Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

όταν δίνουμε κάτι «δικό μας»


[...] όταν δίνουμε κάτι «δικό μας», ουσιαστικά παρέχουμε ένα σύμβολο, κάτι που διαθέτει πολλαπλά νοήματα. Επειδή, όμως, δε γνωρίζουμε το συμβολικό του χαρακτήρα προσκολάται στο εγώ μας, καθώς είναι τμήμα της προσωπικότητάς μας. Έτσι, σε κάθε δώρο υπάρχει, σαφώς ή σιωπηρώς, μία προσωπική απαίτηση. Υπάρχει πάντα εκείνο το «δώσε, για να μπορέσεις να πάρεις» που δε λέγεται.

Συνεπώς, το δώρο ακολουθείται πάντα από μία προσωπική πρόθεση, γιατί η απλή παροχή δεν είναι θυσία. Γίνεται θυσία μόνο αν παραιτήθηκε από την κρυφή μας πρόθεση να πάρουμε κάτι σαν αντάλλαγμα. Στην αληθινή θυσία, το δώρο δίνεται σαν να πρόκειται να καταστραφεί. Μόνο τότε είναι δυνατό να παραιτηθεί η εγωιστική απαίτηση.

Αν ο άρτος και ο οίνος προσφέρονται δίχως τη συνειδητοποίηση κάποιας εγωιστικής απαίτησης, τότε δεν αποτελεί δικαιολογία το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρόθεση είναι ασυνείδητη, αλλά αντίθετα, είναι μία σίγουρη απόδειξη για την ύπαρξη της μυστικής απαίτησης.

Τότε, εξαιτίας της εγωιστικής φύσης της, η προσφορά έχει αναπόφευκτα το χαρακτήρα μίας μαγικής πράξης εξευγενισμού, με το στόχο και τη σιωπηρή προσδοκία της εξαγοράς της καλής θέλησης της θεότητας. Δηλαδή, πρόκειται για ένα ηθικά άχρηστο ομοίωμα της θυσίας. Προκειμένου να αποφύγει μια τέτοια κατάσταση, ο δότης χρειάζεται να συνειδητοποιήσει τουλάχιστον την ταύτισή του με το δώρο και να αναγνωρίσει πόσο δίνει τον εαυτό του, όταν δίνει ένα δώρο.

Με άλλα λόγια, από τη φυσική κατάσταση της ταύτισης με εκείνο που είναι «δικό μας» αναπτύσσεται το ηθικό καθήκον της αυτοθυσίας, ή της θυσίας εκείνου του τμήματος του ατόμου που ταυτίζεται με το δώρο. Θα έπρεπε να αντιληφθούμε ότι όταν δίνει κανείς τον εαυτό του, υπάρχουν μέσα του διάφορες απαιτήσεις. Αυτές οι απαιτήσεις είναι τόσο περισσότερες, όσο λιγότερο τις συνειδητοποιεί το άτομο. Μόνον η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος εγγυάται πως το δόσιμο είναι μία πραγματική θυσία. Γιατί αν γνωρίζουμε και αποδεχόμαστε ότι δίνουμε τον εαυτό μας, χωρίς την απαίτηση κάποιας ανταπόδοσης, τότε θυσιάζουμε την απαίτησή μας και συνεπώς ένα κομμάτι του εαυτού μας. Η αυτοθυσία, λοιπόν, είναι απόλυτο δόσιμο, ένα δόσιμο που είναι μιας εξαρχής ολοκληρωτική απώλεια.

Συνήθως νιώθουμε σαν απώλεια το δόσιμο, δίχως κάποιο αντάλλαγμα. Όμως, η θυσία χρειάζεται να είναι απώλεια, έτσι ώστε να είναι κανείς βέβαιος πως δεν έχει κάποια εγωιστική απαίτηση. Επομένως, το δώρο χρειάζεται να δίνεται σαν κάτι που πρόκειται να καταστραφεί.

Όμως, καθώς το δώρο αντιπροσωπεύει τον εαυτό μας, ουσιαστικά καταστρέφουμε το εγώ. Με άλλα λόγια μοιράζουμε τον εαυτό μας χωρίς την προσδοκία ανταλλάγματος. Ωστόσο, αν την κοιτάζουμε από διαφορετική οπτική γωνία, αυτή η πρόθεση απώλειας είναι και κέρδος.

Αν μπορεί να δώσει κανείς τον εαυτό του, τότε αποδεικνύεται πως τον κατέχει. Κανείς δεν μπορεί να δώσει εκείνο που δεν έχει. Έτσι, όποιος μπορεί να θυσιάσει τον εαυτό του και να παραιτηθεί της απαίτησής του, τον κατέχει. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, χρειάζεται να διαθέτει κανείς συνείδηση της απαίτησής του. Τούτο προϋποθέτει μία σημαντική πράξη αυτογνωσίας, που λείπει από εκείνους που επιμένουν να μη συνειδητοποιούν τέτοιες απαιτήσεις.

Επομένως, είναι λογικό πως η ομολογία του αμαρτήματος θα πρέπει να προηγείται της τελετής της μεταμόρφωσης στη Θεία Λειτουργία. Ο αυτοέλεγχος γίνεται με πρόθεση να συνειδητοποιήσει το άτομο την εγωιστική απαίτηση που υπάρχει σε κάθε δώρο, έτσι ώστε να μπορεί να θυσιαστεί συνειδητά. Σε διαφορετική περίπτωση το δώρο δεν είναι θυσία.

Η θυσία αποδεικνύει ότι το άτομο κατέχει τον εαυτό του, δε σημαίνει πως το άτομο παραδίδεται παθητικά. Πρόκειται για μια συνειδητή και μελετημένη παράδοση του εαυτού που αποδεικνύει ότι το άτομο διαθέτει πλήρη έλεγχο του εγώ. Με αυτόν τον τρόπο το εγώ γίνεται το αντικείμενο μίας ηθικής πράξης, γιατί παίρνει μία απόφαση σαν αντιπρόσωπος μίας εξουσίας που βρίσκεται πέραν της φύσης. Με άλλα λόγια, αποφασίζουμε ενάντια στο εγώ μας, απαρνούμενοι τις απαιτήσεις μας.

C.G. Jung, Θυσιαστική λατρεία. Ο συμβολισμός στη Θεία Λειτουργία (μτφρ. Λύσ. Μυγιάκης, έκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1993, σσ. 99-101). 


Δεν υπάρχουν σχόλια: