Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ναυσικά από τη μία, ήχος πλάγιος από την άλλη



Σήμερα είχε βάλει τη γαλάζια αλλαξιά, για γούρι, με την ελπίδα ότι, παρ' όλους τους κακούς οιωνούς, το δικό της το χρώμα είναι και το χρώμα που φέρνει τύχη στη νύφη, που πρέπει οπωσδήποτε να φοράει κάτι γαλάζιο πάνω της, επειδή η πράσινη αλλαξιά που φορούσε πριν μια βδομάδα τής έφερε λύπη, γιατί ο πατέρας του τον είχε κλείσει στο δωμάτιό του για να διαβάσει για την υποτροφία, και αυτή σκέφτηκε ότι εκείνος ίσως θα έβγαινε σήμερα, γιατί καθώς ντυνόταν το πρωί παρά λίγο να βάλει την φορεμένη κυλότα της ανάποδα κι αυτό σημαίνει καλοτυχία και συνάντηση με τον αγαπημένο σου, αν την φορούσες ανάποδα και εφ' όσον, βέβαια, δεν είναι Παρασκευή.


Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας (μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σ. 409).



*


ήχος πλάγιος

Και ήκουσαν την φωνήν
κυρίου του θεού
περιπατούντος
εν τω παραδείσω
το δειλινόν,
και εκρύβησαν
ό τε Αδαμ και η γυνή αυτού
από προσώπου κυρίου του θεού
εν μέσω του ξύλου του παραδείσου.
(Γεν. 3, 8)



Παράλληλα με τα αρκούντως στεγνά τζοϋσικά παραδείγματα του Οδυσσέα και τις φορεμένες ανάποδα χρησιμοποιημένες κυλότες που αναρτώ στο άωρον τετράδιό μου τον τελευταίο καιρό, να σημειώσω εδωδά υπό τον τύπον στοιχείου ήχου πλαγίου ως άρτι εδήλωσα, συν το ήδη αναρτημένο motto που συνέλεξα εκ της Παλαιάς Διαθήκης, πως στους Εξόριστους (άραγε, να συμπληρώσω, από τον Παράδεισο, ή να το αφήσω μόνον να εννοηθεί;) του Τζόυς είδα την δίχως απόγνωση προσπάθεια του πολυμήχανου και λίγο πονηρού συγγραφέα να ομοιάσει για μιαν ακόμη φορά στον Θεό, ακολουθώντας τα βήματα ενός ευλαβούς (!;) τώρα οξαποδώ (: dickens, αγγλιστί -άραγε την εισάγει τούτη δω τη λέξη στο πρωτότυπο έργο του εκείνος;) εις τύπον αεί του εξ αρχής δηλωμένου, σε άλλα του συγγράμματα, non serviam! Πρόκειται πραγματικά για ένα ακόμα τζοΥσικό αριστούργημα όπου πραγματεύεται από την αρχή την βιβλική ιστορία της γεύσεως του απαγορευμένου καρπού (πρωτευόντως ένστικο μεν, αλλά και εις τον τύπον της μοιχείας δοσμένο) και της εξορίας ή μη [ημών] των Πρωτοπλάστων. Εδώ, ο κεντρικός ήρως, εις θέσιν του ίδιου του συγγραφέα ασφαλώς, άλλωστε στο όνομα εκείνου αυτός [μάς] πειράζει, κύριος Ρόμπερτ Ρούαν, ο και Ντικ (: dick, αγγλιστί - πούτσος, δηλαδή, ή αρχίδι [!;] χαϊδευτικά υπό της νεαράς του αμνάδος τε και συζύγου αποκαλούμενος, την οποία δηλώνεται στην ψύχρα ότι πλάθει σαν ζυμαράκι, ενέργεια που εκείνη με την σειρά της πλήρως και με ικανοποίηση ομολογημένη αποδέχεται)... αρνείται, λοιπόν αυτός ο κύριος Ρούαν, τουτέστιν Τζόυς, να ρωτήσει την γυναίκα του με το ίδιο εκείνο του Θεού ρώτημα «πού εί;» και «μη από του ξύλου, ού ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μη φαγείν απ’ αυτού, έφαγες;» (ό.π. στιχ. 9 & 11). Οπότε αρχινάμε από την αρχή να σκεπτόμεθα πού ακριβώς ευρίσκεται η ελευθερία την οποία λέγουσιν οι θολολόγοι (sic) ότι έδωκε ο Θεός στο πλάσμα του, ερμηνεύοντας την οικεία περικοπή! Αν ο άνθρωπος ήταν όντως ελεύθερος δεν θα έπεφτε ποτέ τόσο χαμηλά ο Θεός ώστε να τον ρωτήσει κείνο το «πού εί» [ισχύει άραγε στο ακέραιο το επιχείρημα και αντιστοίχως, όταν αργότερα ρωτάει τον Κάιν, «πού εστιν 'Αβελ ο αδελφός σου;» (Γεν. 4, 9)], να τον ρωτήσει, δηλαδή, γιατί αισθάνεται γυμνός μόλις ακούει την φωνή Του!: «Τίς ανήγγειλέν σοι ότι γυμνός ει;» (ό.π., 3, 11). Προηγήθηκε το αδαμιαίο∙ «Την φωνήν σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και εφοβήθην, ότι γυμνός ειμι, και εκρύβην» (στο ίδιο, στιχ. 10), το οποίο, νομίζω, από κοινού με το αρχικό ως άνω (στιχ. 8) motto σώζει κάπως την όλη ιστορία. Την παράσταση του κειμένου (έκδ. Νεφέλη) έφερε στο προσκήνιο η Ρούλα Πατεράκη (Από Μηχανής Θέατρο, Ακαδήμου 13, Αθήναι), διαρκούσης 195 λεπτά της ώρας (!), τα οποία όμως κυλάνε νεράκι! Το έργο παρέμεινε μέχρι σήμερα χωρίς ευρεία διάδοση στην Ελλάδα.

Της Ρούλας Πατεράκη πολλά τα έτη!

Ο ίδιος, αυτός εγώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: