[…] να ρωτήσω εφεξής: «Μπορώ να αγαπήσω άραγε, εγώ πρώτος;» μάλλον, παρά: «'Αραγε μ' αγαπούν – εξ' άλλου;» - να συμπεριφερθώ ως εραστής που δίνεται μάλλον παρά ως εραστής του πάρε-δώσε.
Ακριβώς όμως –ιδού το κύριο επιχείρημα που δίνει νέα ώθηση στην αναζήτηση- μια τέτοια δυνατότητα παραμένει εξ ορισμού πάντοτε ανοιχτή και καμιά απορία δεν θα μπορέσει ποτέ να την αποκλείσει. Διότι η διαπίστωση (ή η απλή υποψία) ότι δεν με αγαπούν δεν μού απαγορεύει κατ' αρχήν ποτέ τη δυνατότητα να αγαπήσω, πρώτος εγώ. Και κανείς να μη με αγαπά (είτε το ξέρω, είτε πρόκειται για φαντασίωσή μου, δεν έχει σημασία), αυτό δεν μού κάνει αδύνατο να αγαπήσω αυτόν ακριβώς που δεν με αγαπά, τουλάχιστον κάθε φορά και για όσο το αποφασίζω. Ας μη με αγαπά, όσο θέλει, ή ας με αγαπά όσο λίγο μπορεί· αυτό δεν θα με εμποδίσει ποτέ εγώ να τον αγαπώ, αν έτσι έχω αποφασίσει. Ας με μισούν όσο θέλουν, ποτέ δεν θα με υποχρεώσουν να τους μισήσω και εγώ, αν έτσι αποφασίζω. Η ασύγκριτη και ακαταμάχητη εξουσία του ενεργήματος του αγαπάν αντλεί όλη τη δύναμή της από το γεγονός ότι η αμοιβαιότητα δεν την επηρεάζει, όπως και η αναμονή επενδυτικών κερδών δεν τη μολύνει. Ο εραστής έχει ένα μοναδικό προνόμιο: δεν έχει τίποτε να χάσει, ακόμα κι αν δεν αγαπηθεί με τη σειρά του, γιατί μια περιφρονημένη αγάπη δεν παύει να είναι μια απολύτως ολοκληρωμένη αγάπη, όπως ένα δώρο που απορρίφθηκε δεν παύει να είναι ένα δώρο απολύτως δοσμένο.
Ακόμη περισσότερο, ο εραστής δεν έχει να χάσει τίποτε· δεν θα μπορούσε και να χαθεί, και να το ήθελε ακόμα, γιατί κι όταν τα δίνει όλα, αυτό ούτε τον καταστρέφει, ούτε τον φτωχαίνει, μόνο δείχνει ακόμα καθαρότερα το βασιλικό του προνόμιο – ότι όσο πιο πολύ δίνει, όσο πιο πολύ χάνει και σκορπίζει, τόσο λιγότερο χάνει τον εαυτό του, αφού η εγκατάλειψη και η απώλεια ορίζουν τον μοναδικό, διακριτικό και αναπαλλοτρίωτο χαρακτήρα του αγαπάν. Η αγάπη ή δίδεται μέχρις απωλείας ή απόλλυται ως αγάπη. 'Οσο περισσότερο αγαπώ επί ζημία, τόσο περισσότερο αγαπώ απλώς. 'Οσο περισσότερο αγαπώ επί ζημία, τόσο λιγότερο χάνω από τα μάτια μου την αγάπη, αφού η αγάπη αγαπά ώς εκεί που χάνεται ο ορίζοντας. Η πράξη της αγάπης δεν κάνει μόνο να μη φοβάται κανείς την απώλεια, είναι η ελευθερία της απώλειας η ίδια. 'Οσο περισσότερο χάνω, και μάλιστα ανεπιστρεπτί, τόσο περισσότερο ξέρω ότι αγαπώ και χωρίς αμφισβήτηση. Μία μόνο απόδειξη της αγάπης υπάρχει – να δίνει κανείς χωρίς επιστροφή, χωρίς ανάκτηση, επομένως να μπορεί να χάνει δίνοντας, ακόμα και να χάνεται. Αλλά η αγάπη η ίδια δεν χάνεται ποτέ, αφού ολοκληρώνεται μέσα στο χάσιμο.
Jean-Luc Marion, Το ερωτικό φαινόμενο (μτφρ. Χρ. Μαρσελλος, έκδ. Πόλις, Αθήνα 2008, σσ. 138-139).
λόγω του TimeIsOnMySide31
αλλά και για την ελληνίδα του μεσογειακού ταμπεραμέντου.
αλλά και για την ελληνίδα του μεσογειακού ταμπεραμέντου.
3 σχόλια:
Νομίζεις. Ας μην είχες τον Θεό μέσα στη συνείδησή σου και θα σού λεγα εγώ αν θα σε πείραζε η αγάπη χωρίς ανταπόκριση. Η καρδιά κουράζεται να γυρεύει χωρίς τέλος, να ζητά χωρίς ελπίδα, να πονά χωρίς έλεος...
Ιδιαίτερα η γυναικεία καρδιά.
Tης γυναικας ο καυμος, λουσα, πουτσα και χορος!
Δημοσίευση σχολίου