Η ανεπάρκεια της κοινωνικής ουτοπίας του Πλάτωνος, όπως είναι γνωστό, εντοπίσθηκε όχι μόνο θεωρητικώς, αλλά και εμπράκτως. Πίστεψε ότι βρήκε την ευκαιρία να πραγματοποιήση τα σχέδιά του στο πρόσωπο του συρακοσίου τυράννου Διονυσίου του Πρεσβυτέρου· αυτός όμως, εάν πιστέψωμε την παράδοση, τον πούλησε ως δούλο. Εξαγορασθείς από τους φίλους του, ο Πλάτων επανέλαβε τις απόπειρές του στην αυλή του Διονυσίου του Νεωτέρου· αλλά και εδώ η υπόθεση έληξε άδοξα και ο φιλόσοφος υποχρεώθηκε δύο φορές να φύγη κρυφά για να σωθή.
Ευγένιος Τρουμπετσκόϊ, Η κοινωνική ουτοπία του Πλάτωνος (μτφρ. Δ. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 1999, σσ. 187-188).
Για να πραγματοποιηθή η τελεία ενότης στις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων, πρέπει να εξαλειφθή εκείνο που απομονώνει, να πληγή το ατομικό συμφέρον στην ίδια του την πηγή. Ο Πλάτων θεωρεί ότι θα επιτύχη τον στόχο του μόνο μέσω της μεταμορφώσεως της κοινωνίας με βάση αρχές κομμουνιστικές. Να γιατί οι δύο ανώτερες τάξεις της πολιτείας του στερούνται προσωπικής ιδιοκτησίας και οικογενείας.
Δεν είναι δύσκολο να πεισθούμε ότι δεν πρόκειται για κομμουνισμό κοσμικό, αλλά για ασκητικό, με κυρίαρχη την έννοια του καθήκοντος, πολύ κοντινό στον μοναστηριακό κομμουνισμό του μεσαίωνα. Σκοπός του δεν είναι η δίκαιη κατανομή των υλικών αγαθών, αλλά η απάρνησή τους από τον άνθρωπο.
Ευγένιος Τρουμπετσκόϊ, Η κοινωνική ουτοπία του Πλάτωνος (μτφρ. Δ. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 1999, σ. 123).
Ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο ο Σωκράτης παρουσιάζει τις ιδέες του είναι η μορφή διαλόγου ανάμεσα σ’ εκείνον και σε κάποιον επιφανή Αθηναίο, ο οποίος νομίζει ότι γνωρίζει καλά τι είναι αγαθό και τι δίκαιο. Αυτή η πεποίθησή του ότι γνωρίζει τι είναι αγαθό και τι δίκαιο αποδεικνύεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο από την αναπαραγωγή κάποιου κοινού ρητού περί αρετής και δικαιοσύνης και ο Σωκράτης δεν έχει καμιά δυσκολία να αποδείξει ότι αυτή η βασισμένη στα κοινωνικά ήθη αντίληψη της ηθικής δεν μπορεί να είναι η αλήθεια.
Για παράδειγμα, ενάντια στην κοινή ιδέα ότι είναι δίκαιο να παίρνει κανείς αυτό που τού ανήκει, ο Σωκράτης αντιπαραθέτει την περίπτωση κατά την οποία κάποιος φίλος, ο οποίος σού είχε δανείσει ένα όπλο, έχει εν τω μεταξύ χάσει τα λογικά του. Μπορεί να τού χρωστάς το όπλο, είναι όμως πραγματικά δίκαιο να τού το επιστρέψεις;
Ο Σωκράτης, λοιπόν, καθοδηγεί το κοινό του να κρίνει ό,τι μέχρι τώρα έχει άκριτα δεχτεί ως ηθικό. Με την κριτική σκέψη γίνεται η λογική, και όχι τα κοινωνικά ήθη, ο τελικός κριτής τού τι είναι σωστό και τι λάθος.
