμή ο ήρωας, έγκλειστος, να μελετά με τη διαίσθησή του (:τάϊ τσί) πώς να «εξαφανίζεται» (μές σε απόλυτο σιγή) από τον οπτικό ορίζοντα του αντιπάλου του. Παιχνίδι του νού κι αυτό, όμοιο εκείνου που γνώρισε ο έγκλειστος ασκούμενος στο chess. Μα με διάφορο, είπαμε, τέλος: κερδίζει, αυτός, τον έρωτα (σε mode πλήρους σιωπής) μένοντας με την ηρωΐδα ολομόναχοι μαζί. Σοφά ρύθμισε, ο σκηνοθέτης, και τα τρία χτυπήματα με τα μπαλάκια του γκόλφ. Εκδίκηση που δεν συμμερίζομαι.
(Γι’ αυτό μικρή μου thalassa, τέτοιες ταινίες βλέπω εγώ και πράσσειν άλογα σού λέω).
* Ρ3μπώ ξανά και να με συμπαθάτε.