λήμμα: ηΐθεος
Κατά το νεώτερο Λεξικόν Σταματάκου:
ο νεανίας άγαμος έτι, "παλληκάρι", παρθένος νεάνις.
Κατά το Λεξικόν Σουΐδα (10ος μ.Χ. αι.)
1η ερμηνεία:
άφθαρτος προς γυναίκας. Εν επιγράμματι [ΑΡ 5(: ή S) 297] "ηϊθέοις ουκ έστι τόσος πόνος οππόσος ημίν τοις αταλοψύχοις".
και 2η ερμηνεία:
ο ίσος τοις θεοίς.
Κατά το Λεξικόν Etymologicon Magnum:
ο άπειρος γάμου νέος, από ετών δεκατεσσάρων έως δεκαοκτώ.
Ιλιάδος δ': "ηΐθεον θαλερόν Σιμοείσιον".
'Η μάλλον δια το αμίαντον είναι και άπειρον μολυσμού γυναικός, ή γάμου.
-----
Στον τίτλο του παρόντος δυό λεξούλες από την Ευρώπη του Μόσχου (στ. 5). Και ένα παράπονο: Βλέπω το σπίτι απέναντι που είναι για χρόνια γιαπί. Και συγκρίνω τον βίο μας με το τί κατορθώνουμε σε τούτη την μικρούλα τη ζωή. Ο ίδιος. Αγλαόκαρπος μεσ' στον ξανθόν απρίλη... τε και Σεβαστός.