Ο Χέγκελ βλέπει αυτή την αρχή, όπως την ανέλυσε με το παράδειγμά του ο Σωκράτης, ως μια επαναστατική δύναμη εναντίον του κράτους της Αθήνας. Γι' αυτό και θεωρεί ότι η θανατική ποινή που επιβλήθηκε στον Σωκράτη ήταν αναμφισβήτητα δικαιολογημένη:
με την ποινή αυτή οι Αθηναίοι καταδίκασαν τον πιο αμείλικτο εχθρό της ηθικής που βασίζεται στα κοινωνικά ήθη και τις παραδόσεις, στην οποία βασιζόταν ολόκληρη η ύπαρξη της Αθήνας ως κοινότητα.
'Ομως, η αρχή της ανεξάρτητης σκέψης ήταν πολύ βαθιά ριζωμένη στην Αθήνα για να ξεριζωθεί με το θάνατο ενός και μόνο ανθρώπου· έτσι, εν καιρώ, οι όροι αντιστράφηκαν και οι κατήγοροι του Σωκράτη καταδικάστηκαν ενώ ο Σωκράτης αποδείχτηκε ήτι ήταν αθώος μετά θάνατον. Η αρχή της ανεξάρτητης σκέψης ήταν, τελικά, η αιτία της παρακμής της Αθήνας και είναι αυτή που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τον κοσμοϊστορικό ρόλο που έπαιξε ο ελληνικός πολιτισμός.
Peter Singer, Χέγκελ (μτφρ. Μ. Χαραλαμπή, έκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2006, σσ. 46-47, πρβλ. 156-157).
Κάποιοι μεταγενέστεροι υπομνηματιστές έχουν συμπεράνει ότι ο Πλάτων τελικά εγκατέλειψε την όποια θεωρία ιδεών είχε διατυπώσει ποτέ, και επίσης ότι τελικά πρόδωσε το ριζοσπαστικό, ελεύθερο πνεύμα του δασκάλου του. Ο Σωκράτης, καθώς λένε, θα είχε σίγουρα καταδικαστεί από τους φύλακες σκέψης των τελευταίων φαντασιώσεων του Πλάτωνα, τους Νόμους. Οι άθεοι, όπως προτείνει ο Πλάτων, και όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί αδιαφορούν για εμάς είναι εχθροί της κοινωνικής ειρήνης και πρέπει να συνετίζονται· διαφορετικά, πρέπει να εξορίζονται ή να εκτελούνται.
Γράφει ο Stephen Clark, στο Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (επιμ. Α. Kenny, μτφρ. Δ. Ρισσάκη, έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 47).
[...] ο κριτής της αληθούς ευσεβείας στους Νόμους είναι ο άνθρωπος, ο νομοθέτης. Αυτός πρέπει να απειλή με τιμωρίες όλους τους πολίτες, οι οποίοι θα αρνούνται την ύπαρξη των θεών ή δεν θα τους αναγνωρίζουν όπως τους καθορίζει ο νόμος· ακόμη και για το κάλλος και την δικαιοσύνη και την αρετή, ο νόμος υπαγορεύει μια καθολική και υποχρεωτική θεώρηση· οι παραβάτες του πρέπει να τιμωρούνται με θάνατο (Νόμοι Χ, 890).
Ο Σαλαβιώφ ορθώς παρατηρεί ότι εδώ ο Πλάτων «υιοθετεί ολοκληρωτικώς την άποψη του Ανύτου και του Μέλητου οι οποίοι επέτυχαν την θανατική καταδίκη του Σωκράτους, επικαλούμενοι την ελεύθερη σχέση του προς το δεδομένο θρησκευτικό και κοινωνικό σύστημα».
Ευγένιος Τρουμπετσκόϊ, Η κοινωνική ουτοπία του Πλάτωνος (μτφρ. Δ. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 1999, σ. 178).