ετοιμασία των χελιδονιών η παραλογή
άπεφθες ανεβαίνουν οι μέρες με τον σταματημένον ήλιο στα μάτια
παραμυθία και φθάνει απηλιώτης πρόχορος ο ασβέστης με το λουλάκι στις κώμες
Γεννήθηκα στα 1854/1851. Αύγουστο. Στην Τήνο. Πύργος το χωρίον μου. 'Hμουν καλός στο λάξευμα της πέτρας. Δούλεψα το μάρμαρο. Με το εργόχειρό μου στράβωνα όποιον μού γυρεύε και 'γώ δεν ξέρω τί. Ο ήλιος πλούσιος στο λευκό νησί. Θυμάμαι. Ασβέστης.
είδες τις γυναίκες τα πρωινά να σηκώνουν τα μάγια οίκους επί τα χείλη έτσι τα μελίσσια φτάνουν στους κορμούς
λικνίζονται τα κίτρα πως οι άγαμες θα βυζάξουν τα λουλούδια
Είδα την κορασιά και στραβώθηκα. Ο ήλιος. Η ώρα τση. Η ομορφιά της. Αστροπελέκι. Γύρεψα τον κόρφο της.
η λυτή είδε τους ανέμους δεμένους τώρα κρουσταλλιάζουν τα ιδώματα
αγγέλιασμα το κεφαλοπάνι τα νηστικά μάτια
Τρελάθηκα. Με στείλανε στους Κόρφους. Κι ήμουνα νιός ακόμη. Χρόνους έμεινα σώκλειστος. Δεκατέσσερεις.
απόταχο το πεφταστέρι στα μάτια ως τα νεκρά άλογα τόση ασπράδα τα κόκκαλα
έτσι φτερούγισε η έγνοια
Εμπνεύστηκα πολλά έργα από 'κείνην, αλλά βρισκόμενος συχνά σε άσχημες στιγμές τά 'σπαζα και τά 'κανα κομμάτια... *
το φεγγάρι αιματοσταλάζει τις γενεαλογίες αιχμάλωτες στ' αερικά
και στις αλυκές οι αποκρισάρηδες ξεδιαλέγουν τα κρίματα
πώς γύρισε η μέρα τον ήλιο ο κουρνιαχτός από το πέσιμο ανεβαίνει
Νεαρούλης κατατηξίτεχνος, σπουδαγμένος στας Ευρώπας (Μπαυαριά) εν έτει σωτηρίω 1873. 'Αριστος. Υπότροφος. Είτα ελωλάθη, ως είπαν.
το στρουθί δακρύζει λαλητής και απολησμονιάρης
ο νηστικός φθάνει στην καρδιά ξεκίνησε τ' αλάτι ατέλειωτο και τον κελαδισμό
Από το τρελοκομείο βγήκε "ως εκ παστάδος προελθών,.. φρέσκος, καινούργιος και τραγικός, με ένα θείο ενθουσιασμό διονυσιακού τράγου" (Τσαρούχης, 1964).
προσμένει τα κοράσια φοβούνται όταν βλέπουν τον αναδρομάρη
οι άλλοι διώχνουν τις ξωθιές και το μυστικό πληγώνει τον ανήσκιωτο
όταν πλαντάζη στ' αναφιλητό αμολόγητος την ανάληψι των δέντρων να θυμίζη
'Εφαγα ξύλο... πίσω στο νησί, σαν γύρισα. Μόνος, έβοσκα πρόβατα. Μεγάλος πια κι όμως έτρωγα ξύλο. Φώναζαν: Μακρυά ο τρελλός απ' τα κορίτσια...
η γητειά παγίδεψε τα πουλάκια στο χοροστάσι
κεχαριτωμένος τρύγισε το χάδι του πεινασμένου τ' αγριομέλι στις στράτες
των ματιών ψαύει τις άπλαστες αστραπές στις πέτρες ασύλητος
Δαιμονισμένος, συνομιλούσα με τις σκιές μου. 'Ενας απόκρυφος παγανιστής. Είτα δούλευα ξανά το, χάραζα εδώ και 'κεί το σκοτάδι που είδα. Κι όταν μού έπαιρναν ένα πρόβατο επί σφαγήν, γύρευα και το φώναζα με τ' όνομά του σ' όλες τις ραχούλες του νησιού. Ποιμένας στην τρέλλα μου.
θυμός ιερός το χώμα η παρθένα διαβαίνει έλκονται τα πέρατα
ώς τους εξώτερους η απαλλαγή απ' το χάος ύστερα θυμάται τους αδελφούς άθαφτους
ο πόνος φίλος και συνέκδημος του πατέρα και κίνησαν οι μορφές στα μαρμαρένια αλώνια
- Ο Πόνος είναι άντρας. Τί ξέρεις εσύ από πόνο; *
εκεί στα περιβόλια ιλαρός και αναβαλλόμενος τί τα πετροβολήματα και τί μακρύς ο λώρος
όλες οι χαρές όλα τα μυστικά ως άγγιξε ο πρόδρομος ο άγιος ο κυνηγός
Λεφτά δεν έβγαλα ποτές μου. Κι ούτε μού μιλούσαν στο χωριό. Ξέρανε για μένα. Σαν ξανάρθα στην Αθήνα γέρος πια, θά 'μουν ογδόντα χρόνων, μού δείξανε κάτι σχέδια του Πικάσσο κι είδα μέσα τους την ελληνική γραμμή. Χαμογέλασα ευχαριστημένα.
στις πέτρες σώζεις τις θαλάσσιες αγωνίες ουράνια κύησι
ρίγος και προσφορά ιλαστήριος η ομόρριζος πίκρα της αδελφής
ζή ο βασιληάς Αλέξανδρος;
ιδού οι περάτες νεύουν εν σιγή ότι ο βασιλεύς ζων και νεκρός αποτελείται την ζεύξιν
όσοι ακολουθούντες εγγύτεροι ότε οίκος αυτόμελος υψοί την προσδοκίαν
- Ποιός να με κρίνη εμένα, παιδάκι μου... *
η ορτυκομάννα διαβαίνει
το σκήνωμα μηνάει γύρω γύρω η θάλασσα
βρέχει
και στις συνάξεις διηγούνται την αποδημία είδησι καλή
Στον 'Αδη κατέβηκα ζωντανός. Και ξαναγύρισα. Τα σώματα έκτοτε δούλευα από μνήμης. Χάραζα και στους τοίχους απάνω. Χαρτί δεν είχα.
δίψασε το ποταμάκι απ' αθάνατο νερό
---------------------
i. Στην κόψη, οι τριανταπέντε στίχοι συναγμένοι γύρω από την στάση: Νήψις του πατρός ημών Γιαννούλη του Χαλεπά (συλλογή: ακαινοτόμητοι, 1984). Ποιητής ο Β.Ν. Μπόνος, δικηγόρος επί τιμή. Φίλος στην μάταιη τούτη ζωή και τον τιμώ. Το ποίημα αναδημοσιεύθηκε στον συλλογικό για τον γλύπτη τόμο: ΧΑΛΕΠΑΣ, ο Κοσμοκαλόγερος καλλιτέχνης από τον Πύργο της Τήνου (επιμ. Στρ. Φιλιππότη, εκδ. ΕΡΙΝΝΗ, Αθήνα 1999, σσ. 77-79). Κατόπιν περιλήφθηκε στον συγκεντρωτικό τόμο: αυτόμελα (Ταμύναι 2004, σσ. 123-126) στον οποίο έχω αναφερθεί και άλλοτε (ιδές μου τα κατάστιχα [i] & [ii]).
ii. Το παρόνομα ψηλά παραλλάσσει το γνωστό: "Σεβτάς είν' αυτός, δεν είναι τσορβάς...• έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας" ('Ερωτας στα χιόνια).
Την τελευταία επιθυμία εξέφρασε πρώτο το βοσκόπουλο (του ιδίου, 'Ονειρο στο κύμα).
iii. Με αστερίσκο, αυθεντικοί λόγοι του μπαρμπα-Γιαννούλη. Στοιχεία βιογραφικά μαρτυρεί ο Στρατής Δούκας και τράβηξαν την προσοχή της Λιλής Ζωγράφου (περ. Επίκαιρα, 18-10-1968). Για τα υπόλοιπα φρόντισε ο Φιλιππότης.
iv. Η φωτογραφία παρμένη λίγο πριν από το θάνατό του, 15-9-1938. Ιδές την, ολόκληρη, στο συλλογικό τομίδιο, σ. 190. Ενδιαφέρει η εκφραστικότητα των χεριών του παππούλη.
v. Έτος 2007. Έκθεση γλυπτών μετά από πολλά χρόνια σιωπής (σαράντα από κείνην που προηγήθηκε και ογδόντα από το θάνατό του) στην νεότευκτη Ελληνική Γλυπτοθήκη, στου Γουδή. 'Αμε να δείς και το τραγί σου σιμά στον Σάτυρο και τον έρω[τα].